Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

3.5.Β.i. Χορική ποίηση

Ο Σιμωνίδης φαίνεται να ήταν ο πρώτος που ανέβασε σε ποιητικά ύψη το Επινίκιο, δοξαστικό τραγούδι για τους νικητές των πανελλήνιων αθλητικών αγώνων (σ. 58-9)· και από τότε έγινε συνήθιο οι νικητές (ιδιαίτερα οι αριστοκράτες και όσοι είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια) να παραγγέλλουν σε γνωστούς ποιητές να συνθέσουν, με μεγάλη αμοιβή, τον ύμνο που επιθυμούσαν να ακουστεί στην υποδοχή τους και να μείνει να θυμίζει τη δόξα τους στις επόμενες γενιές. Εκτός από τον Σιμωνίδη, τέτοια τραγούδια έγραψαν στα πρώιμα κλασικά χρόνια ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.

Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα επινίκια ήταν αφηγηματικά τραγούδια, καθώς οι ποιητές συνήθιζαν να αφιερώνουν λιγότερους στίχους για να περιγράψουν τα αγωνιστικά επιτεύγματα του αθλητή, περισσότερους για να δοξάσουν τον τόπο του και τη γενιά του, συσχετίζοντάς τα με θεούς και ήρωες, ξετυλίγοντας μύθους, θυμίζοντας ιστορικά γεγονότα, σχηματίζοντας ένα τιμητικό πλαίσιο, όπου τώρα, με τη συγκεκριμένη νίκη, ερχόταν να ενταχτεί ένας ακόμα προσωπικός θρίαμβος.

Τα περισσότερα πάλι επινίκια είναι συνθεμένα σε επωδικές τριάδες, ένα σχήμα που παραδίδεται ότι επινοήθηκε στη Μεγάλη Ελλάδα από τον Ίβυκο ή τον Στησίχορο. Κάθε τριάδα αποτελείται από ένα αντιστροφικό ζευγάρι (μια στροφή και μιαν αντιστροφή, συνθεμένες στα ίδια ακριβώς μέτρα, ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν στο ίδιο μέλος) και μιαν επωδό σε μέτρα και μέλος διαφορετικά. Το ίδιο σχήμα επαναλαμβάνεται όσες φορές χρειαστεί.

 

ΠΙΝΔΑΡΟΣ (518-438 π.Χ.)

Θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον.[92]

Απόσπ. 121

Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα. Νέος μαθήτεψε για ένα διάστημα στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με το αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. Ήταν είκοσι χρονών όταν παρουσίασε το πρώτο του έργο, τον Πυθιόνικο για τον Ιπποκλή, γόνο της μεγάλης γενιάς των Αλευαδών της Θεσσαλίας, που είχε νικήσει στον παιδικό δίαυλο. Σιγά σιγά η φήμη του μεγάλωνε, και για χρόνια ταξίδευε παρουσιάζοντας τις χορικές του συνθέσεις όχι μόνο στην Αίγινα, στην Αθήνα και στους Δελφούς, όπου του απονεμήθηκαν μεγάλες τιμές, αλλά και στις Συρακούσες και στον Ακράγαντα, όπου σχετίστηκε στενά με τους τυράννους, στην Κυρήνη, στη Μακεδονία και αλλού. Το 480 π.Χ., όταν ο Ξέρξης πέρασε τις Θερμοπύλες, η Θήβα εμήδισε (πήγε με το μέρος των Περσών), όχι χωρίς τη συναίνεση του ποιητή· όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να πανηγυρίσει αργότερα τις ελληνικές νίκες και να υμνήσει την Αθήνα ως Ἑλλάδος ἔρεισμα (απόσπ. 76).

Επιβεβαιώνοντας την καταγωγή του από τον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και από αρχοντική και πλούσια οικογένεια, ο Πίνδαρος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τις αριστοκρατικές αξίες: την ευγενική καταγωγή, την ευσέβεια, τη σωματική ρώμη και ομορφιά, φυσικά και τον πλούτο. Υψηλή θέση έδινε και στη μουσική τέχνη, που τη θεωρούσε θεϊκό δώρο, όπως άλλωστε δώρο των θεών πίστευε πως ήταν και η ευρωστία των αθλητών και οι επιτυχίες τους στους αγώνες.

Παραγωγικός για περισσότερο από πενήντα χρόνια, ο Πίνδαρος έγραψε και παρουσίασε εγκώμια, επίνικους, θρήνους, παιάνες, παρθένεια, διθυράμβους, προσόδια και υπορχήματα· όμως από τα δεκαεπτά βιβλία, όπου οι αλεξανδρινοί είχαν συγκεντρώσει το έργο του, δε σώθηκαν παρά τέσσερα βιβλία με 44 επίνικους: ένα με Ολυμπιόνικους, ένα με Πυθιόνικους, ένα με Ισθμιόνικους και ένα με Νεμεόνικους. Από τα υπόλοιπα δε σώθηκαν παρά αποσπάσματα.

Η μουσική των ύμνων του μας μένει άγνωστη· όμως τα ποιητικά κείμενα που διαβάζουμε δικαιώνουν τον ενθουσιασμό των αλεξανδρινών φιλολόγων, που και τον μελέτησαν και τον επαίνεσαν πολύ. Ο Πίνδαρος έγραψε στη γλώσσα του έπους, με έντονο δωρικό χρώμα και κάποιες αιολικές αποκλίσεις. Το ύφος του, σοβαρό και μεγαλόπρεπο, όπως ταιριάζει στον επινίκιο έπαινο και στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της γιορτής, βασίζεται σε καλοχτισμένες και βαριοστολισμένες περιόδους, σε εντυπωσιακές εικόνες και στις πολλές γνώμες που, διάσπαρτες στο έργο του, τονίζουν την παντοδυναμία των θεών, την αδυναμία αλλά και τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων.

