Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

1.6. Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή

Ο ποιητής Αρχίλοχος δεν φαίνεται να στενοχωρήθηκε πολύ που αναγκάστηκε να πετάξει την ασπίδα του δίπλα σε έναν θάμνο. Ίσως και να διασκέδαζε με τη σκέψη ότι τη βρήκε και τη χαιρόταν ένας Θράκας. «Εγώ πάντως σώθηκα», κομπάζει σε ένα του ποίημα. «Τι με μέλει η ασπίδα εκείνη; Ας χαθεί. Θα αποκτήσω άλλη διόλου χειρότερη.» Τα λόγια αυτά, όπως ήξερε καλά ο ποιητής, ηχούσαν προκλητικά στα αφτιά των ακροατών του. Η ποίησή του όμως ήταν σκόπιμα σκωπτική.

Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα - σε μια εποχή που ο Ησίοδος ενδέχεται να ήταν ακόμη ζωντανός (Κακριδής κεφ. 2.4.Β.ii.α [σ. 61-62]). Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά η μητέρα του ήταν δούλη. Αναζήτησε την τύχη του στη Θάσο ως άποικος και στη συνέχεια πρόσφερε με αμοιβή τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε διάφορα μέρη. Ταυτοχρόνως ήταν και ποιητής. Στην ποίησή του ανέδειξε θέματα της καθημερινής ζωής, όπως ο έρωτας ή το ναυάγιο, αλλά και θέματα παραδοξότερα, όπως τα αμύθητα πλούτη του βασιλιά της Λυδίας και η πλήρης έκλειψη ηλίου (του έτους 648). Τα παρουσίασε όλα με αμεσότητα, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό.

Ένας πολεμιστής θα πρέπει να είχε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για να υμνήσει την άδοξη φυγή του από μια μάχη. Σύμφωνα με τα ιδανικά της εποχής, η προσωπική διάσωση δεν ήταν αρετή αλλά ανανδρία, ενδεχομένως ατιμία. Για να σκανδαλίσει περισσότερο, ο Αρχίλοχος ισχυρίστηκε ότι πέταξε το πολυτιμότερό του όπλο, την ασπίδα, που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ὅπλον. Τη θεωρούσαν τόσο σημαντική, ώστε οι πολεμιστές που την κρατούσαν ονομάζονταν ὁπλίτες και ο πόλεμος που διεξήγαν ὁπλομαχία.

Η ασπίδα (σάκος) που κρεμούσαν οι περισσότεροι ομηρικοί πολεμιστές στον ώμο τους με μια μακριά λουρίδα (τελαμῶνα) ήταν όσο γινόταν ελαφριά, για να τη γυρίζουν στην πλάτη και να προστατεύονται, όταν το έβαζαν στα πόδια. Αντίθετα, ο Αρχίλοχος και οι οπλίτες κρατούσαν μια στρογγυλή, βαριά και δυσκίνητη ασπίδα, κατασκευασμένη από ξύλο και κάποτε με μια λεπτή στρώση από ορείχαλκο στο εξωτερικό. Επρόκειτο για ελληνική επινόηση ή, το πιθανότερο, για ελληνική τελειοποίηση. (Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι πρώτοι τη χρησιμοποίησαν οι Κάρες.) Ο πολεμιστής τη βαστούσε σταθερά, περνώντας τον αριστερό του βραχίονα μέσα από μια κεντρική λαβή, που λεγόταν ὀχάνη και πόρπαξ. Με την παλάμη του κρατούσε την ἀντιλαβήν, που βρισκόταν κοντά στην περίμετρο. Με κέντρο τη λαβή, η ασπίδα είχε έτσι ακτίνα λίγο μεγαλύτερη από το μήκος ενός ανθρώπινου βραχίονα. Πίσω της ο πολεμιστής μπορούσε να κρύψει μεγάλο μέρος του σώματος του, από τον λαιμό έως τα γόνατα. Στο κεφάλι φορούσε κράνος, που άφηνε ελεύθερα μόνο τα μάτια και το στόμα· στον κορμό, θώρακα και στις κνήμες περικνημίδες, όλα κατασκευασμένα από ορείχαλκο. Τον επιθετικό οπλισμό αποτελούσαν δόρυ με σιδερένια αιχμή και σιδερένιο ξίφος.

Με τον βαρύ αυτό οπλισμό, που ήταν πρωτίστως αμυντικός, ο πολεμιστής δεν είχε πολλά περιθώρια να επιδείξει τις δεξιότητές του και την ατομική του ανδρεία, όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ο μοναδικός ίσως τρόπος με τον οποίο μπορούσε να πολεμήσει ήταν σχηματίζοντας μαζί με τους συμπολεμιστές του μια συνεχή, σφιχτοδεμένη γραμμή. Πίσω της μια δεύτερη, μια τρίτη και μια τέταρτη γραμμή, όσο έφτανε το δόρυ του τελευταίου πολεμιστή να προβάλλει μπροστά από τον πρώτο.

