ΤΙΜΩΝ [49] Νά, έρχεται και τρίτος, ο ρήτορας Δημέας, με ψήφισμα στα χέρια και λέει ότι είναι συγγενής μας. Αυτός, ενώ από δικά μου πλήρωσε στην πόλη δεκαέξι τάλαντα εντός μιας ημέρας —είχε καταδικαστεί και τον έβαλαν φυλακή, επειδή δεν τα έδινε, κι εγώ τον λυπήθηκα και τον ελευθέρωσα— όταν προχθές κληρώθηκε να μοιράζει τα θεωρικά στην Ερεχθηίδα φυλή κι εγώ πήγα να ζητήσω το ποσό μου, είπε πως δε με ήξερε για πολίτη. ΔΗΜΕΑΣ [50] Χαίρε, Τίμων, η μεγάλη δόξα της γενιάς, το στήριγμα των Αθηνών, ο προμαχώνας της Ελλάδας. Συγκεντρωμένος από ώρα πολλή ο λαός και οι δύο βουλές σε περιμένουν. Πρωτύτερα όμως άκουσε το ψήφισμα, που έχω γράψει για εσένα. «Επειδή ο Τίμων ο Εχεκρατίδης από τον Κολλυτό, όχι μόνο καλός και αγαθός αλλά και σοφός όσο κανένας άλλος στην Ελλάδα, πράττει πάντα για την πόλη τα πιο σωστά και επειδή έχει νικήσει στην Ολυμπία την ίδια μέρα στην πυγμαχία και στην πάλη, στο τρέξιμο, στο άρμα και στο δίφρο τον πωλικό—» ΤΙΜΩΝ Μα εγώ ούτε θεατής πήγα ποτέ στην Ολυμπία. ΔΗΜΕΑΣ Και τί σημασία έχει; Θα πας αργότερα. Καλύτερα είναι κάτι τέτοια να προστεθούν πολλά. «Και ανδραγάθησε υπέρ της πόλεως πέρυσι στις Αχαρνές και τσάκισε δύο τμήματα Πελοποννησίων—» ΤΙΜΩΝ [51] Πώς; μη έχοντας όπλα ούτε στον κατάλογο γράφτηκα. ΔΗΜΕΑΣ Μιλάς με μετριοφροσύνη για τον εαυτό σου, αλλά εμείς θα ήμαστε αχάριστοι, αν τα ξεχνούσαμε. «Ακόμη και με ψηφίσματα και συμβουλές και στρατηγίες δεν πρόσφερε μικρές υπηρεσίες στην πόλη· για όλα αυτά ας αποφασίσει η βουλή και ο δήμος και η Ηλιαία χωριστά κατά φυλές και οι δήμοι ξεχωριστά ο καθένας, και όλοι μαζί να στήσουν χρυσό ανδριάντα του Τίμωνα δίπλα στην Αθηνά στην Ακρόπολη με κεραυνό στο δεξί χέρι και ακτίνες στο κεφάλι. Και να τον στεφανώσουν με επτά χρυσά στεφάνια και να αναγγελθούν τα στεφάνια σήμερα κατά την παράσταση νέων τραγωδιών στα Διονύσια. Πρέπει για χάρη του σήμερα να γιορταστούν τα Διονύσια. Την πρόταση έκαμε ο Δημέας ο ρήτορας, στενός συγγενής και μαθητής του. Γιατί ο Τίμων είναι άριστος ρήτορας και όλα τα άλλα όσα θα ᾽θελε να είναι.» [52] Αυτό λοιπόν είναι το ψήφισμα για εσένα. Εγώ μάλιστα ήθελα να σου φέρω και το γιο μου, που προς τιμή σου τον έχω ονομάσει Τίμωνα. ΤΙΜΩΝ Πώς γίνεται, Δημέα, αφού εσύ ούτε έχεις παντρευτεί, απ᾽ όσο τουλάχιστον κι εμείς ξέρουμε; ΔΗΜΕΑΣ Μα θα παντρευτώ, αν δώσει ο θεός, τη χρονιά που μας έρχεται. Θα κάνω παιδί, και το παιδί που θα γεννηθεί —θα είναι βέβαια αγόρι— από τώρα το ονομάζω Τίμωνα. ΤΙΜΩΝ Ε, εσύ, δεν ξέρω αν θα παντρευτείς πια, ύστερα από ένα τέτοιο δικό μου χτύπημα. ΔΗΜΕΑΣ Αλίμονο! Τί είναι τούτο; Επιχειρείς να γίνεις τύραννος και χτυπάς τους ελεύθερους πολίτες, ενώ ούτε γνήσια ελεύθερος, ούτε πολίτης είσαι; Μα γρήγορα θα τιμωρηθείς και για τα άλλα και γιατί έβαλες φωτιά στην Ακρόπολη. ΤΙΜΩΝ [53] Αλλά δεν έχει καεί, άθλιε, η Ακρόπολη. Ολοφάνερο λοιπόν ότι συκοφαντείς. ΔΗΜΕΑΣ Αλλά έγινες πλούσιος, γιατί έσκαψες κρυφά και έφτασες στον οπισθόδομο. ΤΙΜΩΝ Ούτε αυτός έχει σκαφτεί, επομένως και αυτά σου απίστευτα. ΔΗΜΕΑΣ Θα σκαφτεί αργότερα. Εσύ όμως έχεις τώρα όλα όσα ήταν εκεί μέσα. ΤΙΜΩΝ Λοιπόν πάρε και άλλη. ΔΗΜΕΑΣ Ωχ, η πλάτη μου. ΤΙΜΩΝ Μη σκούζεις, γιατί θα σου κατεβάσω και τρίτη. Εξάλλου θα ήμουν εντελώς γελοίος, αν δεν τσάκιζα ένα μιαρό ανθρωπάριο, ενώ κατέσφαξα άοπλος δύο τμήματα Λακεδαιμονίων. Μάταιη θα ήταν και η νίκη μου στην πυγμαχία και στην πάλη στους Ολυμπιακούς αγώνες.
|