Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.6.3. Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω

Πάνω στον χρόνο έμαθα ότι ήμουν έτοιμος για την πρώτη επίσημη εμφάνισή μου σε μονομαχία. Μέχρι τότε ήξερα μόνο από ψευτομονομαχίες για προπόνηση, αν και μια δυο φορές από εκνευρισμό λίγο έλειψε να «καθαρίσω» κάποιον συμμαθητή μου. Ένα πρωί ο αρχιεκπαιδευτής, παρουσία του Πολέμωνα, μας συγκέντρωσε στη μεγάλη αυλή της Σχολής και μας ανακοίνωσε ότι τριάντα από μας θα ταξίδευαν στη Ρώμη για τους αγώνες μονομαχίας που έδινε ο καίσαρας. Ήμουν φυσικά ένας από τους τριάντα. Μας είπαν ακόμη ότι θα μονομαχούσαμε σε ζεύγη· ο αντίπαλός μας μπορεί να ήταν από άλλη Σχολή, αλλά δεν αποκλειόταν η κλήρωση να μας έφερνε αντιμέτωπους με πρώην συμμαθητές μας. Αυτό το τελευταίο δεν μας άρεσε και πολύ· όταν το ακούσαμε κοιταχτήκαμε σιωπηλά στα μάτια με τον Μυταρά - γιατί ξέραμε ότι διχτάδες και Σαμνίτες ήταν συνδυασμός που πολύ ενθουσίαζε τους ρωμαίους θεατές. Μας έδωσαν κι άλλες οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουμε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα - που θα γινόταν, μας είπαν, στο αμφιθέατρο του Φλαβίου στη Ρώμη, που είχε εγκαινιαστεί πέντε χρόνια νωρίτερα και χωρούσε κάπου 50.000 θεατές.

Ήταν η τέταρτη χρονιά της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού· κι ήταν η δεύτερη φορά, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, που πήγαινα στη Ρώμη, αυτή τη φορά όχι σαν αιχμάλωτος πολέμου αλλά σαν «αριστούχος απόφοιτος» της Σχολής Μονομάχων της Νάπολης. Σεπτέμβρης μήνας κι η πόλη γιόρταζε. Νόμιζα πως οι άμαξες θα μας μετέφεραν κατευθείαν στο αμφιθέατρο για τους αγώνες. Αλλά μας περίμενε μια έκπληξη - και μια εμπειρία από αυτές που δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω.

Όσοι είχαν σχολές μονομάχων, σαν τον Πολέμωνα, είχαν καθιερώσει τη συνήθεια να παραθέτουν επίσημο δείπνο στους μονομάχους που επρόκειτο να αγωνιστούν στην αρένα την επόμενη μέρα. Το δείπνο μας, λοιπόν, γινόταν με την ευγενή χορηγία του δικού μας Πολέμωνα και ενός άλλου σχολάρχη, που οι μονομάχοι του θα έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Το μενού ήταν πολύ πλούσιο· αλλά τι να το κάνεις; Ο ποιητής Οράτιος, αν δεν κάνω λάθος, λέει κάπου ότι και το βασιλικότερο γεύμα είναι άνοστο γι᾽ αυτόν που νιώθει ότι από πάνω του κρέμεται το σπαθί του Δαμοκλή. Από πάνω μας κρέμονταν τα σπαθιά των αυριανών αντιπάλων μας, και συνειδητοποιήσαμε ακριβώς εκείνες τις ώρες ότι για πολλούς από μας εκείνο θα ήταν το τελευταίο δείπνο.

Εκείνο το βράδυ κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το προαίσθημα του θανάτου κάνει τους ανθρώπους να φέρονται με παράξενους τρόπους. Ορισμένοι από τους θανατοποινίτες, που ήξεραν ότι έτσι κι αλλιώς οι ώρες τους ήταν μετρημένες, έτρωγαν ασταμάτητα και με φοβερή βουλιμία ό,τι περνούσε μπροστά από τα μάτια τους και ό,τι μπορούσαν να φτάσουν με τα χέρια τους - μέχρι που έγερναν μισολιπόθυμοι από το φαγητό. Άλλοι έμεναν σιωπηλοί και κοίταζαν στο κενό, ακουμπώντας μετά βίας τα φαγητά. Ο Μυταράς ήταν ένας από αυτούς· γύριζε συχνά και με κοίταζε χωρίς να μιλάει· δεν φαινόταν να φοβάται αλλά ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του και έμενε πολύ μακριά από τις συνηθισμένες γαστριμαργικές επιδόσεις του. Άλλοι πάλι έχαναν σε κάποια στιγμή την ψυχραιμία τους, ξεσπούσαν σε λυγμούς και ζητούσαν να κάνουν τη διαθήκη τους.

Πρέπει να διευκρινίσω ότι αυτό το δείπνο ήταν ελεύθεροι να το παρακολουθούν ως απλοί θεατές διάφοροι περίεργοι, από τους φανατικούς των μονομαχιών, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες φανερώνοντας μια αρρωστημένη ικανοποίηση από το θέαμα. Γι᾽ αυτούς η ιδέα του θανάτου ήταν ένα παιχνίδι που το έβλεπαν από απόσταση ασφαλείας. Προφανώς ηδονίζονταν με το παιχνίδι και διασκέδαζαν με τους ακούσιους παίκτες. Ίσως, είπα τότε στον εαυτό μου, πιο σκληρή κι από τον θάνατο να είναι η ανθρώπινη φύση.

Αλλά στο μεταξύ η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να αποσυρθούμε για ύπνο. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Σκεφτόμουν, και έφερνα τόσο καθαρά στο μυαλό μου για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τους δικούς μου, το χωριό μου στη Γερμανία, τα περήφανα δάση του Μέλανα Δρυμού, όπου μεγάλωσα και όπου ένιωσα τη χαρά της ελευθερίας. Τα έβλεπα καθαρά αλλά και πολύ μακριά, παράξενα μακριά. Στο χάραμα οι φύλακες μας ξύπνησαν φωνάζοντας δυνατά και μας παρότρυναν να ετοιμαστούμε.