Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (12.1-12.6)


[12.1] Ὃ δὲ πλείστην μὲν ἡδονὴν ταῖς Ἀθήναις καὶ κόσμον ἤνεγκε, μεγίστην δὲ τοῖς ἄλλοις ἔκπληξιν ἀνθρώποις, μόνον δὲ τῇ Ἑλλάδι μαρτυρεῖ μὴ ψεύδεσθαι τὴν λεγομένην δύναμιν αὐτῆς ἐκείνην καὶ τὸν παλαιὸν ὄλβον, ἡ τῶν ἀναθημάτων κατασκευή, τοῦτο μάλιστα τῶν πολιτευμάτων τοῦ Περικλέους ἐβάσκαινον οἱ ἐχθροὶ καὶ διέβαλλον ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, βοῶντες ὡς ὁ μὲν δῆμος ἀδοξεῖ καὶ κακῶς ἀκούει, τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων χρήματα πρὸς αὑτὸν ἐκ Δήλου μεταγαγών, ἣ δ᾽ ἔνεστιν αὐτῷ πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας εὐπρεπεστάτη τῶν προφάσεων, δείσαντα τοὺς βαρβάρους ἐκεῖθεν ἀνελέσθαι καὶ φυλάττειν ἐν ὀχυρῷ τὰ κοινά, ταύτην ἀνῄρηκε Περικλῆς, [12.2] καὶ δοκεῖ δεινὴν ὕβριν ἡ Ἑλλὰς ὑβρίζεσθαι καὶ τυραννεῖσθαι περιφανῶς, ὁρῶσα τοῖς εἰσφερομένοις ὑπ᾽ αὐτῆς ἀναγκαίως πρὸς τὸν πόλεμον ἡμᾶς τὴν πόλιν καταχρυσοῦντας καὶ καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῖκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς καὶ ἀγάλματα καὶ ναοὺς χιλιοταλάντους. [12.3] ἐδίδασκεν οὖν ὁ Περικλῆς τὸν δῆμον, ὅτι χρημάτων μὲν οὐκ ὀφείλουσι τοῖς συμμάχοις λόγον, προπολεμοῦντες αὐτῶν καὶ τοὺς βαρβάρους ἀνείργοντες, οὐχ ἵππον, οὐ ναῦν, οὐχ ὁπλίτην, ἀλλὰ χρήματα μόνον τελούντων, ἃ τῶν διδόντων οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τῶν λαμβανόντων, ἂν παρέχωσιν ἀνθ᾽ οὗ λαμβάνουσι, [12.4] δεῖ δὲ τῆς πόλεως κατεσκευασμένης ἱκανῶς τοῖς ἀναγκαίοις πρὸς τὸν πόλεμον, εἰς ταῦτα τὴν εὐπορίαν τρέπειν αὐτῆς, ἀφ᾽ ὧν δόξα μὲν γενομένων ἀίδιος, εὐπορία δὲ γινομένων ἑτοίμη παρέσται, παντοδαπῆς ἐργασίας φανείσης καὶ ποικίλων χρειῶν, αἳ πᾶσαν μὲν τέχνην ἐγείρουσαι, πᾶσαν δὲ χεῖρα κινοῦσαι, σχεδὸν ὅλην ποιοῦσιν ἔμμισθον τὴν πόλιν, ἐξ αὑτῆς ἅμα κοσμουμένην καὶ τρεφομένην. [12.5] τοῖς μὲν γὰρ ἡλικίαν ἔχουσι καὶ ῥώμην αἱ στρατεῖαι τὰς ἀπὸ τῶν κοινῶν εὐπορίας παρεῖχον, τὸν δ᾽ ἀσύντακτον καὶ βάναυσον ὄχλον οὔτ᾽ ἄμοιρον εἶναι λημμάτων βουλόμενος, οὔτε λαμβάνειν ἀργὸν καὶ σχολάζοντα, μεγάλας κατασκευασμάτων ἐπιβολὰς καὶ πολυτέχνους ὑποθέσεις ἔργων διατριβὴν ἐχόντων ἐνέβαλε φέρων εἰς τὸν δῆμον, ἵνα μηδὲν ἧττον τῶν πλεόντων καὶ φρουρούντων καὶ στρατευομένων τὸ οἰκουροῦν ἔχῃ πρόφασιν ἀπὸ τῶν δημοσίων ὠφελεῖσθαι καὶ μεταλαμβάνειν. [12.6] ὅπου γὰρ ὕλη μὲν ἦν λίθος, χαλκός, ἐλέφας, χρυσός, ἔβενος, κυπάρισσος, αἱ δὲ ταύτην ἐκπονοῦσαι καὶ κατεργαζόμεναι τέχναι τέκτονες, πλάσται, χαλκοτύποι, λιθουργοί, βαφεῖς χρυσοῦ, μαλακτῆρες ἐλέφαντος, ζωγράφοι, ποικιλταί, τορευταί, πομποὶ δὲ τούτων καὶ κομιστῆρες ἔμποροι καὶ ναῦται καὶ κυβερνῆται κατὰ θάλατταν, οἱ δὲ κατὰ γῆν ἁμαξοπηγοὶ καὶ ζευγοτρόφοι καὶ ἡνίοχοι καὶ καλωστρόφοι καὶ λινουργοὶ καὶ σκυτοτόμοι καὶ ὁδοποιοὶ καὶ μεταλλεῖς, ἑκάστη δὲ τέχνη, καθάπερ στρατηγὸς ἴδιον στράτευμα, τὸν θητικὸν ὄχλον καὶ ἰδιώτην συντεταγμένον εἶχεν, ὄργανον καὶ σῶμα τῆς ὑπηρεσίας γινόμενον, εἰς πᾶσαν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡλικίαν καὶ φύσιν αἱ χρεῖαι διένεμον καὶ διέσπειρον τὴν εὐπορίαν.


ΤΑ ΑΘΑΝΑΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ (Κεφ. 12 - 14)
Ο εξωραϊσμός της Αθήνας με τα συμμαχικά χρήματα. Ευημερία των Αθηναίων.
[12.1] Αλλά εκείνο προπάντων που ευχαρίστησε πάρα πολύ τους Αθηναίους και ομόρφυνε την πόλη, που προκάλεσε την πιο μεγάλη έκπληξη στους ξένους, που μόνο αυτό μαρτυρεί πως η περιλάλητη εκείνη δύναμη και η παλαιά ευτυχία των Ελλήνων δεν είναι γέννημα φαντασίας παρά πραγματική αλήθεια, υπήρξε η κατασκευή των αθάνατων μνημείων στην Αθήνα. Μα αυτό ακριβώς περισσότερο απ᾽ όλα τα πολιτικά έργα του Περικλή φθονούσαν και κατηγορούσαν οι εχθροί του. Φώναζαν στις συνεδριάσεις του δήμου ότι ο λαός δυσφημείται και κακολογείται, γιατί πήρε από τη Δήλο τα κοινά χρήματα των Ελλήνων και τα έφερε στην Αθήνα. Η μόνη εύλογη πρόφαση που μπορούσε να αντιτείνει στους κατηγόρους του, ήταν ότι πήρε τα κοινά χρήματα από τους συμμάχους, για να τα φυλάξει σε ασφαλισμένο μέρος, γιατί φοβήθηκε τους βαρβάρους· τώρα, λένε οι κατήγοροι, και αυτή την πρόφαση την έχει ανατρέψει ο Περικλής. [12.2] Και προσθέτουν: «Έτσι οι Έλληνες σχηματίζουν την εντύπωση ότι εξευτελίζονται φοβερά και τυραννούνται ολοφάνερα, γιατί βλέπουν ότι όσα αυτοί είναι αναγκασμένοι να συνεισφέρουν για τον πόλεμο εμείς τα χρησιμοποιούμε για να κάμουμε ολόχρυση την πόλη μας, να τη στολίσουμε σα γυναίκα φιλάρεσκη και να την πλουτίσουμε με λίθους πολυτελείας, με αγάλματα και με χιλιοτάλαντους ναούς». [12.3] Αλλά ο Περικλής απαντούσε σ᾽ αυτά και έλεγε στο λαό ότι δεν έχουν να δώσουν κανένα λόγο στους συμμάχους για τα χρήματα, γιατί οι Αθηναίοι πολεμούν για όλους τους συμμάχους και κρατούν μακριά από την Ελλάδα τους βαρβάρους. «Οι σύμμαχοι», έλεγε ο Περικλής, «δέν παρέχουν ούτε ένα άλογο ούτε ένα πλοίο ούτε έναν οπλίτη· το μόνο που προσφέρουν είναι τα χρήματα. Αλλ᾽ αυτά δεν