Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.5. Εάν ο Αλέξανδρος είχε περάσει στην Ιταλία

Θύμα δυναστικών συγκρούσεων, ο Πύρρος είχε ζήσει περιπετειώδη παιδικά χρόνια. Έγινε για πρώτη φορά βασιλιάς της Ηπείρου δώδεκα ετών, αλλά στα δεκαεπτά του έχασε τον θρόνο και μπήκε στην υπηρεσία του Δημητρίου Πολιορκητή. Διακρίθηκε στη μάχη της Ιψού και παρέμεινε στην υπηρεσία του προστάτη του μετά την ήττα. Όταν ο Δημήτριος ήρθε σε συμφωνία με τον Πτολεμαίο, ο Πύρρος παραδόθηκε στην Αίγυπτο ως όμηρος. Με τη βοήθεια του Πτολεμαίου ξανακέρδισε το βασίλειό του, στην αρχή συμβασιλεύοντας και στη συνέχεια ως απόλυτος μονάρχης. Η επιγαμία του με τον οίκο του Αγαθοκλή τού απέφερε επίσης κυριαρχία στην Κέρκυρα. Ήταν πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να διεκδικήσει ακόμη και το βασίλειο της Μακεδονίας. Στη Βέροια κατατρόπωσε τον Δημήτριο, χωρίς να δώσει μάχη, και μοιράστηκε τη Μακεδονία με τον Λυσίμαχο. Σύντομα ωστόσο υποχρεώθηκε να περιοριστεί πάλι στην Ήπειρο.

Μια νέα περίοδος άρχισε στη ζωή του Πύρρου όταν το 280 τον προσκάλεσαν οι κάτοικοι του Τάραντα και άλλων ελληνικών πόλεων στην Κάτω Ιταλία να ηγηθεί στον αγώνα τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος αποδέχθηκε την πρόσκληση με την ελπίδα όχι μόνο να νικήσει τους Ρωμαίους που απειλούσαν τους Έλληνες, αλλά να κυριαρχήσει στη Σικελία και να αναλάβει τον παλαιό αγώνα εναντίον των Καρχηδονίων. Αφού συγκέντρωσε τον κατάλληλο μεταφορικό στόλο, επιβίβασε 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονιστές και 20 ελέφαντες. Έχασε ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού σε θαλασσοταραχή και υποχρεώθηκε να βασιστεί κυρίως στα στρατεύματα που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν αυτοί που τον προσκάλεσαν.

Πολεμώντας εναντίον των Ρωμαίων, ο Πύρρος διαπίστωσε την τρομερή πειθαρχία και το πείσμα των εχθρών του. Κατάφερε όμως να τους νικήσει σε αποφασιστικές μάχες, χάρη στην ανδρεία του και τους ελέφαντες που φαίνεται ότι έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος στις στρατιωτικές συγκρούσεις της Ιταλίας. Οι αναμετρήσεις, ωστόσο, ήταν πολύνεκρες, και μόνο οι Ρωμαίοι διέθεταν επαρκείς εφεδρείες. Ο Πύρρος ισχυρίστηκε, καθώς λέγεται, ότι μία ακόμη τέτοια νίκη εναντίον των Ρωμαίων θα τον κατέστρεφε παντελώς.

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν ήδη αναμετρηθεί στην Ιταλία πριν από την άφιξη του Πύρρου, αλλά δεν γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Οι Ρωμαίοι ήταν πληροφορημένοι για τον Αλέξανδρο και τα απίστευτα κατορθώματά του. Ορισμένοι ήθελαν να πιστεύουν ότι, αν είχε περάσει στην Ιταλία, θα μπορούσαν να τον νικήσουν και να κατακτήσουν αιώνια δόξα. Έτσι, κάθε συμβιβασμός με τον Πύρρο τούς φαινόταν αδιανόητος. Στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον απεσταλμένο του, έναν μαθητή του Δημοσθένη, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική φιλοσοφία. Τη μεγαλύτερη εντύπωση τους προξένησε η διδασκαλία του Επίκουρου, η οποία σημείωνε επιτυχία ακόμη και στους στρατιωτικούς κύκλους των Μακεδόνων. Θεώρησαν παράδοξο να πιστεύει κανείς, όπως ο Επίκουρος, ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα και ταυτοχρόνως να μάχεται, όπως ο Πύρρος.

Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, προβληματίστηκαν για τις αιτίες της ρωμαϊκής πειθαρχίας και αποφασιστικότητας. Ο απεσταλμένος του Πύρρου τις αναζήτησε στο πολίτευμα (όπως άλλωστε και αρκετοί Έλληνες ύστερα από αυτόν). Η Σύγκλητος του έδωσε την εντύπωση ενός συνεδρίου με πολλούς βασιλείς. Οι δύο πλευρές πάντως, σύμφωνα με την παράδοση που διασώθηκε, αισθάνθηκαν η μία για την άλλη περισσότερο δέος και θαυμασμό παρά μίσος.

Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, οι Ρωμαίοι συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους, και αυτοί με τη σειρά τους επιτέθηκαν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον των Ελλήνων της Σικελίας. Οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι έσπευσαν να προσκαλέσουν τον Πύρρο, που είχε άλλωστε παντρευτεί θυγατέρα του Αγαθοκλή. Έτσι, δύο περίπου χρόνια μετά από την άφιξή του στην Ιταλία, ο Πύρρος πέρασε στη Σικελία και άρχισε να κατατροπώνει τους Καρχηδόνιους του νησιού, πολεμώντας συχνά ο ίδιος στην πρώτη γραμμή. Οι Συρακούσιοι, ωστόσο, και οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποβληθούν στους κόπους και την πειθαρχία που απαιτούσε αυτή η αναμέτρηση. Στη συμπεριφορά του Πύρρου είδαν περισσότερο έναν τύραννο παρά έναν ελευθερωτή. Ορισμένοι άρχισαν να συμμαχούν με τους Καρχηδόνιους. Ο Πύρρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Ύστερα από αγώνες έξι χρόνων, χωρίς επαρκή υποστήριξη και χωρίς χρήματα, επιβιβάστηκε στα πλοία του και αναχώρησε για την Ήπειρο μόνο με 8.000 πεζούς και 500 ιππείς. Στη Μακεδονία βασίλευε πλέον ο Αντίγονος Γονατάς.

Αξιοποιώντας Γαλάτες πολεμιστές, ο Πύρρος άρχισε να κάνει επιδρομές στη Μακεδονία, φέρνοντας κάποτε τον Αντίγονο σε πολύ δύσκολη θέση. Το 272 ωστόσο του παρουσιάστηκε μια νέα ευκαιρία. Αποδέχθηκε την πρόσκληση ενός επιφανούς Σπαρτιάτη που είχε παραμεριστεί από τη διαδοχή και ανέλαβε να τον αποκαταστήσει. Το μέγεθος του στρατού του βεβαίωνε ότι πραγματικός του στόχος ήταν ολόκληρη η Πελοπόννησος.

Η Σπάρτη βρέθηκε απροετοίμαστη, καθώς ο βασιλιάς της Άρευς Α' (309-265), που φαίνεται ότι βασίλευε μόνος εκείνη την εποχή, απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κρήτη. Αλλά δεν είχε χάσει το παλαιό της πείσμα. Την πρόχειρη οχύρωση της πόλης ανέλαβαν γυναίκες και γέροντες, αφήνοντας την άμυνα σε νεαρούς πολεμιστές. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν στις εισόδους της πόλης -η Σπάρτη εξακολουθούσε να μη διαθέτει τείχη- οι γυναίκες παρέμειναν παρούσες, υποβοηθώντας τους άνδρες ακόμη και στα πολεμικά έργα. Ο χρόνος που κέρδισαν με την αυτοθυσία τους οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκε σωτήριος. Την ύστατη ώρα κατέφθασαν ενισχύσεις από τον Αντίγονο Γονατά, καθώς επέστρεφε και ο βασιλιάς τους με τους πολεμιστές. Τις επιχειρήσεις αυτές περιέγραψε με λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ο Ιερώνυμος, ο οποίος άλλωστε είχε οριστεί από τον Δημήτριο Πολιορκητή για ένα διάστημα επιμελητής και αρμοστής της Βοιωτίας. Από τη χαμένη του αφήγηση αντέγραψε ο Πλούταρχος.

