Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

3.5. Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε

Με την αρρώστια που τη λένε ιερή ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι, όμως, είτε από άγνοια είτε γιατί τους έκανε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες- τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. […] Κατά τη δική μου γνώμη, οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτήν την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάνουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τέλειά τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή.

(μτφρ. Δ. Λυπουρλής)

Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ήταν γιατρός. Έζησε προς το τέλος του 5ου αιώνα και ανήκε στη σχολή του Ιπποκράτη, του μεγαλύτερου γιατρού της αρχαιότητας, που θεμελίωσε επιστημονικά την ιατρική. Σήμερα σώζονται περίπου 60 πραγματείες με το όνομα του Ιπποκράτη, οι οποίες έχουν στην πραγματικότητα συντεθεί από διάφορα μέλη της σχολής που ίδρυσε ο ίδιος στην Κω, καθώς και της ανταγωνιστικής σχολής που υπήρχε στην κοντινή Κνίδο της Μικράς Ασίας. Ορισμένες πραγματείες φέρουν καθαρά τη σφραγίδα της σοφιστικής ρητορικής. Άλλες είναι καταφανώς μεταγενέστερες.

Ἱερά νόσος ή (στην ιωνική διάλεκτο) ἱρή νοῦσος ονομαζόταν η επιληψία. Παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, που προκαλούσαν ξαφνικές κρίσεις και έφερναν τον άρρωστο εκτός εαυτού, ταξινομούνταν στο ίδιο γένος. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι η ιερά νόσος προκαλείται από καθαρά φυσικές αιτίες, όπως και όλες οι άλλες αρρώστιες, και δεν προέρχεται από την παρεμβολή δαιμόνων ή θεών. Κατά τη γνώμη του, η νόσος προκύπτει όταν η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου παρεμποδίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού φλέγματος ή χολής.

Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του για να αποδείξει ότι το κέντρο της συνείδησης του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος και όχι το διάφραγμα (φρένες), όπως πίστευε ο Όμηρος, ούτε η καρδιά, όπως θεωρούσαν κάποιοι σαν τον Εμπεδοκλή. Ο λόγος του βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, εύλογες υποθέσεις και συλλογισμούς που τον οδηγούσαν σε πειστικά συμπεράσματα. Από τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία της νόσου, ο συγγραφέας απέκλεισε εντελώς τον θεϊκό παράγοντα. Η ιερά νόσος -πρέσβευε- έχει τη δική της σταθερή μορφή (φύσιν) και τη δική της φυσική αιτία (πρόφασιν): δεν είναι απρόβλεπτη ή παράλογη ή χαώδης και, αν κάποιος γνωρίσει τη φυσική αιτία που την προκαλεί, μπορεί να τη θεραπεύσει, προτείνοντας στον άρρωστο αγωγή που να εναντιώνεται κατάλληλα στην αιτία και να την υπερνικά. Η νόσος δεν θεραπεύεται με μαγικές επωδές και τελετουργικούς καθαρμούς, όπως διατείνονταν οι περιπλανώμενοι αγύρτες, που έκρυβαν την άγνοιά τους επικαλούμενοι τους θεούς.

Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει τον αυτόνομο χώρο της φύσης που διαθέτει δική της νομοτέλεια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «όλα τα νοσήματα είναι θεϊκά και όλα είναι ανθρώπινα». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί η φύση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτή είναι η θεϊκή πλευρά της. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την κανονικότητά της. Πώς αλληλεπιδρούν τα τέσσερα στοιχεία μεταξύ τους (η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά), πώς το θερμό έρχεται σε επαφή με το ψυχρό (και το υγρό με το ξηρό), πόσα είναι τα ζωτικά υγρά του ανθρώπινου σώματος και τι ιδιότητες έχουν, ποια κλίματα ευνοούν ποιες νόσους και ποιες δίαιτες τις παρεμποδίζουν: όλα αυτά είναι πράγματα κανονικά, γνωρίσιμα και προβλέψιμα. Και είναι αυτή η γνώση -ισχυρίζεται- ικανοποιητική για την πρόληψη και την ίαση των ασθενειών.

