Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

2.5. Κυβέρνησε την πόλη στολίζοντάς την όμορφα και ταιριαστά

Οι θεοί των αρχαίων ήταν βεβαίως ανθρωπόμορφοι, αλλά δεν ήταν άνθρωποι. Μπορούσαν να παρουσιάζονται συχνά ως κοινοί θνητοί, αλλά ήταν αθάνατοι. Οι ανθρώπινες ενσαρκώσεις τους είχαν συμβεί στο μυθικό παρελθόν που αφηγούνταν οι ποιητές. Στο εκάστοτε παρόν οι άνθρωποι έβλεπαν τους θεούς με το φως της φαντασίας τους, όχι με τα ίδια τους τα μάτια· τις περισσότερες φορές, όχι όμως πάντα…

Κατά την πρώτη επιστροφή του Πεισίστρατου από την εξορία, τότε που ήρθε στην Αθήνα για να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή, οι Αθηναίοι είχαν τη σπάνια ευκαιρία να αντικρύσουν την πολιούχο της πόλης τους. Επρόκειτο βεβαίως για ένα τέχνασμα που σκοπό είχε να παρουσιάσει τον Πεισίστρατο ως θεοπρόβλητο ηγέτη. Το τέχνασμα όμως, αν και απλοϊκό κατά τη γνώμη του Ηροδότου που μας το παραδίδει, πέτυχε πλήρως. Λαός συνέρρευσε από όλες τις άκρες της Αττικής για να δει την Αθηνά σε πλήρη εξάρτυση πάνω σε άρμα να οδηγεί και να εγκαθιστά τον αγαπημένο της μονάρχη στην Ακρόπολη. Η ενότητα της Αθήνας τονώθηκε.

Η ιδέα ανήκε στον Μεγακλή. Κατά τον Ηρόδοτο, την Αθηνά υποδύθηκε μια πολίτις από την Παιανία ονόματι Φύα· κατ' άλλους, μια δούλη από τη Θράκη, μικροπωλήτρια λουλουδιών, που είχε το ίδιο όνομα. Η γυναίκα επιλέχθηκε με κριτήριο το ύψος και την ομορφιά της. Διδάχτηκε πώς να στέκεται μεγαλόπρεπα και πώς να κοιτάζει επιβλητικά, περιβλήθηκε με πανοπλία, κράνος και δόρυ, και στήθηκε στο στολισμένο άρμα. Τόσο λίγο απείχαν οι θεοί από τους ανθρώπους - όσο και η βαρβαρική ευπιστία από την αθηναϊκή ευστροφία. Ο Ηρόδοτος απορεί πώς πείστηκαν οι ευφυείς Αθηναίοι. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί τι ακριβώς θα τους εμπόδιζε να πειστούν. Πάντως, η ιστορία είναι ενδεικτική της σημασίας που είχαν οι πολλοί στην αποδοχή των τυράννων και της εξουσίας τους.

Επειδή δεν αναγνωρίζουμε τους αρχαίους θεούς, δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε το πολιτιστικό μεγαλείο που ψυχικά έκρυβε αυτή η πολιτική πράξη. Στα μάτια των απλών Αθηναίων, όμως, τα αρχιτεκτονικά μνημεία με τα οποία κόσμησε αργότερα ο Πεισίστρατος την πόλη τους είχαν αναντίρρητα, εκτός από πατριωτική, και θρησκευτική σημασία: οι θεοί ήταν εκεί, δίπλα τους, και τους βοηθούσαν. Πρώτος από όλους οικοδομήθηκε ένας ναός στην Ακρόπολη για να τιμηθεί η Αθηνά - πιθανόν ως αντίδωρο για την ευεργεσία που είχε παράσχει στην πόλη της. Ύστερα τιμήθηκε ο πατέρας της, ύπατος των θεών, με μια μνημειώδη κατασκευή που ανέλαβε να ολοκληρώσει, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός: οι σωζόμενοι μέχρι σήμερα στύλοι του Ολυμπίου Διός οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αρχική έμπνευση του Πεισίστρατου. Ολόκληρο το δωδεκάθεο βρήκε επίσης τη θέση του στο κέντρο της αγοράς, πάνω σε έναν πολυτελή βωμό που διατηρήθηκε για χρόνια. Ακολούθησαν άλλες, χρηστικότερες δημόσιες κατασκευές, όπως η Εννεάκρουνος, για να προμηθεύονται εύκολα νερό οι πολίτες.

