Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

15. Ποιος φοβάται τα λατινικά;

15.1. Δείξε μου τη γλώσσα σου να σου πω ποιος είσαι

Οι γλώσσες αντανακλούν τον πνευματικό και υλικό πολιτισμό των ομιλητών τους. Οι καλές τέχνες, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η επιστήμη και η τεχνολογία, καθώς εξελίσσονται και διερευνούν νέους χώρους (ή ξαναεπισκέπτονται τους παλιούς), δημιουργούν νέες λεξιλογικές και εκφραστικές ανάγκες: οι καινούργιες ή αναθεωρημένες έννοιες, ο διαφορετικός τρόπος ερμηνείας του κόσμου και της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στον κόσμο, οι νέες τεχνολογικές μέθοδοι και τα προϊόντα τους ζητούν επειγόντως τη γλωσσική τους επένδυση.

Αλλά η γλώσσα αντανακλά και την ιδιοσυγκρασία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες μιας γλωσσικής κοινότητας. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια γλώσσα είναι πιο «συναισθηματική» από μιαν άλλη, ή να διαπιστώσουμε ότι οι Εσκιμώοι διαθέτουν μερικές δεκάδες λέξεις για να περιγράψουν τον πάγο και το χιόνι ενώ οι κάτοικοι της ερήμου έχουν άλλες τόσες για να αναφερθούν στην άμμο. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γλώσσα μπορεί να είναι πλούσια με τον τρόπο της, ή, για να το πούμε αλλιώς, μια γλώσσα που καλύπτει με επάρκεια τις ανάγκες των ομιλητών της δεν είναι ποτέ φτωχή. Οι γλώσσες είναι, άλλωστε, ολοζώντανοι οργανισμοί που αλλάζουν, προσαρμόζονται, εξελίσσονται και έρχονται σε επαφή με άλλους γλωσσικούς οργανισμούς· κι επειδή, όπως είπαμε, μια γλώσσα ενσωματώνει ένα συγκεκριμένο είδος πολιτισμού, η γλωσσική επαφή καταγράφει πάντα το αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής συνάντησης.

Αλλά η συνάντηση είναι σχεδόν πάντα και μια σύγκριση. Κάνοντας τη σύγκριση, μια κοινότητα ανθρώπων τείνει να πιστεύει ότι «οι άλλοι» είναι πολιτισμικά-γλωσσικά λιγότερο ή περισσότερο προχωρημένοι. Έτσι, στις πρώτες επαφές της με τον ελληνικό πολιτισμό η αγροτική κοινωνία των Ρωμαίων βρέθηκε αντιμέτωπη με ανθρώπους που είχαν διανύσει μακρύ δρόμο τόσο στον υλικό όσο και, κυρίως, στον πνευματικό πολιτισμό. Οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αδιαφορήσουν και να αποφασίσουν ότι ο δικός τους τρόπος ζωής είναι προτιμότερος ή ανώτερος. Αντί γι᾽ αυτό αποφάσισαν ότι ήταν πιο συμφέρον γι᾽ αυτούς να διδαχθούν από τους Έλληνες, και από τη στιγμή που οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρώμης έκαναν μια τέτοια επιλογή, η πολιτισμική και γλωσσική ανωτερότητα της Ελλάδας θεωρήθηκε αυτονόητη. Μερικά από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτισμικής στάσης των Ρωμαίων τα είδαμε στις προηγούμενες σελίδες.

Και είπαμε ότι ήδη από τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι που είχαν κοινωνική δύναμη και επιρροή φρόντισαν να μάθουν όσα ελληνικά μπορούσαν. Την εποχή αυτή η ελληνική γλώσσα (με τη μορφή της λεγόμενης Κοινής) ήταν η ισχυρή γλώσσα της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης και αποτελούσε κοινό κτήμα των μορφωμένων τάξεων ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ελληνική είχε πλούσιο πολιτισμικό μητρώο και δεν εξασφάλιζε μόνο πρακτικές ευκολίες στον ομιλητή της αλλά μπορούσε να του δίνει και μια αίσθηση πνευματικού και διανοητικού κύρους. Αλλά η Ιστορία και οι συγκυρίες της, όπως είναι φυσικό, αλλάζουν προτιμήσεις. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τα ελληνικά, μετά ήρθαν τα λατινικά, στα νεότερα χρόνια η αίγλη πέρασε στα γαλλικά, σήμερα κυριαρχούν τα αγγλικά, καθώς διαβαίνει ο αιώνας μας κι άλλες γλώσσες (όπως τα ισπανικά, για παράδειγμα) αναζητούν τη δική τους ευκαιρία, και ίσως, καθώς πολλοί προβλέπουν, πριν ο αιώνας μας εξαντληθεί τα κινεζικά να αποκτήσουν, εκτός από μακρινό μυστήριο, και πλατιά πρακτική χρησιμότητα. Αλλά ας επιστρέψουμε στο δικό μας ζευγάρι: ελληνικά και λατινικά.