Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

6.4. Η απελευθέρωση των Ελλήνων

Την εποχή του Συμμαχικού Πολέμου οι Έλληνες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι η συμφωνία της Ναυπάκτου θα ήταν η τελευταία που πραγματοποιούσαν χωρίς την εμπλοκή των Ρωμαίων. Αυτό που καταλάβαιναν οι περισσότεροι ήταν ότι χρειάζονταν συμμάχους για να επιλύσουν τα χρόνια προβλήματά τους. Εφόσον οι Μακεδόνες είχαν στραφεί προς τους Καρχηδόνιους, οι εχθροί των Μακεδόνων στράφηκαν προς τη Ρώμη. Όταν μάλιστα κατέρρευσε η Καρχηδόνα, η Ρώμη παρέμεινε η μοναδική δύναμη που ήταν σε θέση να συνδράμει τους Έλληνες συμμάχους της - αλλά και να κατακτήσει τον ελληνικό κόσμο.

Ο Πολύβιος πίστεψε ότι η δύναμη της Ρώμης βρισκόταν στο πολίτευμά της. Διέκοψε έτσι τη ροή της αφήγησής του για να το αναλύσει και να το επαινέσει. Ένα ολόκληρο βιβλίο της ιστορίας του το αφιέρωσε στον σκοπό αυτό. Προφανώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που σχημάτισε αυτή τη γνώμη. Μια επιγραφή του 215 που έχει διασωθεί βεβαιώνει ότι ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' ήταν επίσης καλά ενημερωμένος και εντυπωσιασμένος από τις αρετές του ρωμαϊκού πολιτεύματος. Συμβούλευε τους Λαρισαίους να προσφέρουν χωρίς φειδώ τα πολιτικά δικαιώματα, για να δυναμώσει η πόλη τους και να μην καταντά χέρσα η γη: όπως έκαναν οι Ρωμαίοι, που απένειμαν την ιδιότητα του πολίτη ακόμη και στους δούλους τους όταν τους απελευθέρωναν.

Το ρωμαϊκό πολίτευμα ονομαζόταν res publica και μεταφράζεται στα ελληνικά Δημοκρατία (το κεφαλαίο γράμμα επιτρέπει τη διάκριση από τις ελληνικές δημοκρατίες), μολονότι ο ορθός ελληνικός όρος θα ήταν Πολιτεία. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, που το μελέτησε, δεν ήταν εξ ολοκλήρου ούτε αριστοκρατικό ούτε δημοκρατικό, ούτε μοναρχικό. Οι δύο ὕπατοι (consules) ενεργούσαν ως μονάρχες. Όταν δεν απουσίαζαν σε εκστρατεία, είχαν το δικαίωμα να προβαίνουν σε οποιαδήποτε δημόσια ενέργεια. Συγκαλούσαν τις εξαιρετικά επείγουσες συσκέψεις και φρόντιζαν για την εκτέλεση των αποφάσεων. Συγκαλούσαν επίσης την Εκκλησία του Δήμου, ζητώντας επικύρωση για όσα θέματα απαιτούνταν η συγκατάθεση του λαού. Για τις πολεμικές προετοιμασίες είχαν σχεδόν απόλυτη εξουσία. Η Σύγκλητος (την οποία ορισμένοι Έλληνες αποκαλούσαν Γερουσία), το ανώτατο πολιτικό όργανο διοίκησης, ήταν ένα σώμα αριστοκρατικό. Είχε την κυριότητα του ταμείου, ώστε καμία σημαντική δαπάνη δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συναίνεσή της. Δεχόταν τις ξένες πρεσβείες και έστελνε πρεσβείες σε άλλους λαούς, διαμεσολαβώντας ή ανακοινώνοντας την κήρυξη πολέμου. Τα δικαιώματα του λαού θύμιζαν δημοκρατία. Όλα τα αξιώματα απονέμονταν από τον λαό, και όλες οι ποινές, ιδιαιτέρως η θανατική, επιβάλλονταν από τον λαό. Ο λαός ήλεγχε τους νόμους και, το σπουδαιότερο, αποφάσιζε για τον πόλεμο ή την ειρήνη και επικύρωνε τις συμμαχίες. Ακόμη και οι ύπατοι, όταν παρέδιδαν την εξουσία, λογοδοτούσαν στον λαό για τα έργα τους.

