Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

1.2. Η προφορική παράδοση

Εμείς, που από μικρά παιδιά μάθαμε να διαβάζουμε και να γράφουμε, και που ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος βιβλία, εφημερίδες, επιγραφές κλπ., δυσκολευόμαστε να φανταστούμε μιαν εποχή όπου η γραφή ήταν άγνωστη, ή δεν ήταν γνωστή παρά σε ελάχιστους, ιερείς ή κρατικούς υπαλλήλους. Ωστόσο, προφορικές κοινωνίες υπήρξαν για χιλιάδες χρόνια πριν από την επινόηση της γραφής· μερικές υπάρχουν και σήμερα σε απομονωμένες περιοχές, όπου οι ανθρωπολόγοι μπορούν ακόμα να μελετήσουν τα χαρακτηριστικά τους.

Στις προφορικές κοινωνίες κάθε λογής πληροφορία και γνώση μεταδίδεται άμεσα, από αυτούς που ξέρουν σε αυτούς που δεν ξέρουν, από τους ηλικιωμένους στους νεότερους, από τη μια γενιά στην επόμενη. Προφορικά διασώζεται η ιστορία του τόπου, της οικογένειας και της φυλής, προφορικά η βιοσοφία και η θρησκευτική πίστη με τους λατρευτικούς της κανόνες, προφορικά οι νόμοι, το εορτολόγιο, οι τεχνικές οδηγίες κλπ. Με τη συχνή επανάληψη τα παραπάνω έχουν την τάση να παγιωθούν, να κρυσταλλώσουν σε μια πετυχημένη διατύπωση που να μπορεί ο καθένας να τη θυμάται εύκολα. Έτσι δημιουργούνται τα γνωμικά, οι παροιμίες και πολλά ακόμα γνωστά και καθιερωμένα φτερωτά λόγια, που ύστερα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, σχεδόν αναλλοίωτα.

Ξεχωριστή κατηγορία φτερωτού λόγου αποτελούν τα τραγούδια: εκφράζουν συναισθήματα (λύπη, χαρά, αγάπη, ενθουσιασμό κλπ.), μεγαλύνουν θεούς και ανθρώπους, πλαισιώνουν τις τελετές, φαιδρύνουν τις συναναστροφές, συνοδεύουν το περπάτημα και τη δουλειά και, κάτι που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αφηγούνται. Οι πεζές προφορικές, περισσότερο ή λιγότερο αληθινές ή φανταστικές, αφηγήσεις δεν έλειψαν και δε θα λείψουν ποτέ· όμως στις προφορικές κοινωνίες η θέση των αφηγηματικών τραγουδιών ήταν, όπως θα δούμε, ιδιαίτερα σημαντική.

Είναι βέβαιο ότι τόσο οι Ινδοευρωπαίοι όσο και οι Προέλληνες είχαν, όπως και κάθε άλλος λαός, τα τραγούδια τους. Για τους Προέλληνες μπορούμε και να το αποδείξουμε: από τις Κυκλάδες, όσο και από την Κρήτη, έχουν σωθεί ειδώλια και απεικονίσεις τραγουδιστών και μουσικών οργάνων.

Το ίδιο ξεκάθαρες είναι και οι μαρτυρίες από τα μυκηναϊκά χρόνια, όταν πια η ινδοευρωπαϊκή και η προελληνική τραγουδιστική παράδοση είχαν συγχωνευτεί.[15] Στο λεγόμενο «παλάτι του Νέστορα», που χτίστηκε στην Πύλο τον 13ο π.Χ. αιώνα, στην αίθουσα του θρόνου εικονίζεται ένας τραγουδιστής με τη λύρα του. Καθιστός στον θαλασσόβραχο, ίσως να υμνούσε τον Ποσειδώνα, που σίγουρα λατρευόταν σε έναν τόπο ναυτικό σαν την Πύλο.

Από τους λατρευτικούς ύμνους στους θεούς υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ένα ιδιαίτερο είδος αφηγηματικών τραγουδιών. Αρχικά διηγόνταν τη θαυμαστή γέννηση, την ευτυχισμένη ζωή, τους έρωτες και τα κατορθώματα ενός θεού, τις νίκες του απέναντι στους εχθρούς, τις ευεργεσίες του στους ανθρώπους κλπ. Στη συνέχεια οι τραγουδιστές άρχισαν με τον ίδιο τρόπο να τραγουδούν την καταγωγή, το μεγαλείο και τις ανδραγαθίες των βασιλιάδων και των ευγενών. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη, καθώς οι βασιλικοί οίκοι θεωρούσαν κατά κανόνα γενάρχη τους κάποιο θεό ή ημίθεο.

