Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (9-11)

ΖΕΥΣ
[9] Καὶ μὴν οὐ παροπτέος ἁνὴρ οὐδὲ ἀμελητέος· εἰκότως γὰρ ἠγανάκτει δυστυχῶν· ἐπεὶ καὶ ὅμοια ποιήσομεν τοῖς καταράτοις κόλαξιν ἐκείνοις ἐπιλελησμένοι ἀνδρὸς τοσαῦτα μηρία ταύρων τε καὶ αἰγῶν πιότατα καύσαντος ἡμῖν ἐπὶ τῶν βωμῶν· ἔτι γοῦν ἐν ταῖς ῥισὶ τὴν κνῖσαν αὐτῶν ἔχω. πλὴν ὑπ᾽ ἀσχολίας τε καὶ θορύβου πολλοῦ τῶν ἐπιορκούντων καὶ βιαζομένων καὶ ἁρπαζόντων, ἔτι δὲ καὶ φόβου τοῦ παρὰ τῶν ἱεροσυλούντων —πολλοὶ γὰρ οὗτοι καὶ δυσφύλακτοι καὶ οὐδὲ ὀλίγον καταμύσαι ἡμῖν ἐφιᾶσι— πολὺν ἤδη χρόνον οὐδὲ ἀπέβλεψα ἐς τὴν Ἀττικήν, καὶ μάλιστα ἐξ οὗ φιλοσοφία καὶ λόγων ἔριδες ἐπεπόλασαν αὐτοῖς· μαχομένων γὰρ πρὸς ἀλλήλους καὶ κεκραγότων οὐδὲ ἐπακούειν ἔστι τῶν εὐχῶν· ὥστε ἢ ἐπιβυσάμενον χρὴ τὰ ὦτα καθῆσθαι ἢ ἐπιτριβῆναι πρὸς αὐτῶν, ἀρετήν τινα καὶ ἀσώματα καὶ λήρους μεγάλῃ τῇ φωνῇ συνειρόντων. διὰ ταῦτά τοι καὶ τοῦτον ἀμεληθῆναι συνέβη πρὸς ἡμῶν οὐ φαῦλον ὄντα.
[10] Ὅμως δὲ τὸν Πλοῦτον, ὦ Ἑρμῆ, παραλαβὼν ἄπιθι παρ᾽ αὐτὸν κατὰ τάχος· ἀγέτω δὲ ὁ Πλοῦτος καὶ τὸν Θησαυρὸν μεθ᾽ αὑτοῦ καὶ μενέτωσαν ἄμφω παρὰ τῷ Τίμωνι μηδὲ ἀπαλλαττέσθωσαν οὕτω ῥᾳδίως, κἂν ὅτι μάλιστα ὑπὸ χρηστότητος αὖθις ἐκδιώκῃ αὐτοὺς τῆς οἰκίας. περὶ δὲ τῶν κολάκων ἐκείνων καὶ τῆς ἀχαριστίας ἣν ἐπεδείξαντο πρὸς αὐτόν, καὶ αὖθις μὲν σκέψομαι καὶ δίκην δώσουσιν, ἐπειδὰν τὸν κεραυνὸν ἐπισκευάσω· κατεαγμέναι γὰρ αὐτοῦ καὶ ἀπεστομωμέναι εἰσὶ δύο ἀκτῖνες αἱ μέγισται, ὁπότε φιλοτιμότερον ἠκόντισα πρῴην ἐπὶ τὸν σοφιστὴν Ἀναξαγόραν, ὃς ἔπειθε τοὺς ὁμιλητὰς μηδὲ ὅλως εἶναί τινας ἡμᾶς τοὺς θεούς. ἀλλ᾽ ἐκείνου μὲν διήμαρτον —ὑπερέσχε γὰρ αὐτοῦ τὴν χεῖρα Περικλῆς— ὁ δὲ κεραυνὸς εἰς τὸ Ἀνακεῖον παρασκήψας ἐκεῖνό τε κατέφλεξε καὶ αὐτὸς ὀλίγου δεῖν συνετρίβη περὶ τῇ πέτρᾳ. πλὴν ἱκανὴ ἐν τοσούτῳ καὶ αὕτη τιμωρία ἔσται αὐτοῖς, ὑπερπλουτοῦντα τὸν Τίμωνα ὁρῶσιν.