Πρωτοφανής ήταν η αίγλη που κέρδισαν στα χρόνια του Πεισίστρατου τα Παναθήναια, μια ετήσια θρησκευτικοπολιτική γιορτή η οποία, από το μέσον του 6ου αιώνα, επαναλαμβανόταν κάθε τέσσερα χρόνια, πολυήμερη και με πανελλήνια λαμπρότητα. Στη γιορτή αυτή δοξάζονταν από κοινού η Αθήνα και η Αθηνά - ή έτσι περίπου κατέληξε να είναι, αφού η μεγαλοπρεπής πομπή που μετέφερε παραδοσιακά τον νέο πέπλο της Αθηνάς Πολιάδος πάνω στον ιστό ενός πλοίου προς τον ναό της στην Ακρόπολη έγινε τελικά η αφορμή για να επιδεικνύεται όλη η ομορφιά, η δεξιοτεχνία και η καλλιέργεια των νέων και των ενηλίκων της Αθήνας. Η πόλη έδειχνε στους Έλληνες που συνέρρεαν από παντού τη δύναμή της. Το γόητρο των Αθηναίων ενισχυόταν. Μια χαρακτηριστική αρματοδρομία που παρέπεμπε σε ένα απώτερο παρελθόν συνδύαζε την ομηρική τεχνική με την οπλιτική εξάρτυση: ο αναβάτης πηδούσε από το άρμα εν κινήσει και έτρεχε πεζός μέχρι το ορισμένο τέρμα του δρόμου, σε έναν αγώνα που απαιτούσε ταυτόχρονα δεξιοτεχνία και ταχύτητα - όπως στον πόλεμο. Απαγγελίες ποιημάτων, και μάλιστα ραψωδιών από τα ομηρικά έπη, συναυλίες, χοροί, αθλητικοί και μουσικοί αγώνες και κάθε είδους εορταστικοί πανηγυρισμοί εντάχθηκαν τελικά στο πρόγραμμα των παναθηναϊκών εκδηλώσεων. Βέβαια, κάθε χρόνο η πολιούχος θεά λάμβανε τις πατροπαράδοτες τιμές με μικρότερη, αποκλειστικά τοπική, εμβέλεια.

Παράλληλα με τους μεγάλους ολύμπιους θεούς, ο Πεισίστρατος έστρεψε την προσοχή του και στον παραμελημένο αλλά πολύ αγαπητό στον αγροτικό πληθυσμό θεό του κρασιού και της μέθης, τον Διόνυσο, και μετέφερε το ξόανό του από τις αρχικά βοιωτικές Ελευθερές εγκαινιάζοντας ειδικό ιερό προς τιμήν του στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ακρόπολης. Με το ίδιο σκεπτικό ενθάρρυνε τα λαϊκά διονυσικά δρώμενα και τις αγροτικές λατρείες και ίδρυσε τη μεγάλη γιορτή του Διονύσου στην Αθήνα, τα μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια. Το χαρακτηριστικότερο αθηναϊκό επίτευγμα στον χώρο του πολιτισμού, η τραγωδία, έλκει την απώτερη καταγωγή της από εκείνα τα χρόνια της τυραννίας. Ο Θέσπις, ο θρυλούμενος πρώτος τραγωδοποιός, λέγεται ότι έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, και οι τραγωδίες του πρέπει να πρωτοπαρουσιάστηκαν σε διονυσιακές εορτές. Τότε επίσης καταγράφηκαν, κατά τη μαρτυρία των αρχαίων, τα ομηρικά έπη, και τότε μάλλον έγινε η πρώτη συλλογή των ορφικών ποιημάτων και χρησμών από τον Ονομάκριτο. Ακόμη και αν οι μαρτυρίες αυτές δεν είναι εντελώς αξιόπιστες, φανερώνουν το ενδιαφέρον που έδειξαν ο Πεισίστρατος και οι γιοι του για τον πολιτισμό ως υπόθεση της πόλης.

 

Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που ασκούσε την εξουσία του την ίδια εποχή, ενδιαφέρθηκε και αυτός για έργα πολιτισμού που μπορούσαν να δώσουν κύρος στην πόλη και να αυξήσουν την υπερηφάνεια του λαού της. Ορισμένα τεχνικά επιτεύγματα που εφαρμόστηκαν στο νησί του είναι αξιοθαύμαστα ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί το Ευπαλίνειο Όρυγμα. Για να βελτιώσει την ύδρευση της πόλης, ο τύραννος κάλεσε έναν διάσημο μηχανικό από τα Μέγαρα, τον Ευπαλίνο, και του ζήτησε να σκάψει το βουνό και να μεταφέρει νερό από το ένα σημείο του νησιού στο άλλο. Ο Ευπαλίνος τα κατάφερε περίφημα: το εντυπωσιακό όρυγμα που κατασκεύασε έχει μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο, και ο ενδιαφερόμενος περιηγητής μπορεί να το επισκεφθεί και να το θαυμάσει ακόμη και σήμερα.