Ο Πύρρος αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν εγκατέλειψε την Πελοπόννησο. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί μια άλλη εσωτερική σύγκρουση για να κατακτήσει το Άργος και εισέβαλε στην πόλη με ένα μέρος του στρατού του. Οι ελέφαντες ωστόσο που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν ακατάλληλοι για οδομαχίες. Προκάλεσαν τον πανικό και εμπόδισαν ακόμη και την υποχώρηση. Από τη στέγη του σπιτιού της μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει τον γιο της πέταξε ένα κεραμίδι και κατάφερε να σκοτώσει τον Πύρρο, που τελείωσε έτσι άδοξα μια περιπετειώδη ζωή. Οι σύγχρονοί του θεώρησαν ότι, μετά τον Αλέξανδρο, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στρατηγός που είχε αναδείξει η ταραγμένη εποχή. Την τιμητική του ταφή ανέλαβε ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς.

Την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον Τάραντα και σύντομα τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Στη Σικελία, ωστόσο, ο Ιέρων Β', που αναδείχθηκε ηγέτης, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες.

 

Ο Αντίγονος εδραιώθηκε στη Μακεδονία και από εκεί ασκούσε έλεγχο σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Κύριες βάσεις του ήταν η Χαλκίδα, η Κόρινθος και η Δημητριάδα στον Παγασητικό κόλπο, στις οποίες διατηρούσε φρουρές. Εξουσίαζε ωστόσο και τον Πειραιά, καθώς επίσης διάφορες πόλεις στην Πελοπόννησο, επιβάλλοντας τυράννους της επιλογής του. Για την ανάκτηση του λιμανιού της, η Αθήνα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το κυριότερό της στήριγμα έγινε ο Πτολεμαίος Β'.

Ο Πτολεμαίος είχε δαπανήσει πολύ χρόνο και κόπο πολεμώντας εναντίον του Αντίοχου. Το μόνιμο ζήτημα αντιπαράθεσης των βασιλείων τους ήταν η κατοχή της Κοίλης Συρίας, που αποτελούσε ζωτικό χώρο και για τα δύο. Σε μια σειρά συγκρούσεων από το 275 έως το 271, που ονομάστηκαν Πρώτος Συριακός Πόλεμος, η Αίγυπτος διατήρησε την εξουσία στα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Πτολεμαίος Α'. Ο Πτολεμαίος Β' ήταν πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί συστηματικότερα με τις ελληνικές υποθέσεις.

Με κοινό σύνθημα την απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή την εκδίωξη από τις ελληνικές πόλεις των φρουρών και των τυράννων που είχε επιβάλει ο Αντίγονος Γονατάς, ο Πτολεμαίος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες συνέπτυξαν το 268 συμμαχία. Ο Πτολεμαίος ήθελε να περιορίσει τη δύναμη του Αντίγονου, η Αθήνα να ανακτήσει τον Πειραιά, η Σπάρτη να διευρύνει την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Στη συμμαχία εντάχθηκαν και αρκετές πελοποννησιακές πόλεις, η Αχαϊκή Συμπολιτεία που είχε ιδρυθεί προσφάτως και ορισμένες κρητικές πόλεις. Αμέσως σχεδόν άρχισαν οι συγκρούσεις με τη Μακεδονία, σε έναν πόλεμο που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος, από το όνομα του Αθηναίου εισηγητή της συμμαχίας. Αλλά η Αίγυπτος δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή βοήθεια, ενώ άλλες ελληνικές πόλεις δεν έδειξαν μεγάλη προθυμία να συνεργαστούν στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας. Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με πείσμα, και ο βασιλιάς τους Άρευς έπεσε μαχόμενος έξω από την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι επίσης συνέχισαν να πολεμούν, ακόμη και χωρίς συμμάχους, υπέκυψαν ωστόσο το 263 και υποχρεώθηκαν πάλι να δεχτούν μακεδονική φρουρά και τον εγγονό του Αντίγονου Γονατά ως διοικητή.

Δημήτρης I. Κυρτάτας