Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (50.1-51.11)


[50.1] Οὐ πολλῷ δ᾽ ὕστερον συνηνέχθη καὶ τὰ περὶ Κλεῖτον, οὕτω μὲν ἁπλῶς πυθομένοις τῶν κατὰ Φιλώταν ἀγριώτερα· [50.2] λόγῳ μέντοι συντιθέντες ἅμα καὶ τὴν αἰτίαν καὶ τὸν καιρόν, οὐκ ἀπὸ γνώμης, ἀλλὰ δυστυχίᾳ τινὶ ταῦθ᾽ εὑρίσκομεν πεπραγμένα τοῦ βασιλέως, ὀργὴν καὶ μέθην πρόφασιν τῷ Κλείτου δαίμονι παρασχόντος. ἐπράχθη δ᾽ οὕτως. [50.3] ἧκόν τινες ὀπώραν Ἑλληνικὴν ἀπὸ θαλάσσης τῷ βασιλεῖ κομίζοντες. ὁ δὲ θαυμάσας τὴν ἀκμὴν καὶ τὸ κάλλος, ἐκάλει τὸν Κλεῖτον, ἐπιδεῖξαι καὶ μεταδοῦναι βουλόμενος. [50.4] ὁ δὲ θύων μὲν ἐτύγχανεν, ἀφεὶς δὲ τὴν θυσίαν ἐβάδιζε, καὶ τρία τῶν κατεσπεισμένων προβάτων ἐπηκολούθησεν αὐτῷ. [50.5] πυθόμενος δ᾽ ὁ βασιλεὺς ἀνεκοινοῦτο τοῖς μάντεσιν Ἀριστάνδρῳ καὶ Κλεομένει τῷ Λάκωνι· φησάντων δὲ πονηρὸν εἶναι τὸ σημεῖον, ἐκέλευσεν ἐκθύσασθαι κατὰ τάχος ὑπὲρ τοῦ Κλείτου· [50.6] καὶ γὰρ αὐτὸς ἡμέρᾳ τρίτῃ κατὰ τοὺς ὕπνους ἰδεῖν ὄψιν ἄτοπον· δόξαι γὰρ αὐτῷ τὸν Κλεῖτον μετὰ τῶν Παρμενίωνος υἱῶν ἐν μέλασιν ἱματίοις καθέζεσθαι, τεθνηκότων ἁπάντων. [50.7] οὐ μὴν ἔφθασεν ὁ Κλεῖτος ἐκθυσάμενος, ἀλλ᾽ εὐθὺς ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἧκε, τεθυκότος τοῦ βασιλέως Διοσκούροις. [50.8] πότου δὲ νεανικοῦ συρραγέντος, ᾔδετο ποιήματα Πρανίχου τινός, ὡς δέ φασιν ἔνιοι Πιερίωνος, εἰς τοὺς στρατηγοὺς πεποιημένα τοὺς ἔναγχος ἡττημένους ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἐπ᾽ αἰσχύνῃ καὶ γέλωτι. [50.9] τῶν δὲ πρεσβυτέρων δυσχεραινόντων καὶ λοιδορούντων τόν τε ποιητὴν καὶ τὸν ᾄδοντα, τοῦ δ᾽ Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἡδέως ἀκροωμένων καὶ λέγειν κελευόντων, ὁ Κλεῖτος ἤδη μεθύων, καὶ φύσει τραχὺς ὢν πρὸς ὀργὴν καὶ αὐθάδης, ἠγανάκτει μάλιστα, φάσκων οὐ καλῶς ἐν βαρβάροις καὶ πολεμίοις ὑβρίζεσθαι Μακεδόνας, πολὺ βελτίονας τῶν γελώντων, εἰ καὶ δυστυχίᾳ κέχρηνται. [50.10] φήσαντος δὲ τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸν Κλεῖτον αὑτῷ συνηγορεῖν, δυστυχίαν ἀποφαίνοντα τὴν δειλίαν, [50.11] ἐπαναστὰς ὁ Κλεῖτος «αὕτη μέντοι σ᾽» εἶπεν «ἡ δειλία τὸν ἐκ θεῶν, ἤδη τῷ Σπιθριδάτου ξίφει τὸν νῶτον ἐπιτρέποντα, περιεποίησε, καὶ τῷ Μακεδόνων αἵματι καὶ τοῖς τραύμασι τούτοις ἐγένου τηλικοῦτος, ὥστ᾽ Ἄμμωνι σαυτὸν εἰσποιεῖν, ἀπειπάμενος Φίλιππον».