Γύρω από τις προθέσεις και τους στόχους της Ρώμης άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση. Πολλοί έσπευσαν να ισχυριστούν ότι η Ρώμη ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ασφάλειά της και ότι χάραζε την πολιτική της στην ανατολική Μεσόγειο βήμα προς βήμα, καθώς εξελίσσονταν τα δεδομένα, χωρίς σχέδιο. Άλλοι είχαν τη βεβαιότητα ότι η Ρώμη ήταν από τη φύση της επιθετική και επεκτατική: δεν θα σταματούσε πριν κατακτήσει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο. Το σίγουρο ήταν ότι η Ρώμη είχε μάθει να ζει πολεμώντας και ότι ο πόλεμος, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές, τη συντηρούσε τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Μόλις αποδεσμεύτηκε από τον Αννίβα, στράφηκε προς την ανατολική Μεσόγειο με αποφασιστικότητα, συνέπεια και διορατικότητα.

 

Το 204 πέθανε ο Πτολεμαίος Δ', αφήνοντας το βασίλειό του στον πεντάχρονο γιο του, τον Πτολεμαίο Ε', που επονομάστηκε Επιφανής (204-180). Ο Αντίοχος Γ' και ο Φίλιππος Ε' αντιλήφθηκαν ότι τη διοίκηση της Αιγύπτου είχαν αναλάβει ιδιοτελείς και ανίκανοι σύμβουλοι. Σύμφωνα με μια φήμη που κυκλοφορούσε επίμονα, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και συμμάχησαν μυστικά, με βασικό στόχο να μοιραστούν μεταξύ τους το αδύναμο πτολεμαϊκό βασίλειο. Η ενδεχόμενη επιτυχία του σχεδίου τους θα ανέτρεπε ριζικά τις ισορροπίες και θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο την Αίγυπτο, αλλά επίσης τις πόλεις και τα έθνη που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Οι αντιδράσεις ήταν έτσι άμεσες και αλυσιδωτές.

Έχοντας εδραιώσει τη θέση του στις ανατολικές σατραπείες, ο Αντίοχος ξεκίνησε το 202 τον Ε' Συριακό Πόλεμο, επιτυγχάνοντας αυτή τη φορά να προσαρτήσει την Κοίλη Συρία και την Παλαιστίνη στο βασίλειό του. Επρόκειτο για μια επιτυχία με στρατηγικά και οικονομικά οφέλη, την οποία οι Σελευκίδες ανέμεναν έναν αιώνα. Ο Αντίοχος πάντως δεν φαίνεται να έδωσε μεγάλη σημασία σε μια λεπτομέρεια. Στη χώρα που είχε κατακτήσει κατοικούσαν οι Ιουδαίοι με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Είχαν απολέσει την πολιτική τους ανεξαρτησία από αιώνες, αλλά διατηρούσαν τη θρησκεία τους που τους έδινε δύναμη και συνοχή. Ζώντας ειρηνικά στο πλαίσιο του πτολεμαϊκού βασιλείου, μετακινούνταν εύκολα από την Παλαιστίνη στην Αίγυπτο και πολλοί είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, συγκροτώντας μια πολυπληθή και δυναμική εθνική ομάδα. Καθώς όμως οι Σελευκίδες πολεμούσαν με τους Πτολεμαίους για την κατοχή της Παλαιστίνης, οι Ιουδαίοι βρέθηκαν παγιδευμένοι σε μια αναμέτρηση που τους αφάνιζε χωρίς να τους αφορά: οὐδὲν ἀπέλειπον χειμαζομένης νεὼς καὶ πονουμένης ὑπὸ τοῦ κλύδωνος («έμοιαζαν σαν καράβι μέσα στην τρικυμία») γράφει ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 265]). Παρόμοια θα αισθάνονταν πολλοί άλλοι λαοί που δεν ανέδειξαν έναν ικανό ιστορικό να αφηγηθεί τα πάθη τους.

Μεγαλύτερη προσοχή ήταν υποχρεωμένος να δώσει ο Αντίοχος στο νέο βασίλειο των Πάρθων, που είχε ιδρυθεί εκείνη την εποχή στα υψίπεδα του Ιράν, εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν η καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η βασιλική δυναστεία των Αρσακιδών ισχυρίστηκε αργότερα ότι καταγόταν από τους Αχαιμενίδες, την εξουσία των οποίων είχε καταλύσει ο Αλέξανδρος.

Ο Φίλιππος, που πολεμούσε στο βόρειο Αιγαίο, κινήθηκε προς τον νότο. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η κατάκτηση της Σάμου. Κύριοι αντίπαλοί του στη θάλασσα αναδείχθηκαν η Ρόδος και το Πέργαμο. Το Πέργαμο ήταν ένα νέο βασίλειο που δημιουργήθηκε στη Μικρά Ασία μετά τον θάνατο του Λυσιμάχου και του Σέλευκου Α'. Ισχυροποιήθηκε από τον Άτταλο Α' (241-197), που αναγορεύτηκε το 238 βασιλιάς και διεύρυνε τα σύνορα της επικράτειάς του. Ο Άτταλος αντιμετώπισε νικηφόρα τους Γαλάτες επιδρομείς και εκμεταλλεύτηκε τις δυσκολίες των Σελευκιδών. Η αντιμακεδονική του πολιτική τον έφερε σε συνεργασία με τους Αιτωλούς. Καθώς οι συγκρούσεις με τον Φίλιππο βρίσκονταν σε εξέλιξη, κατάφερε να κερδίσει και την εύνοια των Αθηναίων προσφέροντάς τους μεγάλες ευεργεσίες.

Οι Αθηναίοι είχαν κάνει το λάθος να καταδικάσουν σε θάνατο δύο Ακαρνάνες που πήραν μέρος αμύητοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι Ακαρνάνες ήταν σύμμαχοι των Μακεδόνων, τους οποίους κανένας στην Αθήνα δεν ήθελε να προκαλέσει. Αλλά τα σοβαρά θρησκευτικά ζητήματα δεν επέτρεπαν μεγάλη πολιτική ευελιξία. Η αναμέτρηση με τον Φίλιππο άρχισε έτσι σχεδόν αμέσως. Καθώς λοιπόν οι Μακεδόνες λεηλατούσαν την Αττική, οι Αθηναίοι υποδέχονταν στην πόλη τον Άτταλο και πρέσβεις από τη Ρόδο και τη Ρώμη. Η προσχώρησή τους στο αντιμακεδονικό μέτωπο ήταν αυτονόητη. Επιφύλαξαν στους επισκέπτες εξαιρετικές τιμές, παρατάσσοντας στους δρόμους τους ιερείς και τις ιέρειες, ανοίγοντας όλους τους ναούς και σπεύδοντας όλοι να τους προϋπαντήσουν, άρχοντες, ιππείς και απλοί πολίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Για να τιμήσουν μάλιστα τον Άτταλο, κατήργησαν τις δύο φυλές που είχαν ιδρύσει στα ονόματα των Μακεδόνων βασιλέων και δημιούργησαν μια νέα με το δικό του.

Η Αίγυπτος είχε ήδη καλές διπλωματικές σχέσεις με τη Ρώμη, αλλά στις συνθήκες που βρέθηκε μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Δ' η συνεργασία μαζί της έγινε απολύτως αναγκαία. Η κεντρική διοίκηση ήταν εξαιρετικά αδύναμη, και αυτό δεν το γνώριζαν μόνο οι εξωτερικοί της εχθροί. Με τη συμμετοχή τους στον στρατό του βασιλιά και τη συμβολή τους στη νίκη της Ραφίας οι αυτόχθονες Αιγύπτιοι είχαν αναθαρρήσει. Ορισμένοι άρχισαν να διεκδικούν πολιτική αυτονομία, και σύντομα η Άνω Αίγυπτος αποσχίστηκε, αναδεικνύοντας δικό της φαραώ. Οι βασιλείς ήταν πλέον υποχρεωμένοι να σέβονται το ιερατείο και να του παραχωρούν προνόμια και εξουσία. Η περίφημη στήλη της Ροζέτας, που ανακαλύφθηκε όταν ο Ναπολέων κατέκτησε την Αίγυπτο, συντάχθηκε την εποχή εκείνη. Αποδίδει τιμή στον Πτολεμαίο Ε' για τις ευεργεσίες του στους αιγυπτιακούς ναούς.