Πέντε αιώνες χωρίζουν τον λυριστή στο μυκηναϊκό παλάτι της Πύλου από τον Όμηρο· όμως τους συνδέει μια αδιάσπαστη αλυσίδα από ἀοιδούς ή ραψῳδούς, που για όλο αυτό το διάστημα κράτησαν ζωντανή την πανάρχαιη τραγουδιστική παράδοση. Ένας πολιτισμός έδυσε, άλλος πήρε να ανατέλλει· όμως ο ένας μετά τον άλλον οι τραγουδιστές με τη λύρα δε σταμάτησαν να ξετυλίγουν στα τραγούδια τους παλιές ιστορίες, κατορθώματα θεών και ανθρώπων - όλα στο πλαίσιο της δοξασμένης εποχής των μυκηναίων ηρώων, που όσο απομακρύνονταν χρονολογικά τόσο μεγεθύνονταν και αποκτούσαν τα μυθικά χαρακτηριστικά τους.

Προικισμένα άτομα που να τραγουδούν για την παρέα τους, ή και για τη δική τους μόνο ευχαρίστηση, δεν έλειψαν ευτυχώς ποτέ· και στον μυθικό κόσμο ο Αχιλλέας παρουσιάζεται κάποια στιγμή καθιστός μπροστά στη σκηνή του, με τη λύρα στα χέρια, να «ευφραίνεται ψάλλοντας παλληκαριές μεγάλες» (I 189). Ωστόσο, όταν εδώ μιλούμε για αοιδούς ή ραψωδούς, εννοούμε επαγγελματίες τραγουδιστές, σαν αυτούς που συναντούμε στις πρώιμες κοινωνίες να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες (λατρευτικές, εθιμικές, καλλιτεχνικές κ.ά.). Για να πετύχουν και να αναγνωριστούν, όφειλαν εκτός από το ταλέντο τους να διαθέτουν και ορισμένες γνώσεις και δεξιότητες. Οι μελλοντικοί αοιδοί θα τις αποκτούσαν μαθητεύοντας κοντά σε έναν μεγαλύτερό τους έμπειρο τραγουδιστή, ίσως και σε ένα είδος σχολής, οργανωμένης από τη συντεχνία.

Γενικά, δεν ήταν εύκολο το επάγγελμα του τραγουδιστή. Ο αοιδός έπρεπε να έχει εξασκήσει τη μνήμη του και να παίζει στα δάχτυλα τη μυθολογία. Δεν έφτανε να είναι σε θέση να επαναλάβει γνωστά και πετυχημένα, δικά του ή ξένα, τραγούδια· έπρεπε και να μπορεί να συνθέσει στη στιγμή και να αφηγηθεί ποιητικά, αυτοσχεδιάζοντας, όποια ιστορία παλιά ή καινούργια τού ζητούσαν ή αποφάσιζε να τραγουδήσει. Δύσκολο, αλλά για να το πετυχαίνουν οι αοιδοί είχαν αναπτύξει μιαν ιδιαίτερη τεχνική, βασισμένη στην τυποποίηση.

Την τυποποίηση του ποιητικού λόγου των αοιδών την καθόριζε σε γενικές γραμμές ένας κανόνας: τα ίδια πράγματα λέγονται πάντα με τα ίδια λόγια. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι ο τραγουδιστής είχε στον νου του μια σειρά από προκατασκευασμένες διατυπώσεις, τους λογότυπους, που ταίριαζαν στον στίχο και απόδιδαν τη μία ή την άλλη έννοια. Για παράδειγμα, κάθε φορά που κάποιος έπαιρνε τον λόγο να δώσει μιαν απάντηση, ο αοιδός τραγουδούσε:

τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη… (σ᾽ απάντησή του μίλησε…)

και συμπλήρωνε τον στίχο, ανάλογα με την περίπτωση, χρησιμοποιώντας τυποποιημένες πάλι εκφράσεις, όπως

…ξανθὸς Μενέλαος (…ο ξανθός Μενέλαος)

…νεφεληγερέτα Ζεύς (…ο Δίας που τα σύννεφα συνάζει)

…πολύμητις Ὀδυσσεύς (…ο μυαλωμένος Οδυσσέας).