[51.1] Παροξυνθεὶς οὖν ὁ Ἀλέξανδρος «ἦ ταῦτ᾽» εἶπεν «ὦ κακὴ κεφαλή, σὺ περὶ ἡμῶν ἑκάστοτε λέγων καὶ διαστασιάζων Μακεδόνας χαιρήσειν νομίζεις;» [51.2] «ἀλλ᾽ οὐδὲ νῦν» ἔφη «χαίρομεν, Ἀλέξανδρε, τοιαῦτα τέλη τῶν πόνων κομιζόμενοι, μακαρίζομεν δὲ τοὺς ἤδη τεθνηκότας, πρὶν ἐπιδεῖν Μηδικαῖς ῥάβδοις ξαινομένους Μακεδόνας, καὶ Περσῶν δεομένους ἵνα τῷ βασιλεῖ προσέλθωμεν». [51.3] τοιαῦτα τοῦ Κλείτου παρρησιαζομένου, καὶ τῶν περὶ Ἀλέξανδρον ἀντανισταμένων καὶ λοιδορούντων αὐτόν, οἱ πρεσβύτεροι κατέχειν ἐπειρῶντο τὸν θόρυβον. [51.4] ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ἀποστραφεὶς πρὸς Ξενόδοχον τὸν Καρδιανὸν καὶ τὸν Κολοφώνιον Ἀρτέμιον, «οὐ δοκοῦσιν» εἶπεν «ὑμῖν οἱ Ἕλληνες ἐν τοῖς Μακεδόσιν ὥσπερ ἐν θηρίοις ἡμίθεοι περιπατεῖν;» [51.5] τοῦ δὲ Κλείτου μὴ εἴκοντος, ἀλλ᾽ εἰς μέσον ‹ἐᾶν› ἃ βούλεται λέγειν τὸν Ἀλέξανδρον κελεύοντος, ἢ μὴ καλεῖν ἐπὶ δεῖπνον ἄνδρας ἐλευθέρους καὶ παρρησίαν ἔχοντας, ἀλλὰ μετὰ βαρβάρων ζῆν καὶ ἀνδραπόδων, οἳ τὴν Περσικὴν ζώνην καὶ τὸν διάλευκον αὐτοῦ χιτῶνα προσκυνήσουσιν, οὐκέτι φέρων τὴν ὀργὴν Ἀλέξανδρος, μήλων παρακειμένων ἑνὶ βαλὼν ἔπαισεν αὐτὸν καὶ τὸ ἐγχειρίδιον ἐζήτει. [51.6] τῶν δὲ σωματοφυλάκων ἑνὸς Ἀριστοφάνους φθάσαντος ὑφελέσθαι, καὶ τῶν ἄλλων περιεχόντων καὶ δεομένων, ἀναπηδήσας ἀνεβόα Μακεδονιστὶ καλῶν τοὺς ὑπασπιστάς· τοῦτο δ᾽ ἦν σύμβολον θορύβου μεγάλου· καὶ τὸν σαλπιγκτὴν ἐκέλευσε σημαίνειν καὶ πὺξ ἔπαισεν ὡς διατρίβοντα καὶ μὴ βουλόμενον. [51.7] οὗτος μὲν οὖν ὕστερον εὐδοκίμησεν, ὡς τοῦ μὴ συνταραχθῆναι τὸ στρατόπεδον αἰτιώτατος γενόμενος. [51.8] τὸν δὲ Κλεῖτον οὐχ ὑφιέμενον οἱ φίλοι μόλις ἐξέωσαν τοῦ ἀνδρῶνος· ὁ δὲ κατ᾽ ἄλλας θύρας αὖθις εἰσῄει, μάλ᾽ ὀλιγώρως καὶ θρασέως Εὐριπίδου τὰ ἐξ Ἀνδρομάχης ἰαμβεῖα ταῦτα περαίνων·
οἴμοι, καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ὡς κακῶς νομίζεται
[51.9] οὕτω δὴ λαβὼν παρά τινος τῶν δορυφόρων Ἀλέξανδρος αἰχμήν, ἀπαντῶντα τὸν Κλεῖτον αὐτῷ καὶ παράγοντα τὸ πρὸ τῆς θύρας παρακάλυμμα διελαύνει. [51.10] πεσόντος δὲ μετὰ στεναγμοῦ καὶ βρυχήματος, εὐθὺς ἀφῆκεν ὁ θυμὸς αὐτόν, [51.11] καὶ γενόμενος παρ᾽ ἑαυτῷ, καὶ τοὺς φίλους ἰδὼν ἀφώνους ἑστῶτας, ἑλκύσασθαι μὲν ἐκ τοῦ νεκροῦ τὴν αἰχμὴν ἔφθασε, παῖσαι δ᾽ ἑαυτὸν ὁρμήσας παρὰ τὸν τράχηλον ἐπεσχέθη, τῶν σωματοφυλάκων τὰς χεῖρας αὐτοῦ λαβόντων καὶ τὸ σῶμα βίᾳ παρενεγκόντων εἰς τὸν θάλαμον.