 

Η Ρώμη αντιμετώπισε τη σχέση της με τον Φίλιππο ως πρώτη προτεραιότητα. Ο πολύνεκρος και πολυδάπανος πόλεμος με τον Αννίβα είχε εξαντλήσει τους πολίτες της, αλλά η Σύγκλητος τους υπενθύμισε τον κίνδυνο που είχαν διατρέξει την εποχή της εισβολής του Πύρρου στην Ιταλία και επικαλέστηκε τις εχθρικές διαθέσεις των Μακεδόνων. Την κρισιμότερη στιγμή είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους, τους πιο επικίνδυνους εχθρούς τους. Τους υπενθύμισε επίσης ότι, όπως είχε αποδειχθεί, μάχονταν καλύτερα σε ξένο έδαφος παρά στο δικό τους. Αντί να περιμένουν την αναμέτρηση στην Ιταλία ήταν προτιμότερο να την αρχίσουν στην Ελλάδα. Ο πόλεμος εναντίον του Φιλίππου, που ονομάστηκε Β' Μακεδονικός, αποφασίστηκε έτσι λίγους μόλις μήνες μετά τη συντριβή της Καρχηδόνας.

Στη διάρκεια του πολέμου οι πρεσβείες από την Ελλάδα στη Ρώμη πήγαιναν και έρχονταν, καθώς από τη διπλωματία κρινόταν συχνά η ένταξη των διαφόρων πόλεων στα αντίπαλα στρατόπεδα. Οι προσχωρήσεις των Αχαιών και στη συνέχεια των Βοιωτών και των Αιτωλών στον αντιμακεδονικό αγώνα άφησαν τον Φίλιππο με λίγους μόνο συμμάχους. Ακόμη και η Σπάρτη, η οποία στην αρχή του πολέμου είχε συνεργαστεί μαζί του, στη συνέχεια συντάχθηκε με τους εχθρούς του. Η απαίτηση των Ρωμαίων να απομακρυνθεί ο Φίλιππος από τις πόλεις και τις περιοχές που είχε κατακτήσει γινόταν δεκτή με θέρμη από πολλούς Έλληνες. Κεντρικό σύνθημα των Ρωμαίων ήταν η απελευθέρωση των Ελλήνων.

Ο πόλεμος κρίθηκε το 197. Σε μια καθοριστική μάχη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας οι μακεδονικές φάλαγγες με 16.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, μαζί με αρκετές χιλιάδες ελαφρά οπλισμένους συμμάχους και μισθοφόρους, συντρίφθηκαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που, μαζί με τους Έλληνες συμμάχους τους (κυρίως Αιτωλούς), διέθεταν περισσότερους από 26.000 άνδρες. Υπολογίστηκε ότι σκοτώθηκαν περίπου 8.000 Μακεδόνες και ότι αιχμαλωτίστηκαν περισσότεροι από 5.000. Οι Ρωμαίοι είχαν συγκριτικά πολύ μικρές απώλειες.

Την εποχή της μάχης ο Φίλιππος ήταν πλέον ένας έμπειρος βασιλιάς. Στη διπλωματία δεν τα είχε καταφέρει καλά και αποξενώθηκε ακόμη και από Έλληνες συμμάχους του, αλλά στον πόλεμο εξακολουθούσε να παραμένει κληρονόμος μιας μεγάλης παράδοσης. Όσο διατηρούσαν τη συνοχή τους, οι μακεδονικές φάλαγγες με τις σάρισες ήταν ακατανίκητες. Οι ειδικοί της εποχής εκτιμούσαν ότι σε φυσιολογικές συνθήκες ένας ισοδύναμος ρωμαϊκός στρατός δεν είχε καμία ελπίδα να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία. Αλλά οι συνθήκες δεν ήταν πάντα φυσιολογικές. Στις Κυνός Κεφαλές οι Ρωμαίοι καθοδηγούνταν από έναν εξαιρετικά ικανό στρατηγό, τον Τίτο Κοΐντιο Φλαμινίνο. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν ότι παρέσυρε τους Μακεδόνες να πολεμήσουν σε ορεινό και δύσβατο τόπο. Επιπλέον, δεν επιτέθηκε κατά μέτωπο ούτε ταυτοχρόνως με όλες του τις δυνάμεις. Κατάφερε έτσι να διασπάσει τις φάλαγγες και να επιτεθεί κυρίως από τα πλάγια και τα νώτα. Αντιμέτωπες με ευέλικτες δυνάμεις, οι μακεδονικές φάλαγγες δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν μεταβολή για να αμυνθούν. Η ήττα τους εύκολα μετατράπηκε σε σφαγή. Όπως αποδείχθηκε στην κρίσιμη αυτή αναμέτρηση, ενώ οι φάλαγγες ήταν υπέρτερες σε πεδινές τοποθεσίες, οι ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν υπέρτερες στις δύσβατες πλαγιές, με βλάστηση, τάφρους, χαράδρες, ρυάκια και ποταμούς. Τέτοιες ήταν άλλωστε οι περισσότερες τοποθεσίες στην Ελλάδα, καθιστώντας ακόμη και τη μεταφορά της σάρισας δυσχερή. Το σοβαρότερο πάντως λάθος των Μακεδόνων ήταν ότι είχαν λησμονήσει το μεγάλο δίδαγμα του Αλεξάνδρου. Η μακεδονική φάλαγγα έπρεπε να υποστηρίζεται οργανικά και συστηματικά από ιππικό ικανό να την προστατεύει από τα πλάγια και να εξασφαλίζει με την ορμή του ακόμη και τη νίκη.

Με τον θρίαμβό τους οι Ρωμαίοι ταπείνωσαν τον Φίλιππο και τον υποχρέωσαν να αποσυρθεί από τις ελληνικές πόλεις και τη Θεσσαλία και να καταργήσει τις φρουρές που διατηρούσε στη Χαλκίδα, τον Ακροκόρινθο και τη Δημητριάδα, τις οποίες ο ίδιος αποκαλούσε πέδας ἑλληνικάς, δηλαδή «δεσμά των Ελλήνων». Επιπλέον, να καταβάλει βαρύτατο πρόστιμο, να παραδώσει όλους τους αιχμαλώτους, τα οπλισμένα πλοία του εκτός από πέντε και έναν του γιο ως όμηρο. Ο Φλαμινίνος πάντως δεν δέχτηκε το επίμονο αίτημα των Αιτωλών να συνεχίσει τον πόλεμο και να ανατρέψει τον Φίλιππο. Πίστευε ότι περισσότερο συνέφερε στους Έλληνες να διατηρηθεί το μακεδονικό βασίλειο, διότι χωρίς αυτό οι Θράκες και οι Γαλάτες θα εισέβαλλαν ασυγκράτητοι στο ελληνικό έδαφος. Εξάλλου, επειγόταν να κλείσει τον μακεδονικό πόλεμο, επειδή προέβλεπε ότι ο Αντίοχος, που είχε παραμείνει έως τότε ουδέτερος, σκόπευε να επέμβει στην Ελλάδα.

 

Έναν χρόνο αργότερα, μπροστά στο μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Κόρινθο από όλη σχεδόν την οικουμένη για να εορτάσει τα Ίσθμια, οι Ρωμαίοι ανακοίνωσαν επίσημα τις αποφάσεις τους για τους Έλληνες: Η Σύγκλητος των Ρωμαίων και ο Φλαμινίνος, έχοντας νικήσει τον Φίλιππο και τους Μακεδόνες, άφηναν ελεύθερους, αφρούρητους, αφορολόγητους και διοικούμενους με πάτριους νόμους τους Κορίνθιους, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς, τους Φθιώτες Αχαιούς, τους Μάγνητες, τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς. Ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε τους Έλληνες που είχαν πολεμήσει με το μέρος του Φιλίππου. Ελεύθεροι παρέμεναν, προφανώς, και όσοι Έλληνες είχαν αγωνιστεί στο πλευρό των Ρωμαίων.

Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε τέτοιο θόρυβο, ώστε άλλοι δεν μπορούσαν να την ακούσουν και άλλοι επιθυμούσαν να την ακούσουν ξανά. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν στα αφτιά τους και νόμιζαν ότι ονειρεύονται. Στη προσπάθειά τους να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Ρωμαίο στρατηγό, λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Κανένας λαός δεν είχε αναλάβει έως τότε παρόμοιο κίνδυνο και έξοδα για την ελευθερία των Ελλήνων χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Μόνο οι Αιτωλοί έμειναν δυσαρεστημένοι. Ως βασικοί σύμμαχοι των Ρωμαίων περίμεναν προνομιακή μεταχείριση. Δεν έχαναν έτσι ευκαιρία να διαμαρτύρονται ότι οι Έλληνες δεν είχαν ελευθερωθεί πραγματικά: είχαν απλώς αλλάξει δεσπότες (μεθάρμοσις δεσποτῶν).

 

Πέρασε ένας ακόμη χρόνος και ο Φλαμινίνος συγκέντρωσε πάλι τους Έλληνες, με τους οποίους συνομιλούσε πάντα σε άψογα ελληνικά. Ήθελε να ακούσει τη γνώμη τους για την υπόθεση της Σπάρτης.