Όχι σπάνια ο λογότυπος αντιστοιχούσε σε έναν ολόκληρο στίχο. Όταν π.χ. ένας πολεμιστής έπεφτε σκοτωμένος στη μάχη, ο αοιδός τραγουδούσε:

δούπησε δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ

(γδούπησε πέφτοντας και πάνω του βρόντηξαν τ᾽ άρματά του).

Και πάλι, κάθε φορά που ξημέρωνε καινούργια μέρα, ο αοιδός θυμόταν τον λογότυπο

ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠῶς

(κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη).

Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο αοιδός μπορούσε να ενσωματώσει στο τραγούδι του και ολόκληρες τυπικές σκηνές, όπως τις κρατούσε έτοιμες στιχουργημένες στη μνήμη του. Τέτοιες σκηνές ήταν π.χ. η υποδοχή ενός ξένου, η προετοιμασία ενός γεύματος, ο εξοπλισμός ενός πολεμιστή για τη μάχη, η θυσία κ.ά.

Ήταν μεγάλη βοήθεια για τον αοιδό, όταν αυτοσχεδίαζε, να αξιοποιήσει έτοιμο υλικό, ανασυνθέτοντας και προσαρμόζοντάς το στην ιστορία που του ζήτησαν ή που ο ίδιος αποφάσισε να τραγουδήσει. Όμως ούτε ο κανόνας της τυποποίησης ούτε η τραγουδιστική πρακτική απαγόρευαν τους νεωτερισμούς. Κάθε άλλο: οι τραγουδιστές νιώθαν ελεύθεροι να παραλλάξουν λίγο ή πολύ τις τυπικές διατυπώσεις, και από τις παραλλαγές τους οι καλύτερες αργά ή γρήγορα ενσωματώνονταν στο παραδοσιακό υλικό. Ακούγεται παράξενο, αλλά κάθε τυποποίηση προϋποθέτει μια διαδικασία ανανέωσης, όπου το καλύτερο, όταν βρεθεί, αντικαθιστά το καλό.[16]

 

Η τυποποίηση αφορούσε και την ποιητική γλώσσα, γλώσσα τεχνητή που δε μιλήθηκε ποτέ και πουθενά στον αρχαίο κόσμο. Οι γλωσσολόγοι μελετούν τον τρόπο σχηματισμού και τα χαρακτηριστικά της·[17] για μας είναι αρκετό να διαπιστώσουμε δύο λειτουργικά της πλεονεκτήματα:

(α) Σπάνια οι τραγουδιστές έμεναν μόνιμα σε έναν τόπο· τις περισσότερες φορές ταξίδευαν την Ελλάδα, προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι, να παρουσιάσουν τα τραγούδια τους, να διαγωνιστούν σε μουσικούς αγώνες, να πάρουν μέρος σε θρησκευτικές γιορτές και λαϊκά πανηγύρια. Όμως τα πρώιμα εκείνα χρόνια κάθε φύλο μιλούσε τη δική του ελληνική διάλεκτο, κάθε τόπος είχε τη δική του ντοπιολαλιά, και θα ήταν αδύνατο στους αοιδούς να προσαρμόζουν κάθε φορά τα τραγούδια τους στην τοπική γλώσσα. Η δυσκολία ξεπερνιόταν με το να συνθέτουν όλοι τα τραγούδια τους σε αυτή την τεχνητή, μεικτή, πολυσυλλεκτική θα τη λέγαμε σήμερα, γλώσσα, όπου ο κάθε ακροατής συναντούσε πολλά δικά του, αλλά και αρκετά αλλότρια, φωνητικά, λεξιλογικά, γραμματικά κ.ά. στοιχεία.

(β) Την αποδέχονταν αυτή την ποιητική γλώσσα οι ακροατές, όσο και αν καμιά φορά δυσκολεύονταν να την καταλάβουν. Την αποδέχονταν ως τη γλώσσα που μιλιόταν στη μακρινή εκείνη ένδοξη εποχή των ηρώων, τότε που, κατά τον Ησίοδο, «μαζί κάθονταν και συντρώγανε οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους» (απόσπ. 1).


15 Για μιαν ακόμα φορά φαίνεται να κυριάρχησαν τα προελληνικά στοιχεία: από τις λέξεις που σχετίζονται με τη μουσική οι περισσότερες είναι προελληνικές, όπως λύρα, κίθαρις, ἴαμβος, διθύραμβος, ἔλεγος κ.ά.

16 Το ίδιο συμβαίνει και στα έργα της λαϊκής λογοτεχνίας, που η προφορική τους παράδοση ακολουθεί ανάλογους κανόνες (σ. 16-7).

17 Βλ. Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.