 

Αυτός ήταν ο νέος κόσμος στον οποίο ανδρωνόταν ο Θουκυδίδης. Η ανακάλυψη της φύσης των πραγμάτων αποτελούσε την πρώτιστη προτεραιότητα της σκέψης. Σε μια τέτοια έρευνα, όπως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα, επιδίδονταν και οι σοφιστές, οι οποίοι έφταναν στην πολιτιστικά προηγμένη και πολιτικά ηγεμονική Αθήνα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας, για να διδάξουν και να δοξαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας Αθηναίος δεν είχε ουσιαστικά διαπρέψει στη φιλοσοφία ή την επιστήμη. Ωστόσο, κατά την Πεντηκονταετία, η Αθήνα, με την επεκτατική πολιτική της και τον αυξανόμενο πλούτο της, γινόταν σταδιακά ο σταθερός πόλος έλξης όλων των διανοουμένων της Ελλάδας. Το σπίτι του Περικλή έγινε εστία φιλοξενίας των μεγαλύτερων πνευμάτων της εποχής. Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο φυσικός φιλόσοφος Αναξαγόρας ήταν προσωπικοί του φίλοι. Ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι, που αποζητούσαν είτε μάθηση είτε κοινωνική προβολή είτε και τα δύο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Κατά την τριακονταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου η Αθήνα είχε καταστεί πολιτιστικά η πεμπτουσία της Ελλάδας. Τέτοια και τόση συγκέντρωση πνευματικού δυναμικού είναι πολύ σπάνια στην ιστορία.

Λίγο μετά το μέσον του αιώνα λέγεται ότι ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα και διάβασε δημοσίως μεγάλα αποσπάσματα της ιστορίας του στην αγορά. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν κάθε λόγο να συγκινηθούν και να επευφημήσουν, όχι μόνο γιατί στη νίκη κατά των Περσών είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι ίδιοι, αλλά και γιατί ο ιστορικός της δωρικής Αλικαρνασσού παρουσίαζε έτσι τα πράγματα, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η διπλή αποτυχία των Περσών ήταν, στην ουσία, διπλή επιτυχία της Αθήνας και της φρόνιμης πολιτικής που είχε ακολουθήσει. Πολύ αργότερα, κάποιοι αρχαίοι λόγιοι και ιστορικοί έψεξαν τον Ηρόδοτο για φιλαθηναϊκή μονομέρεια. Ίσως είχαν δίκιο. Ο Ηρόδοτος έγραφε θαμπωμένος από τη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας και από τη θαλασσοκρατορία της στο Αιγαίο. Ίσως επίσης διέβλεπε ότι μέσω της Αθήνας θα μπορούσε να διασφαλιστεί η λογοτεχνική του φήμη στις επερχόμενες γενιές. Μαζί με τα άλλα επιτεύγματα, το ποσοστό αλφαβητισμού και εγγραμματοσύνης των Αθηναίων ανέβαινε, συγκριτικά με άλλες πόλεις, ταχύτερα. Ορισμένοι έψεξαν τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρον, διότι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στην περιγραφή των εθίμων και των δοξασιών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σκύθες και οι Πέρσες. Οι επικριτές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έργο του ιστορικού ήταν να αναζητεί το δίκαιο και τη λογική κάθε πλευράς.