[50.1] Όχι πολύ αργότερα συνέβησαν και τα σχετικά με τον Κλείτο, που και μόνο να τα ακούσει κανείς είναι πολύ πιο άγρια σε σύγκριση με εκείνα του Φιλώτα. [50.2] Βάζοντας όμως δίπλα δίπλα την αιτία και τις περιστάσεις και εξετάζοντάς τα με τη λογική, διαπιστώνουμε ότι δεν έχουν γίνει από πρόθεση του βασιλιά αλλά από κάποια κακή στιγμή· η οργή και το μεθύσι ήταν η αιτία της κακοτυχίας του Κλείτου. [50.3] Τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής. Είχαν έρθει κάποιοι από τις παράλιες περιοχές, φέρνοντας στον βασιλιά ελληνικά φρούτα. Αυτός, θαυμάζοντας τη φρεσκάδα και την ομορφιά τους, κάλεσε τον Κλείτο θέλοντας να του τα δείξει και να προσφέρει και σ᾽ εκείνον. [50.4] Εκείνος έτυχε να θυσιάζει, αλλά αφήνοντας τη θυσία ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, ενώ τον ακολουθούσαν από κοντά τρία πρόβατα προορισμένα για τις σπονδές. [50.5] Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, το ανακοίνωσε στους μάντεις Αρίστανδρο και Κλεομένη από τη Σπάρτη. Όταν εκείνοι είπαν ότι το σημάδι ήταν κακό, έδωσε διαταγή για το καλό του Κλείτου να τελειώσουν γρήγορα τη θυσία. [50.6] Γιατί και ο ίδιος δυο ημέρες πριν είχε δει στον ύπνο του παράξενο όνειρο· του φάνηκε ότι ο Κλείτος καθόταν με μαύρα ρούχα μαζί με τους γιους του Παρμενίωνα, πεθαμένους όλους ήδη. [50.7] Δεν πρόλαβε ο Κλείτος να τελειώσει τη θυσία και αμέσως ήρθε στο δείπνο, επειδή και ο ίδιος ο βασιλιάς είχε προσφέρει θυσία προς τιμή των Διοσκούρων. [50.8] Έγινε γερή οινοποσία και άρχισαν να τραγουδούν τραγούδια κάποιου Πρανίχου· όπως όμως λένε ορισμένοι κάποιου Πιερίωνα, που είχαν γραφτεί για να κοροϊδεύουν και να γελούν σε βάρος των στρατηγών που πριν λίγο είχαν ηττηθεί από τους βαρβάρους. [50.9] Οι ηλικιωμένοι δυσανασχετούσαν και έβριζαν τόσο τον ποιητή όσο και τον τραγουδιστή, αλλά ο Αλέξανδρος και οι περί αυτόν άκουγαν με ευχαρίστηση και τον παρότρυναν να συνεχίσει. Ο Κλείτος, μεθυσμένος ήδη και από τη φύση του απότομος και ισχυρογνώμων, αγανακτούσε περισσότερο από όλους, λέγοντας ότι δεν είναι έντιμο να εξευτελίζονται ανάμεσα σε βαρβάρους και εχθρούς οι Μακεδόνες, που είναι πολύ ανώτεροι από αυτούς που γελούσαν, αν και τους έχει βρει ατυχία. [50.10] Επειδή όμως ο Αλέξανδρος είπε πως ο Κλείτος υπεράσπιζε τον εαυτό του αποκαλώντας τη δειλία ατυχία, πετάχτηκε επάνω ο Κλείτος και του είπε: «αυτή όμως η δειλία έσωσε εσένα που κατάγεσαι από θεούς, όταν έστρεφες την πλάτη σου στο ξίφος του Σπιθριδάτη και με το αίμα και αυτά τα τραύματα των Μακεδόνων έγινες τόσο μεγάλος, ώστε να απαρνηθείς τον Φίλιππο και να γίνεις γιος του Άμμωνα».