Στη Σπάρτη βασίλευε την εποχή εκείνη μόνος του ο Νάβης (207-192), που είχε σφετεριστεί τη βασιλεία, εξοντώνοντας όλους τους άλλους διεκδικητές. Για τον τρόπο με τον οποίο πήρε την εξουσία και για τα κοινωνικά μέτρα που προώθησε οι εχθροί του τον αποκαλούσαν τύραννο. Κεντρική του επιδίωξη ήταν να καταστήσει και πάλι την πόλη του μεγάλη δύναμη, επαναφέροντας τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη και αυξάνοντας τον αριθμό των πολιτών. Την εποχή του Α' Μακεδονικού Πολέμου είχε συνταχθεί με τους Αιτωλούς και τους Ρωμαίους, μια επιλογή που του επέτρεψε να διευρύνει την εξουσία του στη Λακωνία και τη Μεσσηνία και να οχυρώσει τη Σπάρτη, οικοδομώντας για πρώτη φορά στην ιστορία της προστατευτικά τείχη. Καθώς οι Ρωμαίοι συγκρούονταν και πάλι με τους Μακεδόνες, αυτός κατέλαβε για μία ακόμη φορά το Άργος με τη συγκατάθεση του Φιλίππου. Πριν ολοκληρωθεί ο Β' Μακεδονικός Πόλεμος, είχε την προνοητικότητα να ταχθεί και πάλι με το μέρος των Ρωμαίων. Στα σχέδιά του βρήκε ωστόσο αντιμέτωπους τους Αχαιούς.

Με προτροπή των Αχαιών, οι Ρωμαίοι ισχυρίστηκαν ότι η κατοχή του Άργους παρέβαινε την αρχή της ελευθερίας και αυτονομίας που είχαν εισηγηθεί και ξεκίνησαν έτσι τον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης. Το Πέργαμο και η Ρόδος, οι Αχαιοί, ακόμη και ο ταπεινωμένος Φίλιππος, τους έστειλαν ενισχύσεις. Αντιμέτωπος με έναν στρατό που αριθμούσε περίπου 50.000 άνδρες και πολλά πλοία από τη θάλασσα, ο Νάβης ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να αποδώσει το Άργος στους Αχαιούς. Το σημαντικότερο πλήγμα ήταν ότι η Σπάρτη απώλεσε τον έλεγχο του Γυθείου, που της έδινε πρόσβαση στη θάλασσα. Η μεγάλη αυτοθυσία των Σπαρτιατών είχε πάντως κατορθώσει να κρατήσει τους εχθρούς έξω από το άστυ.

Τον Νάβη συνέχισε να πολεμά μετά την αναχώρηση των Ρωμαίων από την Ελλάδα ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, που αγωνιζόταν εναντίον των Σπαρτιατών από την εποχή που δόθηκε η μάχη της Σελλασίας. Όταν ο Νάβης δολοφονήθηκε από τους Αιτωλούς συμμάχους του, ο Φιλοποίμην μπήκε στη Σπάρτη και την υποχρέωσε να καταργήσει τη βασιλεία, το παραδοσιακό πολιτικό της σύστημα και την ἀγωγήν και να προσχωρήσει στη συμπολιτεία των Αχαιών. Επιπλέον, να κατεδαφίσει το τείχος της.

Οι Αχαιοί κυριαρχούσαν πλέον σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και, με την καθοδήγηση του Φιλοποίμενα, αναζητούσαν τα όρια ανεξαρτησίας που τους επέτρεπε η ανάμειξη της Ρώμης. Αλλά ο Φιλοποίμην σκοτώθηκε το 183, προσπαθώντας να καταστείλει μια εξέγερση των Μεσσηνίων. Ήταν πια 70 ετών και είχε διατελέσει στρατηγός των Αχαιών οκτώ φορές. Για τις ικανότητές του και για την πολιτική που ακολούθησε οι Ρωμαίοι τον είχαν αποκαλέσει «τελευταίο των Ελλήνων», επειδή ύστερα από αυτόν η Ελλάδα δεν γέννησε άλλο μεγάλο άνδρα, ούτε αντάξιο της ιστορίας της. Την τέφρα του στην τελετή της ταφής μετέφερε ο Πολύβιος, που τότε ήταν νέος και πολεμούσε στο πλευρό του.

Δημήτρης I. Κυρτάτας