Η ιστορία του Ηροδότου εγγράφεται συνδυαστικά στην παράδοση των ποιητών και στη νεωτερική φυσική φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί στην Ιωνία. Από τους πρώτους κληρονόμησε την όρεξη να προστατέψει με τον γραπτό λόγο του τα «μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων για να μην αφανιστούν», όπως εξαλείφονται τα δυνατά χρώματα που χτυπά αλύπητα ο ήλιος. Μέριμνά του ήταν η διατήρηση της ανάμνησης των σημαντικών γεγονότων που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του καθώς και των εθνογραφικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος, ρωτώντας και ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους. Από την ιωνική φυσιολογία πήρε την κριτική αποτίμηση των πληροφοριών, την αμφιβολία, τη σύγκριση και την ταξινόμηση. Με τον προγενέστερό του Μιλήσιο Εκαταίο, που πρώτος συνέστησε τον κλάδο της συστηματικής γεωγραφίας συγγράφοντας το έργο Γῆς περίοδος (περιδιάβαση στη γη), ο Ηρόδοτος, που είχε ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τους τόπους και τις παραδόσεις των λαών, κάποτε διαφωνούσε. Ο κόσμος του, όμως, δεν ήταν ο κόσμος της αυτόνομης φύσης των φιλοσόφων και των ιπποκρατικών γιατρών, όπου το θείο και το φυσικό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι θεοί των ποιητών τον έθελγαν ιδιαίτερα.

Αν ο πρώτος ιστορικός της Ελλάδας ήθελε κάτι να αποδείξει μέσα από τα πολλά και ασύνδετα περιστατικά που δεν κουράζεται να αφηγείται και μέσα από τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για πρόσωπα ηγεμονικά της Ασίας και της Αιγύπτου, είναι ότι η υπερβολή οδηγεί στην πτώση και ότι στον κόσμο επικρατεί τελικά η δικαιοσύνη, όσο και αν η τιμωρία κάποτε αργεί να φανεί. Το ιστορικό του αφήγημα δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση της περιέργειας των φιλομαθών και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έχει επίσης διάσταση ηθική. Ο «πατέρας της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρων, αισθανόταν πολύ καλά μέσα στον κόσμο όπου ζούσε. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς και την κρυφή δράση τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακλόνητη. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και των λατρειών, οι θεοί τού φάνηκαν κατά βάθος, αν όχι οι ίδιοι παντού, τουλάχιστον παρόμοιοι. Η σύγκριση τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Παράλληλα ο Ηρόδοτος συνειδητοποίησε την τεράστια ποικιλία των πεποιθήσεων και των εθίμων των διαφορετικών λαών και περιέγραψε τις διαφορές αυτές με την αντικειμενικότητα που παρέχει η ολύμπια απόσταση και ο σεβασμός του διαφορετικού.

 

Ανάμεσα στους Αθηναίους που άκουσαν τον Ηρόδοτο να διαβάζει δημόσια τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων ήταν και ο νεαρός Θουκυδίδης. Τόσο ζήλεψε τη δόξα του Αλικαρνασσέα, ώστε αποφάσισε να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει. Αυτή τουλάχιστον την υποθετική ιστορία γνωριμίας των δύο ανδρών επινόησαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι, που εντόπισαν τόσο γραμμές συνέχειας ανάμεσα στα έργα των δύο ιστορικών όσο και σημαντικές αποκλίσεις.

Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν.

Ως Αθηναίος πολίτης, ο Θουκυδίδης κλήθηκε να πολεμήσει. Είχε ο ίδιος προσωπικά γευτεί τον πόλεμο, όπως είχε άμεσα βιώσει και τον μεγάλο λοιμό που έπεσε στην Αθήνα. Ήξερε από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλούσε. Όμως, δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του πικρίες και απογοητεύσεις. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από μια υψηλότερη προοπτική. Θέλησε να ανακαλύψει την ίδια τη φύση του πολέμου και να διαχωρίσει τις εξωτερικές αφορμές (τὰς ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας) από την πραγματική αιτία του (τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν). Η περίπτωση του πολέμου που συνέβη να ζήσει ο ίδιος ήταν παραδειγματική. Σαν μια αρρώστια του σώματος, είχε και αυτός εμφανή συμπτώματα και βαθύτερα αίτια.