[51.1] Εξοργισμένος λοιπόν πολύ ο Αλέξανδρος από αυτά τα λόγια τού είπε: «Αλήθεια, λέγοντας αυτά κάθε φορά, ανόητε άνθρωπε, για μας και ξεσηκώνοντας τους Μακεδόνες, έχεις την εντύπωση πως θα χαρείς;» [51.2] Και εκείνος είπε: «Αλλ᾽ ούτε και τώρα χαιρόμαστε, αφού τέτοια είναι η πληρωμή των κόπων μας. Μακαρίζουμε όσους ήδη έχουν πεθάνει πριν δουν τους Μακεδόνες να χτυπιούνται με μηδικά ραβδιά και να παρακαλούν τους Πέρσες για να επισκεφτούν τον βασιλιά». [51.3] Αυτά περίπου είπε θαρραλέα ο Κλείτος, ενώ όσοι ήταν γύρω από τον Αλέξανδρο εξεγέρθηκαν εναντίον του και τον έβριζαν· ωστόσο, οι περισσότεροι προσπαθούσαν να σταματήσουν τη φασαρία. [51.4] Ο Αλέξανδρος στράφηκε τότε προς τον Ξενόδοχο από την Καρδία και τον Αρτέμιο από τον Κολοφώνα και είπε: «δεν νομίζετε ότι οι Έλληνες περπατούν ανάμεσα στους Μακεδόνες, όπως ακριβώς οι ημίθεοι ανάμεσα στα θηρία;» [51.5] Καθώς όμως ο Κλείτος δεν υποχωρούσε, αλλά ζητούσε από τον Αλέξανδρο να πει ανοιχτά όσα ήθελε, αλλιώς να μην καλεί σε δείπνο ανθρώπους ελεύθερους, που έχουν το θάρρος της γνώμης, αλλά να ζει με βαρβάρους και δούλους, που θα προσκυνήσουν την περσική ζώνη και τον λευκό χιτώνα του, ο Αλέξανδρος, μην μπορώντας πια να συγκρατήσει τον θυμό του, πέταξε ένα μήλο που ήταν δίπλα του, τον χτύπησε και έψαχνε το ξίφος του. [51.6] Πρόλαβε όμως ο Αριστοφάνης, ένας από τους σωματοφύλακες, και το πήρε και, ενώ οι άλλοι τον περικύκλωσαν και τον παρακαλούσαν, τινάχθηκε επάνω και φώναζε στα Μακεδονικά, καλώντας τους υπασπιστές του· αυτό ήταν σημάδι μεγάλης αναταραχής· διέταξε τον σαλπιγκτή να σημάνει· επειδή όμως εκείνος καθυστερούσε και αρνιόταν, τον γρονθοκόπησε. [51.7] Αργότερα όμως αυτός τιμήθηκε, επειδή είχε συντελέσει τα μέγιστα ώστε να μη δημιουργηθεί αναταραχή στο στρατόπεδο. [51.8] Τον Κλείτο, που δεν σταματούσε με τίποτα, με το ζόρι οι φίλοι του τον έσπρωξαν έξω από τον χώρο των ανδρών. Αυτός όμως μπήκε μέσα πάλι από άλλη θύρα και τελείως απερίσκεπτα και με θράσος είπε τους εξής στίχους από την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη:
Αλίμονο, στην Ελλάδα πόσο άσχημες αντιλήψεις έχουμε!
[51.9] Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος πήρε τη λόγχη από κάποιον από τους σωματοφύλακές του και διαπέρασε τον Κλείτο που πήγαινε να τον συναντήσει και τραβούσε το κάλυμμα που βρισκόταν μπροστά στη θύρα. [51.10] Όταν ο Κλείτος έπεσε κάτω στενάζοντας και βογγώντας, του έφυγε του βασιλιά ο θυμός αμέσως. [51.11] Μόλις συνήλθε ο Αλέξανδρος και είδε τους φίλους του να στέκονται άφωνοι, πρόλαβε να τραβήξει τη λόγχη από τον νεκρό και, ενώ προσπάθησε να τρυπήσει τον τράχηλό του, τον συγκράτησαν οι σωματοφύλακες, που του έπιασαν τα χέρια και τον μετέφεραν με το ζόρι στο θάλαμο.