Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (1.1-2.9)


[1.1] Τὸν Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως βίον καὶ τὸν Καίσαρος, ὑφ᾽ οὗ κατελύθη Πομπήϊος, ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ γράφοντες, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ὑποκειμένων πράξεων οὐδὲν ἄλλο προεροῦμεν ἢ παραιτησόμεθα τοὺς ἀναγινώσκοντας, ἐὰν μὴ πάντα μηδὲ καθ᾽ ἕκαστον ἐξειργασμένως τι τῶν περιβοήτων ἀπαγγέλλωμεν, ἀλλ᾽ ἐπιτέμνοντες τὰ πλεῖστα, μὴ συκοφαντεῖν. [1.2] οὔτε γὰρ ἱστορίας γράφομεν, ἀλλὰ βίους, οὔτε ταῖς ἐπιφανεστάταις πράξεσι πάντως ἔνεστι δήλωσις ἀρετῆς ἢ κακίας, ἀλλὰ πρᾶγμα βραχὺ πολλάκις καὶ ῥῆμα καὶ παιδιά τις ἔμφασιν ἤθους ἐποίησε μᾶλλον ἢ μάχαι μυριόνεκροι καὶ παρατάξεις αἱ μέγισται καὶ πολιορκίαι πόλεων. [1.3] ὥσπερ οὖν οἱ ζῳγράφοι τὰς ὁμοιότητας ἀπὸ τοῦ προσώπου καὶ τῶν περὶ τὴν ὄψιν εἰδῶν οἷς ἐμφαίνεται τὸ ἦθος ἀναλαμβάνουσιν, ἐλάχιστα τῶν λοιπῶν μερῶν φροντίζοντες, οὕτως ἡμῖν δοτέον εἰς τὰ τῆς ψυχῆς σημεῖα μᾶλλον ἐνδύεσθαι, καὶ διὰ τούτων εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον, ἐάσαντας ἑτέροις τὰ μεγέθη καὶ τοὺς ἀγῶνας.
[2.1] Ἀλέξανδρος ὅτι τῷ γένει πρὸς πατρὸς μὲν ἦν Ἡρακλείδης ἀπὸ Καράνου, πρὸς δὲ μητρὸς Αἰακίδης ἀπὸ Νεοπτολέμου, τῶν πάνυ πεπιστευμένων ἐστί. [2.2] λέγεται δὲ Φίλιππος ἐν Σαμοθρᾴκῃ τῇ Ὀλυμπιάδι συμμυηθείς, αὐτός τε μειράκιον ὢν ἔτι κἀκείνης παιδὸς ὀρφανῆς γονέων ἐρασθῆναι, καὶ τὸν γάμον οὕτως ἁρμόσαι, πείσας τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἀρύββαν. [2.3] ἡ μὲν οὖν νύμφη πρὸ τῆς νυκτός, ᾗ συνείρχθησαν εἰς τὸν θάλαμον, ἔδοξε βροντῆς γενομένης ἐμπεσεῖν αὐτῆς τῇ γαστρὶ κεραυνόν, ἐκ δὲ τῆς πληγῆς πολὺ πῦρ ἀναφθέν, εἶτα ῥηγνύμενον εἰς φλόγας πάντῃ φερομένας διαλυθῆναι. [2.4] ὁ δὲ Φίλιππος ὑστέρῳ χρόνῳ μετὰ τὸν γάμον εἶδεν ὄναρ αὑτὸν ἐπιβάλλοντα σφραγῖδα τῇ γαστρὶ τῆς γυναικός· ἡ δὲ γλυφὴ τῆς σφραγῖδος ὡς ᾤετο λέοντος εἶχεν εἰκόνα. [2.5] τῶν δ᾽ ἄλλων μάντεων ὑφορωμένων τὴν ὄψιν, ὡς ἀκριβεστέρας φυλακῆς δεομένων τῷ Φιλίππῳ τῶν περὶ τὸν γάμον, Ἀρίστανδρος ὁ Τελμησσεὺς κύειν ἔφη τὴν ἄνθρωπον· οὐθὲν γὰρ ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν· καὶ κύειν παῖδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν. [2.6] ὤφθη δέ ποτε καὶ δράκων κοιμωμένης τῆς Ὀλυμπιάδος παρεκτεταμένος τῷ σώματι, καὶ τοῦτο μάλιστα τοῦ Φιλίππου τὸν ἔρωτα καὶ τὰς φιλοφροσύνας ἀμαυρῶσαι λέγουσιν, ὡς μηδὲ φοιτᾶν ἔτι πολλάκις παρ᾽ αὐτὴν ἀναπαυσόμενον, εἴτε δείσαντά τινας μαγείας ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ φάρμακα τῆς γυναικός, εἴτε τὴν ὁμιλίαν ὡς κρείττονι συνούσης ἀφοσιούμενον. [2.7] ἕτερος δὲ περὶ τούτων ἐστὶ λόγος, ὡς πᾶσαι μὲν αἱ τῇδε γυναῖκες ἔνοχοι τοῖς Ὀρφικοῖς οὖσαι καὶ τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς ἐκ τοῦ πάνυ παλαιοῦ, Κλώδωνές τε καὶ Μιμαλλόνες ἐπωνυμίαν ἔχουσαι, πολλὰ ταῖς Ἠδωνίσι καὶ ταῖς περὶ τὸν Αἷμον Θρῄσσαις ὅμοια δρῶσιν· [2.8] ἀφ᾽ ὧν δοκεῖ καὶ τὸ θρησκεύειν ὄνομα ταῖς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις· [2.9] ἡ δ᾽ Ὀλυμπιὰς μᾶλλον ἑτέρων ζηλώσασα τὰς κατοχάς, καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἐξάγουσα βαρβαρικώτερον, ὄφεις μεγάλους χειροήθεις ἐφείλκετο τοῖς θιάσοις, οἳ πολλάκις ἐκ τοῦ κιττοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι καὶ περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις τῶν γυναικῶν καὶ τοῖς στεφάνοις, ἐξέπληττον τοὺς ἄνδρας.


[1.1] Γράφοντας στο βιβλίο αυτό για τη ζωή του βασιλιά Αλέξανδρου και του Καίσαρα, από τον οποίο ανατράπηκε ο Πομπήιος, δεν θα κάνουμε, λόγω της πληθώρας των πράξεων που πραγματευόμαστε, κανέναν άλλον πρόλογο παρά θα ζητήσουμε από τους αναγνώστες να μη μας κατακρίνουν, εάν δεν καλύψουμε τα πάντα μήτε και αναφερθούμε λεπτομερώς στην καθεμιά χωριστά από τις περιβόητες πράξεις τους, αλλά μιλήσουμε συνοπτικά για τις περισσότερες από αυτές. [1.2] Γιατί δεν γράφουμε ιστορίες αλλά βίους· ούτε και στις πιο επιφανείς πράξεις υπάρχει απαραίτητα απόδειξη αρετής ή κακίας, αλλά πολλές φορές ένα πράγμα ασήμαντο, όπως μια λέξη ή ένα αστείο, δείχνει εμφανέστερα τον χαρακτήρα από ό,τι μάχες πολύνεκρες, οι πιο μεγάλοι πολεμικοί σχηματισμοί και πολιορκίες πόλεων. [1.3] Όπως ακριβώς λοιπόν οι ζωγράφοι παίρνουν τα χαρακτηριστικά από το πρόσωπο και από την έκφραση των ματιών, από τα οποία φαίνεται ο χαρακτήρας, δείχνοντας ελάχιστο ενδιαφέρον στα υπόλοιπα μέρη του σώματος, έτσι πρέπει να επιτραπεί και σε μας να επικεντρωθούμε περισσότερο στα σημεία της ψυχής και με αυτά να παρουσιάσουμε τη ζωή του καθενός, αφήνοντας στους άλλους τα μεγάλα έργα και τους αγώνες.