Ο Θουκυδίδης απέφευγε τις άμεσες κρίσεις και τις γενικεύσεις. Προτιμούσε να υποδηλώνει τις απόψεις του μέσα από τη δομή της αφήγησής του. Με την επιλογή των σημαντικών γεγονότων από την αχανή δεξαμενή της ανθρώπινης πράξης και με την επιμελημένη σύνθεση των πολιτικών αποφάσεων, των πολεμικών προετοιμασιών και των μαχών σε μια εύλογη σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων, έδειχνε καθαρά πώς αντιλαμβανόταν το έργο της ιστορίας. Η έκθεση των πολεμικών γεγονότων θα ήταν όμως ελλιπής -σκέφτηκε-, αν δεν συμπληρωνόταν από τους λόγους που οδήγησαν τους πρωταγωνιστές σε αυτά. Αν τα ακριβή λόγια όσων αγόρευσαν στην Εκκλησία του Δήμου ή ενώπιον της σπαρτιατικής Γερουσίας δεν μπορούσαν να βρεθούν, γιατί δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι στενογράφοι και αρχεία, μπορούσαν να ανασυντεθούν εκ των υστέρων με βάση το πιθανό. Η αφήγηση του Θουκυδίδη αποτελεί μια εύκρατη εναλλαγή πολιτικών δημηγοριών και πολεμικών συμβάντων. Σε μία μάλιστα περίπτωση το επίπεδο δραματικότητας του λόγου ανέρχεται τόσο, ώστε η αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων εκτίθεται σε ευθύ διάλογο - όπως σε μια τραγωδία. Η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ως πράξη στον πόλεμο και ως λόγος στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των κρατών και των ηγεμονικών δυνάμεων.

Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης εκφράζει άμεσα την προσωπική του κρίση εστιάζει το βλέμμα στην αλλοίωση των ηθών, που συνέβη ως αποτέλεσμα του εσωτερικού διχασμού στην Κέρκυρα. Αυτός ήταν ο προάγγελος ενός γενικευμένου πολέμου που επρόκειτο να διχάσει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε της πόλη σε καιροσκοπικές παρατάξεις δημοκρατικών-φιλαθηναίων και ολιγαρχικών-φιλολακώνων. Το ύφος του ιστορικού γίνεται εδώ πυκνό και δύσβατο, σαν να θέλει να περιλάβει ύλες τις αποχρώσεις των συμπτωμάτων μιας φυσικής ασθένειας μέσα σε ελάχιστες φράσεις:

 

Έπεσαν πολλές και δυσβάστακτες συμφορές στις πόλεις με την εμφύλια διαμάχη, συμφορές που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντοτε, όσο είναι ίδια η φύση των ανθρώπων, με περισσότερο ήπιο, όμως, τρόπο και με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες και το μέγεθος των μεταπτώσεων. Κατά τις ειρηνικές περιόδους ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ανώτερο φρόνημα, γιατί δεν πέφτουν στην ακούσια ανάγκη. Ο πόλεμος, όμως, υποκλέπτοντας την ευπορία της καθημερινής διαβίωσης, γίνεται δάσκαλος βιαιότητας και εξομοιώνει την οργή του πλήθους προς τις εκάστοτε συνθήκες.

Κατά τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη γυμνότητα στις ακραίες καταστάσεις. Τότε αποκαλύπτεται ο δυναμισμός του πλάσματος που, όπως επισήμαινε ο συμπολίτης του Σοφοκλής, είναι το «φοβερότερο» (με όλες τις σημασίες του όρου) από όλα τα ζωντανά του κόσμου: του ανθρώπου.

Στη θεώρηση του Θουκυδίδη οι θεοί, οι χρησμοί και οι μαντικές προβλέψεις δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο εκτός από το να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Τίθεται όμως πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους. Για την επίλυση των αινιγματικών γρίφων που θέτουν τα θεϊκά σημάδια οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με εκείνη τη γνωστική δύναμη που ο Θουκυδίδης ονόμασε γνώμην, και η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική αλλά και τη διαίσθηση. Μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκυρίας στο παρόν, να προβλέψουν το άμεσο μέλλον και να συμβάλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με καίριες αποφάσεις. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στην ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης, που καθιστά τη γενική πρόβλεψη υπόθεση εφικτή. Ωστόσο, παρεμβαίνουν επίσης απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα ένας σεισμός και η ξαφνική αλλαγή στην κατεύθυνση των ανέμων, που καθιστούν την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης αδιάγνωστη. Τους παράγοντες αυτούς συγκεντρώνει ο Θουκυδίδης κάτω από τον γενικό όρο τύχη.