ΕΡΜΗΣ
[11] Οἷον ἦν τὸ μέγα κεκραγέναι καὶ ὀχληρὸν εἶναι καὶ θρασύν. οὐ τοῖς δικαιολογοῦσι μόνοις, ἀλλὰ καὶ τοῖς εὐχομένοις τοῦτο χρήσιμον· ἰδού γέ τοι αὐτίκα μάλα πλούσιος ἐκ πενεστάτου καταστήσεται ὁ Τίμων βοήσας καὶ παρρησιασάμενος ἐν τῇ εὐχῇ καὶ ἐπιστρέψας τὸν Δία· εἰ δὲ σιωπῇ ἔσκαπτεν ἐπικεκυφώς, ἔτι ἂν ἔσκαπτεν ἀμελούμενος.

ΖΕΥΣ
[9] Αν είναι έτσι, δεν πρέπει να αδιαφορήσουμε γι᾽ αυτόν τον άνθρωπο και να τον παραμελήσουμε, γιατί δικαιολογημένα ήταν αγανακτισμένος με τη δυστυχία του. Αλλιώς θα φερθούμε κι εμείς όπως εκείνοι οι καταραμένοι κόλακες, αν ξεχάσουμε έναν άνθρωπο που έκαψε πάνω στους βωμούς, για να μας τιμήσει, τόσα παχιά μεριά από βόδια και γίδια. Ακόμη έχω στα ρουθούνια μου την κνίσα τους. Με τις διάφορες ασχολίες μου όμως και τις φασαρίες που κάνουν οι επίορκοι, οι βιαστές και οι άρπαγες, αλλά και από το φόβο των ιεροσύλων —είναι πολλοί και δύσκολα μπορείς να τους προσέχεις και δε μας αφήνουν ούτε για λίγο τα μάτια να κλείσουμε— εδώ και πολύν καιρό ούτε ματιά δεν έριξα στην Αττική. Προπάντων από τότε που οι φιλόσοφοι και οι καβγάδες τους πλήθυναν. Με τις λογομαχίες και τις φωνές τους, ούτε τις προσευχές δεν είναι δυνατό να ακούω. Γι᾽ αυτό λοιπόν πρέπει ή να κάθομαι με βουλωμένα τα αυτιά, ή να ξεκουφαθώ ακούοντάς τους να μιλούν με δυνατή φωνή για αρετή και ασώματα και ανοησίες. Έτσι έγινε και παραμελήσαμε τούτον τον άνθρωπο, που για μας δε στάθηκε κακός.
[10] Όμως, Ερμή, πάρε τον Πλούτο και τρέξε κοντά του. Ο Πλούτος να πάρει και το Θησαυρό μαζί του. Να μείνουν και οι δυο κοντά στον Τίμωνα, να μη φύγουν έτσι εύκολα, ακόμη και αν αυτός από χρηστότητα πάλι τους διώχνει από το σπίτι.
Όσο για τους κόλακες και την αχαριστία που του έδειξαν, θα το ξανασκεφτώ και θα τους τιμωρήσω, μόλις επισκευάσω τον κεραυνό. Είναι τσακισμένες και στομωμένες δυο του ακτίνες, οι μεγαλύτερες, από τότε που τις εξακόντισα με δύναμη καταπάνω στο σοφιστή Αναξαγόρα, που στις συζητήσεις του προσπαθούσε να πείσει πως δεν είμαστε τίποτε εμείς οι θεοί. Μα εκείνον δεν τον πέτυχα —γιατί άπλωσε ο Περικλής το χέρι του και τον προστάτεψε— και ο κεραυνός έπεσε πάνω στο Ανακείο, το κατέστρεψε και παραλίγο να τσακιστεί και ο ίδιος πάνω στην πέτρα. Ωστόσο αρκετή τιμωρία στο μεταξύ θα είναι γι᾽ αυτούς να βλέπουν τον Τίμωνα πάμπλουτο.
ΕΡΜΗΣ
[11] Πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να βάζει κανείς τις φωνές, να γίνεται ενοχλητικός και θρασύς. Είναι χρήσιμο αυτό όχι μόνο στους συνηγόρους, αλλά και σ᾽ αυτούς που κάνουν την προσευχή τους. Νά, ο Τίμων τώρα με το να βάλει τις φωνές και να πει θαρραλέα στην προσευχή του τις αλήθειες αναγκάζοντας το Δία να στραφεί και να τον κοιτάξει, από πάμπτωχος θα γίνει αμέσως πολύ πλούσιος. Αν όμως σκυμμένος έσκαβε χωρίς μιλιά, ακόμα θα έσκαβε παραμελημένος.