Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

11.1. Το πιο καλό ταξίδι το ᾽δωσε το ναυάγιο

Ο Επίκουρος δεν είχε έρθει ακόμη στην Αθήνα να ιδρύσει τη Σχολή του, όταν γύρω στο 312 π.Χ. ένα πλοίο φορτωμένο πορφύρα από τη Φοινίκη ναυάγησε έξω από τον Πειραιά. Ο νεαρός που συνόδευε το εμπόρευμα σώθηκε και βγήκε στην κοντινή στεριά. Είχε αρκετά χρήματα μαζί του και το πολυσύχναστο λιμάνι μπορούσε εύκολα και ευχάριστα να τα αποσπάσει από έναν εικοσάχρονο: τόσα καταστήματα με μυρωδικά κάθε λογής, βραδινή ζωή με φαγητό, χορό και τραγούδια, καπηλειά που έφερναν κοπέλες από την Ελευσίνα.

Όμως εκείνος ο αδύνατος, ψηλός, μελαχρινός νεαρός δεν στάθηκε. Μια και το εμπόρευμα έδινε χρώμα στον βυθό του Σαρωνικού, του έμενε άφθονος χρόνος ώσπου να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Κίτιο της Κύπρου (τη σημερινή Λάρνακα). Εκεί θα εξηγούσε τα καθέκαστα στον ιδιοκτήτη του εμπορεύματος. Δεν αμφέβαλλε ότι θα τον έπειθε πως το φορτίο είχε βουλιάξει και πως δεν έκλεψε τα χρήματα πουλώντας το. Στο κάτω κάτω, ο Μνασέας, ο έμπορος της πορφύρας, ήταν ο πατέρας του! Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία και τράβηξε για την Αθήνα.

Πήγε κατευθείαν στην Αγορά της πόλης. Δεν του άρεσε και τόσο η πολυκοσμία, οι κραυγές των πωλητών, οι επιδείξεις των ρητόρων, ο εσμός των νέων που περιφέρονταν για να ακούσουν τον έναν ή τον άλλο δάσκαλο. Έτσι, προχωρούσε μέσα στο πλήθος χωρίς να γνωρίζει κανέναν, να βρει μια γωνιά κάπως απόμερη. Στεκόταν στον πάγκο ενός βιβλιοπώλη και διάβαζε στα πεταχτά το δεύτερο βιβλίο από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μάθαινε για τον Σωκράτη. Στο σπίτι του είχε βιβλία των Σωκρατικών· φρόντιζε και του τα έφερνε ο πατέρας του, που συχνά πυκνά έλειπε στην Αθήνα για δουλειές. Πώς το ᾽φερε η στιγμή (η μοίρα που θα ᾽λεγε κι ο ίδιος αργότερα) και αναρωτήθηκε φωναχτά πού να συχνάζουν τέτοιοι σπουδαίοι άνθρωποι. Τον άκουσε ο βιβλιοπώλης, από εκείνους τους λίγους που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, και του είπε: «Βλέπεις αυτόν που περνά; Αυτό τον άνθρωπο πρέπει ν᾽ ακολουθήσεις.» Ήταν ο Κράτης, ο κυνικός φιλόσοφος. Και ο Ζήνων, έτσι έλεγαν τον νεαρό, τον ακολούθησε. Και άφησε το εμπόριο και το Κίτιο, και έμεινε στην Αθήνα και στη φιλοσοφία.

Κάποιοι έλεγαν ότι η αιτία που ο Ζήνων στράφηκε στη φιλοσοφία ήταν ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών. Ρώτησε τον θεό τι πρέπει να κάνει για να ζήσει μια άριστη ζωή, και η Πυθία τού αποκρίθηκε ότι πρέπει να συναναστρέφεται με τους νεκρούς. Ο Ζήνων έπιασε το υπονοούμενο - ή, τουλάχιστον, έτσι νόμισε. Δεν έγινε γιατρός ούτε νεκροθάφτης, δεν αυτοκτόνησε ούτε έγινε μέντιουμ. Έγινε φιλόσοφος, για να επικοινωνήσει με το πνεύμα και το γράμμα των αρχαίων σοφών.

Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι απλώς ξεπούλησε στην Αθήνα το εμπόρευμα, ή ότι έβγαλε λεφτά δανείζοντας με τόκο από τη μεγάλη περιουσία του, που την υπολόγιζαν στα χίλια τάλαντα.

Ό,τι κι αν έλεγαν, σε ένα συμφωνούσαν: ότι ο Ζήνων μεταστράφηκε στη φιλοσοφία και αφιερώθηκε σε αυτήν. Εξάλλου, από τότε άρεσαν οι εντυπωσιακές ιστορίες που αφηγούνταν τη ριζική μεταστροφή της ζωής κάποιου ξεχωριστού ανθρώπου. Το σημαντικό ήταν ότι ο Ζήνων άφησε μια ζωή που του πρόσφερε πολλά και, καθώς ήταν νέος ακόμη, του υποσχόταν περισσότερα. Ξέκοψε από την καθημερινή ζωή, τον συνηθισμένο τρόπο να βλέπει τα πράγματα και να πράττει, να ασκεί το επάγγελμά του και να ικανοποιεί τις τρέχουσες ανάγκες του. Επέλεξε τον φιλοσοφικό βίο: να ζει μέσα στον κόσμο, αλλά διαφορετικά από τον κόσμο.