Την τύχη δεν την αποδίδει ρητά στη βούληση των θεών. Στην αφήγηση του ιστορικού, όμως, υποφώσκει η ιδέα ότι η τύχη δεν είναι τελικά κάτι εντελώς τυχαίο! Αν μπορεί να βρεθεί, έστω και αναδρομικά, ένα βαθύτερο νόημα στην ιστορική πορεία που εξηγεί γιατί τα πράγματα κατέληξαν έτσι και όχι αλλιώς, η καθαρή τυχαιότητα δεν αρκεί, εφόσον δεν μπορεί να γίνει πραγματικό αντικείμενο γνώσης. Πίσω από τη θουκυδίδεια τύχη κρύβεται μια πίστη στην κοσμική δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή που απέδιδαν στους προσωπικούς θεούς οι τραγικοί ποιητές και στο θεῖον ο Ηρόδοτος.

 

Ο Θουκυδίδης είδε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως την εμπράγματη φανέρωση μιας προγενέστερης πνευματικής σύγκρουσης δύο πολιτικών νοοτροπιών: του τολμηρού και νεωτερικού πνεύματος, που δεν έβρισκε ησυχία πουθενά, και του συντηρητικότερου πνεύματος της πολιτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην παράδοση. Το πρώτο εκπροσωπούσαν οι Αθηναίοι, το δεύτερο οι Λακεδαιμόνιοι. Ορισμένοι σύμμαχοι του ενός ή του άλλου στρατοπέδου ανήκαν ουσιαστικά στην αντίπαλη πτέρυγα από την άποψη της νοοτροπίας, αλλά είχαν συνταχθεί με βάση τα συμφέροντά τους και την ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Κορίνθιοι ήταν τόσο τολμηροί όσο και οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι, οι Σάμιοι, που συντάχθηκαν με τους Αθηναίους, οπαδοί της ησυχίας και της πολιτικής αυτονομίας, όπως και οι Σπαρτιάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών στάσεων ζωής αποτελεί την πολιτική εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης διάστασης που έρεε υπογείως στον ελληνικό πολιτισμού. «Μη λησμονείς ποτέ ότι είσαι θνητός», έλεγε η μία τάση. «Προσπάθησε όσο μπορείς να γίνεις αθάνατος», έλεγε η άλλη. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που αναπτυσσόταν μεταξύ τους ήταν ο κοσμικός πόλεμος του Ηράκλειτου. Η ένταση ανάμεσα στις δύο τάσεις εκφράστηκε στην ιστοριογραφία, αφού πριν η πολιτική ιστορία είχε φανερώσει την ύπαρξή της σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε σε μέγεθος τους προηγούμενους.

Το ιστορικό αφήγημα του Θουκυδίδη, η ξυγγραφή, δεν είναι μια απλή καταγραφή αξιομνημόνευτων συμβάντων. Είναι πρωτίστως ένα έργο εφαρμοσμένης πολιτικής φιλοσοφίας. Όπως δίκαια πίστεψε ο ίδιος χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, η ιστορία του είναι «ένα απόκτημα για την αιωνιότητα» (κτῆμα ἐς αἰεί) που στόχο έχει να διδάξει, όχι να τέρψει ή να διασκεδάσει, όπως θα έκανε μια χρονογραφία. Μελετώντας την μπορεί κανείς να βρει τους νόμους της πολιτικής δράσης των ανθρώπων, που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα. Την πραγματική ισχύ τους την ανακαλύπτει όποιος ζει και ταυτόχρονα αναλογίζεται την ιστορία. Η ξυγγραφή του Θουκυδίδη είναι ο μεγεθυντικός φακός αυτής της αναζήτησης.

Σπύρος I. Ράγκος