ανήκουν πια σ᾽ εκείνους που τα δίνουν, παρά σ᾽ εκείνους που τα παίρνουν, αν τους παρέχουν εκείνο για το οποίο τα παίρνουν. [12.4] Αφού λοιπόν η πόλη μας είναι αρκετά εφοδιασμένη με ό,τι χρειάζεται για τον πόλεμο, πρέπει όσα περισσεύουν να τα διαθέτει για έργα τέτοια που, όταν γίνουν, θα της φέρουν αθάνατη δόξα και, κατά τη διάρκεια που γίνονται, θα της εξασφαλίζουν την ευημερία της· γιατί με τα έργα αυτά δημιουργούνται εργασίες κάθε είδους και ποικίλες ανάγκες, που θέτουν σε κίνηση όλες τις τέχνες και απασχολούν όλα τα εργατικά χέρια, ώστε όλοι σχεδόν οι πολίτες να έχουν μια πρόσοδο για τη ζωή τους και με αυτό τον τρόπο η πόλη από τον ίδιο τον εαυτό της να στολίζεται και να τρέφεται». [12.5] Σ᾽ εκείνους που είχαν την κατάλληλη ηλικία και σωματική ικανότητα για πόλεμο, οι εκστρατείες έδιναν τα μέσα να συντηρηθούν από το κοινό ταμείο. Ο Περικλής όμως ήθελε και ο εργατικός λαός που δεν έπαιρνε μέρος στις εκστρατείες να μη στερείται και αυτός από κάθε χρηματική πρόσοδο, ούτε όμως να την παίρνει μένοντας άνεργος και οκνηρός. Για τούτο έστρεψε αποφασιστικά το λαό προς τα μεγαλεπήβολα κατασκευάσματα και σε σχέδια έργων που απαιτούν πολλούς ειδικούς τεχνίτες και παρέχουν μακρόχρονη εργασία. Με αυτό τον τρόπο και το μέρος εκείνο του λαού που έμενε μέσα στην πόλη θα μπορούσε δικαιολογημένα να ωφελείται και να παίρνει μέρος στα δημόσια έσοδα, όπως οι ναύτες, οι φρουροί και οι στρατιώτες. [12.6] Έτσι δημιουργήθηκε ένας μεγάλος κύκλος εργασιών: ως πρώτα υλικά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν λιθάρι, χαλκός, ελεφαντόδοντο, χρυσάφι, έβενο, ξύλο κυπαρισσιού και άλλα· οι τεχνίτες που θα τα χρησιμοποιούσαν και θα τα κατεργάζονταν ήταν ξυλουργοί, γλύπτες, χαλκουργοί, μαρμαράδες, επιχρυσωτές, ελεφαντουργοί, ζωγράφοι, κοσμηματογράφοι, τορνευτές· αυτοί που θα αναλάβαιναν την αποστολή και μεταφορά τους ήταν για τη θάλασσα έμποροι και ναύτες και κυβερνήτες πλοίων, και για την ξηρά αμαξουργοί, καραγωγείς, αμαξηλάτες, σκοινοποιοί, λιναράδες, εργάτες δερμάτων, οδοποιοί, μεταλλωρύχοι· και κάθε τέχνη, όπως ένας στρατηγός έχει το δικό του στράτευμα, είχε ένα πλήθος εργατών και βοηθών συνταγμένο που χρησίμευε ως όργανο και σώμα της υπηρεσίας της. Έτσι οι πολλαπλές ανάγκες που παρουσιάζονταν για όλες αυτές τις εργασίες μοίραζαν και σκορπούσαν, μπορεί να πει κανείς, την ευημερία σε όλους τους πολίτες, οποιαδήποτε ηλικία και αν είχαν και οποιαδήποτε φυσική δεξιότητα.