 

Δίπλα στον Πίνδαρο, που ήταν «Θηβαίος, πιστός στην παλιά παράδοση, βαρύς, δύσκολος, μονότροπος, πρέπει να τοποθετήσουμε τον ομότεχνο και συνομήλικο με τον Πίνδαρο ποιητή, τον Βακχυλίδη από τη Τζια, νεωτερικότερο, ευκολονόητο, πολύτροπο και πολύχρωμο. Και η δικιά του αποστολή ήταν να υμνεί νικητές αγώνων, όμως οι ύμνοι του αφήνουν να προβάλει ένα πνεύμα διαφορετικό: στον Πίνδαρο ο βαρύς Βοιωτός, στον Βακχυλίδη ο χαριτωμένος Ίωνας.»[93]

 

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ (περ. 516-450 π.Χ.)

Ο Βακχυλίδης από τη Τζια ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη, που του δίδαξε την τέχνη της χορωδιακής σύνθεσης. Η ζωή και το έργο του παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη ζωή και το έργο του ανταγωνιστή του, του Πίνδαρου. Όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποίησης και ταξίδεψε παρουσιάζοντας έργα του (διθυράμβους, παιάνες, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, επίνικους, εγκώμια και ερωτικά) σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου· όπως ο Πίνδαρος, επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των ισχυρών, ιδιαίτερα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, και έγραψε τραγούδια για τις νίκες τους στην Ολυμπία και στους Δελφούς·[94] τέλος, όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του σε μυθολογικές αφηγήσεις.

Πολλές οι ομοιότητες, αλλά και οι διαφορές μεγάλες. Η γλώσσα του Βακχυλίδη δεν παρουσιάζει έντονο δωρικό χρώμα και είναι πιο ρευστή από τη γλώσσα του Πίνδαρου· το ύφος του είναι, παρ᾽ όλη την πληθώρα των επιθέτων, πιο ανάλαφρο, και η αφηγηματική του τεχνική, όπως θα το περιμέναμε από ίωνα ποιητή, πιο εκλεπτυσμένη. Από την άλλη μεριά, οι γνώμες του Βακχυλίδη υστερούν σε βάθος, και οι συνθέσεις του ως σύνολο δεν έχουν ούτε την ποιητική πνοή ούτε τη μεγαλοπρέπεια των πινδαρικών ύμνων.

Τα έργα του συγκεντρώθηκαν από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους σε εννέα βιβλία. Το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε, αλλά για καλή μας τύχη ένας πάπυρος διασώζει δεκατρία επινίκια, ένας άλλος έξι ύμνους (διθυράμβους και νόμους), που κιόλας οι τίτλοι τους (Ἀντηνορίδαι, Ἰώ, Ἴδας, Θησεύς κ.ά.) φανερώνουν τον μυθολογικό-αφηγηματικό τους χαρακτήρα.

 

Ο διθύραμβος, απ᾽ όπου πιστεύουμε ότι ξεκίνησε η τραγωδία (σ. 75), εξακολούθησε να αποτελεί απαραίτητο μουσικό συστατικό στις γιορτές του Διονύσου· προς το τέλος μάλιστα του 6ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε να γίνεται στα Μεγάλα Διονύσια χωριστός διαγωνισμός για τους κυκλικούς Χορούς των διθυράμβων - πενήντα παιδιά ή άντρες που χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού. Για το βραβείο συναγωνίζονταν σημαντικοί ποιητές, όπως ο Σιμωνίδης (σ. 58-9), ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.π.

Μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε το σοφιστικό κίνημα, ο διθύραμβος απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή του μορφή: η ποιητική γλώσσα στολίστηκε επιδεικτικά, η μουσική σύνθεση λευτερώθηκε από τους παραδοσιακούς κανόνες και κυριάρχησε απέναντι στον λόγο. Ανακατεύονταν οι ρυθμοί, παράλλαζαν οι μουσικές κλίμακες, και η χορική εκφορά τύχαινε να διακόπτεται από μονωδίες. Με αυτή τη μορφή ο νέος διθύραμβος και οι μεταρρυθμιστές διθυραμβοδιδάσκαλοι φυσικό ήταν να αποτελέσουν στόχο των κωμωδιογράφων, όπως άλλωστε στόχο των κωμωδιογράφων αποτέλεσαν και από τους τραγικούς ο Ευριπίδης και ο Αγάθων, που τα χορικά τους τραγούδια επηρεάζονταν από τους νέους μουσικούς τρόπους.

92 «Αφανίζεται τ᾽ όμορφο έργο, όταν το σκεπάσει σιωπή.»

93 Οι χαρακτηρισμοί είναι του I. Θ. Κακριδή στο Έλα Αφροδίτη ανθοστεφανωμένη, Αθήνα 1983, σ. 132.

94 Ο Ιέρων και άλλοι μεγαλουσιάνοι δεν αγωνίζονταν οι ίδιοι, μόνο έπαιρναν μέρος στους ιππικούς αγώνες και στις αρματοδρομίες, όπου το στεφάνι της νίκης δε δινόταν στον ιππέα ή στον ηνίοχο αλλά στον ιδιοκτήτη των αλόγων και του άρματος.