Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

10.10. Κι ο θάνατος δεν θα ᾽χει καμιά εξουσία

Έζησε πολλά χρόνια ο Επίκουρος, πέρασε χαρές τριγυρισμένος από αγαπημένους φίλους και μαθητές, αλλά πέρασε και στεναχώριες. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε άνθρωπος: φτώχεια, αρρώστιες, καθημερινά μικροπροβλήματα. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε δάσκαλος: ανταγωνισμό από τους ομότεχνους, αχαριστία και προδοσία από αγαπημένους μαθητές, όπως ο Τιμοκράτης. Κι αν στην καθημερινή μας ζωή μπορεί να υπάρχουν τόσα πράγματα, τόσες καταστάσεις, τόσα πρόσωπα που μας πονούνε, αυτός ο πόνος μοιάζει λίγος μπροστά σε εκείνον που νιώθουμε εξαιτίας του θανάτου.

Πώς τον αντιμετώπισε ο Επίκουρος; Ούτε ο θάνατος, που ταράζει και κάποτε αλλάζει τη ζωή του καθενός, δεν τάραξε τον φιλοσοφικό του βίο; Φτάνουν οι θεωρητικές διαβεβαιώσεις του ότι ο θάνατος δεν μας αφορά; Έστω, να μη φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει· έστω, να μη φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο, γιατί θα κρατήσει λίγο· έστω, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε, γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω μας; Και τι γίνεται με μας, όταν μας αφήνουν τα αγαπημένα μας πρόσωπα;

Ο Επίκουρος συγκλονίστηκε από τον θάνατο του φίλου του και νεότερου του Μητρόδωρου. Άφησε τον εαυτό του να νιώσει λύπη και να ξεσπάσει σε δάκρυα, γιατί η «απάθεια» μπορεί να οφείλεται σε ωμότητα. Δεν έδειξε αδιαφορία, ούτε έμεινε στα λόγια. Απεναντίας, φρόντισε πρακτικά θέματα, για την ανατροφή των παιδιών του φίλου του, για τα έξοδά τους. Αλλά και στη δική του διαθήκη καθόρισε με λεπτομέρειες την τύχη της περιουσίας του. Μα πάνω από όλα ενδιαφέρθηκε για ένα πράγμα: πώς να έχουν τα μέσα και να συνεχίζουν να φιλοσοφούν οι φίλοι και οι μαθητές του, να φιλοσοφούν και να τον θυμούνται. Γιατί μόνο αυτό νικά τον θάνατο, έλεγε: η «γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.

Την τελευταία μέρα της ζωής του, παρά τους πολυήμερους πόνους, έγραψε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα με ατάραχο νου: «Οι πόνοι της κύστης και του στομαχιού συνεχίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Αλλά τους καταπολεμά η χαρά της ψυχής μου από την ανάμνηση των συζητήσεων που κάναμε μαζί.»