[2.1] Ότι ο Αλέξανδρος ήταν στην καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του απόγονος του Ηρακλή από τον Κάρανο, ενώ από την πλευρά της μητέρας του ήταν απόγονος του Αιακού από τον Νεοπτόλεμο, είναι από τα πλέον αποδεκτά. [2.2] Λένε για τον Φίλιππο ότι, αφότου μυήθηκε μαζί με την Ολυμπιάδα στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, ο ίδιος νεαρός ακόμη και εκείνη ορφανή, την ερωτεύτηκε και, αφού έπεισε τον αδερφό της Αρύββα, κανόνισε αμέσως τον γάμο. [2.3] Η νύφη λοιπόν, πριν το βράδυ κατά το οποίο κοιμήθηκαν μαζί στο νυφικό κρεβάτι, ένιωσε πως, αφού ακούστηκε βροντή, έπεσε κεραυνός στην κοιλιά της και από το χτύπημα άναψε μεγάλη φωτιά, η οποία στη συνέχεια, αφού έσκασε σε φλόγες προς όλες τις κατευθύνσεις, έσβησε. [2.4] Ύστερα από καιρό μετά τον γάμο ο Φίλιππος είδε όνειρο ότι έβαλε ο ίδιος σφραγίδα στην κοιλιά της γυναίκας. Το έμβλημα της σφραγίδας παρίστανε κατά τη γνώμη του ένα λιοντάρι. [2.5] Κι ενώ οι άλλοι μάντεις ερμήνευαν το όνειρο διακατεχόμενοι από υποψίες ότι ο Φίλιππος χρειαζόταν να είναι πολύ προσεκτικός σχετικά με τον γάμο του, ο Αρίστανδρος από την Τελμησσό είπε ότι η γυναίκα ήταν έγκυος, γιατί καμιά σφραγίδα δεν αποτυπώνεται πάνω σε κάτι άδειο· και μάλιστα κυοφορεί παιδί ζωηρό σαν λιοντάρι. [2.6] Κάποτε, ενώ κοιμόταν η Ολυμπιάδα, είδαν φίδι τεντωμένο δίπλα στο κορμί της και λένε ότι αυτός κυρίως ήταν ο λόγος που ο Φίλιππος άμβλυνε την αγάπη και τις φιλοφροσύνες του, με αποτέλεσμα να μην πηγαίνει συχνά να πλαγιάσει δίπλα της, είτε επειδή φοβήθηκε μάγια επάνω του και δηλητήρια από τη γυναίκα του είτε επειδή δικαιολογούσε την έλλειψη επαφής, γιατί πίστευε ότι η γυναίκα αυτή συνευρίσκετο με κάποιο ανώτερο ον. [2.7] Σχετικά με αυτά υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, ότι όλες οι γυναίκες σε εκείνα τα μέρη ήταν μυημένες στα Ορφικά και στις οργιαστικές τελετές του Διονύσου από τα πολύ παλαιά χρόνια, που επονομάζονταν Κλώδωνες και Μιμαλλόνες, και ότι κάνουν πολλά όμοια με τις Ηδωνίδες και τις Θρακιώτισσες της περιοχής του Αίμου. [2.8] Από αυτές φαίνεται πως προήλθε η λέξη «θρησκεύω» κατά τον εορτασμό υπερβολικών και ασυνήθιστων τελετών. [2.9] H Ολυμπιάδα όμως, καθώς ενθουσιαζόταν από τη μύηση περισσότερο από τις άλλες γυναίκες και εκδήλωνε τις εμπνεύσεις με πιο άγριο τρόπο, έφερνε στις παρέες μεγάλα εξημερωμένα φίδια, που πολλές φορές, βγαίνοντας από τον κισσό και τα κάνιστρα των μυστηρίων, περιτυλίγονταν στα ραβδιά και τα στεφάνια των γυναικών και καταφόβιζαν τους άνδρες.