Ένας άλλος μηχανικός κατασκεύασε τεχνητό μόλο μήκους 350 μέτρων για την προστασία των καραβιών από τους ξαφνικούς θυμούς του Ποσειδώνα. Το έργο όμως για το οποίο υπήρξε ξακουστή η Σάμος, το περίφημο Ηραίον, σχεδιάστηκε από ντόπιο αρχιτέκτονα, τον Ροίκο, και αποτελεί ένα εξαιρετικό και πρωτοποριακό δείγμα αρχιτεκτονικής. Η πανάρχαιη Μεγάλη Θεά της Σάμου, που ταυτίστηκε στους ιστορικούς χρόνους με τη σύζυγο του Ολύμπιου Δία, έλαβε γενναίο μερίδιο από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές κατακτήσεις της εποχής. Ο νέος ναός της ήταν ένας από τους μεγαλύτερους που κατασκευάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα.

 

Η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική στην πελοποννησιακή Σικυώνα. Η τυραννία εκεί ήταν, εξάλλου, προγενέστερη. Ο Κλεισθένης υπήρξε γιος ενός από τους πρώτους τυράννους στην Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε την εξουσία από τον πατέρα του περίπου το 600. Η λαϊκή στήριξη που είχε βασιζόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Αργείων. Στην προσπάθειά του να ανακόψει την επεκτατική πολιτική του Άργους στην Πελοπόννησο, ο Κλεισθένης, αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα που έχει η ποίηση στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων του λαού, απαγόρευσε σε ραψωδούς να απαγγέλλουν τα ομηρικά έπη στην πόλη του. Όπως σωστά υποστήριξε, ο Όμηρος υμνεί πάρα πολύ το Άργος και τους Αργείους. Φυσικά, στην Ιλιάδα ο όρος αναφέρεται συλλογικά σε όλους τους συμμάχους που εκστράτευσαν από την Ελλάδα εναντίον των Τρώων. Υποδηλώνει όμως σαφώς και την πολεμική υπεροχή της πόλης του Άργους. Ο αρχηγός της εκστρατείας Αγαμέμνων προερχόταν από εκεί. Με τέτοια αδιάψευστα πειστήρια που έφεραν τη σφραγίδα της αυθεντίας του Ομήρου, πώς θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί στις αξιώσεις των νεότερων Αργείων να έχουν τον πρώτο λόγο; Η λογοκρισία κρίθηκε απαραίτητη.

Πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούσε και μια άλλη αλλαγή που επέφερε ο Κλεισθένης - στον χώρο της θρησκείας αυτή τη φορά. Ο Άδραστος ήταν ένα επιχώριος ήρωας που είχε το ιερό του στην αγορά των Σικυωνίων και λατρευόταν με ιδιαίτερες τιμές. Η παράδοση όμως ήθελε τον Άδραστο να κατάγεται από το Άργος. Μέσα στο ίδιο το κέντρο της πόλης που διοικούσε ο Κλεισθένης έβλεπε τον εχθρό με τη μορφή ενός ήρωα του παρελθόντος. Έπρεπε να τον εξορίσει. Έστειλε αντιπροσώπους στους Δελφούς για να πάρει τη συγκατάνευση του θεού και να προχωρήσει στην κατάργηση της λατρείας. Η Πυθία όμως απάντησε ότι ο Άδραστος είναι ο πραγματικός βασιλιάς των Σικυωνίων και ο Κλεισθένης δεν ήταν παρά «πετροβολητής» του, κάποιος που θέλησε να σφετεριστεί την εξουσία του. Ο Κλεισθένης έπρεπε τώρα να βρει νέο τέχνασμα για να ευοδωθούν τα πολιτικά του σχέδια. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εισαγάγει από τη Θήβα τη λατρεία ενός άλλου ήρωα που βρισκόταν, κατά τον μύθο, σε εχθρική σχέση με τον Άδραστο. Οι Θηβαίοι συμφώνησαν να του δανείσουν τη λατρεία του Μελάνιππου.

Με την εισαγωγή της νέας λατρείας στη Σικυώνα, ο Κλεισθένης φρόντισε να εγκαταστήσει τον Μελάνιππο στο πρυτανείο της πόλεως και να δημιουργήσει εκεί το τέμενός του. Παράλληλα ενθάρρυνε τη λατρεία με πολυτελείς θυσίες και εορτές. Πίστευε ότι ο νέος ήρωας θα εξόριζε τον μισητό εχθρό του. Ο Άδραστος, όμως, και τα ηρωικά του παθήματα λατρεύονταν με τρόπο που θύμιζε τις διονυσιακές εορτές και είχαν βαθύ λαϊκό έρεισμα. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να αντικαταστήσει την οργιαστική λατρεία του Αδράστου με αυτή του Διονύσου, να εγκαταστήσει χορούς (που σε πολλούς μεταγενέστερους θα θύμιζαν τους τραγικούς χορούς της Αθήνας) και να απευθύνει τις παλαιές θυσίες που δεχόταν ο Άδραστος στον Μελάνιππο. Με τη συνδυαστική εισαγωγή δύο μυθικών Θηβαίων, του Μελάνιππου και του Διονύσου, ο Αργείος Άδραστος έχασε τη δύναμή του.

Σπύρος I. Ράγκος