Όλο αυτό το σώμα μαζί ονομαζόταν φάλαγξ ὁπλιτῶν. Βάδιζε εναντίον του εχθρού και έπεφτε επάνω του με ορμή. Με το δόρυ, και πολύ λιγότερο με το ξίφος, οι πολεμιστές προσπαθούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν κάποιους αντιπάλους, ώστε να διασπάσουν τις γραμμές τους. Περισσότερο όμως βασίζονταν στη συνολική πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν. Οι μάχες αυτές, σε αντίθεση και πάλι με τις ομηρικές, δεν κρατούσαν πολλή ώρα και, έως τον 4ο αιώνα, σπάνια ήταν πολύνεκρες. Πολλά εξαρτόνταν από το πρώτο, αποφασιστικό χτύπημα. Όσο η φάλαγγα διατηρούσε τη συνοχή της δεν κινδύνευε. Όταν όμως ο εχθρός κατάφερνε να διασπάσει τις γραμμές της, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν βέβαιο. Κυκλωμένη ή σε αταξία, δεν είχε πολλές δυνατότητες ανασύνταξης, αναγνώριζε την ήττα της και εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης στους νικητές. Αυτοί έστηναν τρόπαιο νίκης.

Η δύναμη της φάλαγγας των οπλιτών βασιζόταν ασφαλώς στη δύναμή τους και, ακόμη περισσότερο, στη συνοχή και την αλληλεγγύη τους. Ο πολεμιστής όφειλε από τη μια να υπακούει στον αρχηγό και από την άλλη να μην κάνει τίποτε ξεχωριστά από τους άλλους. Αυτό το δεύτερο μπορεί να ήταν σημαντικότερο από το πρώτο. Άλλωστε, στη διάταξη της φάλαγγας ο οπλίτης βρισκόταν συνήθως δίπλα σε έναν γνωστό του, έναν φίλο ή έναν γείτονα, με τον οποίο είχε ισχυρούς δεσμούς.

Την αυτενέργεια του οπλίτη απέτρεπε ένας σοβαρός λόγος. Η ασπίδα, με τον τρόπο που την κρατούσε, άφηνε ακάλυπτο τον δεξιό του ώμο. Για να τον προστατέψει, ήταν υποχρεωμένος να στέκεται κοντά στον δεξιό συμπολεμιστή του και να εκμεταλλεύεται την ελεύθερη αριστερή πλευρά μιας ξένης ασπίδας. Στην πραγματικότητα, κάθε οπλίτης πίεζε προς τα δεξιά και, όπως παρατήρησε ο ιστορικός Θουκυδίδης, ανάγκαζε ολόκληρη την παράταξη να έχει πάντα μια δεξιά απόκλιση.

Ο ποιητής της Ιλιάδας περιγράφει συνήθως άλλου είδους μάχες. Οι αντίπαλοι στρατοί είναι πολυπληθείς, αλλά όταν φτάνει η ώρα της σύγκρουσης έχουν λίγα να προσφέρουν, πέρα από επευφημίες και αποδοκιμασίες. Το βάρος πέφτει σχεδόν πάντα στους ηρωικούς αρχηγούς, που συχνά περιφέρονται με άρματα. Η ομηρική μάχη είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια αναμέτρηση ευγενών πολεμιστών. Σε λιγοστές ωστόσο περιπτώσεις ο ποιητής φαίνεται να απομακρύνεται από την παράδοση και τη συνθετική του φαντασία. Αφήνει τότε να διαφανούν εικόνες της δικής του εποχής, όταν η νέα πολεμική τεχνική άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Σε μια από τις σπάνιες περιγραφές αυτού του είδους εξηγεί ότι επιλέγονταν οι γενναιότεροι πολεμιστές και ότι στέκονταν ακλόνητοι μπροστά στον εχθρό. «Το δόρυ του ενός έσμιγε με του άλλου, η ασπίδα με την ασπίδα και το κράνος με το κράνος.» Δεν είναι σαφές από την περιγραφή τι άλλα όπλα φορούσαν και τι κρατούσαν. Η νέα τεχνική ενδέχεται να δοκιμάστηκε στην αρχή με τον παραδοσιακό οπλισμό. Αλλά όταν κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ο καινούριος, κανείς δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει με τον παλαιό τρόπο. Το απαγόρευε πρώτη και καλύτερη η βαριά ασπίδα.

Η μετάβαση στο νέο είδος πολέμου δίνει την εντύπωση μιας επανάστασης. Ολοκληρωμένη απαιτούσε οπλισμό με τεχνολογικές απαιτήσεις και πολεμιστές με συνοχή και υψηλό φρόνημα. Οι οπλίτες δεν ήταν ευγενείς ούτε επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν οι εύποροι αγρότες που είχε υμνήσει ο Ησίοδος και, ολοένα και περισσότερο, αγρότες από λιγότερο εύπορα νοικοκυριά. Τέτοιοι άνδρες υπήρχαν πολλοί. Ανάλογα με την πόλη και την περίσταση, αριθμούσαν από λίγες έως πολλές χιλιάδες. Για να στρατευτούν στις φάλαγγες χρειάζονταν δύο πράγματα: επαρκές εισόδημα, ώστε να προμηθευτούν τα ακριβά όπλα, και κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν.

Το ισχυρότερο κίνητρο για να εξοπλιστούν με δικά τους έξοδα και να πολεμήσουν ήταν η διασφάλιση της ατομικής τους ιδιοκτησίας. Στη φάλαγγα των οπλιτών δεν πολεμούσαν ήρωες για τη δόξα και την τιμή τους, όπως ο Αχιλλέας, αλλά αγρότες για τη γη τους - και τη γη που ήλπιζαν να αποκτήσουν. Οι περισσότερες και συνηθέστερες συγκρούσεις της εποχής ήταν μεταξύ γειτονικών πόλεων για τη διεκδίκηση μιας σπιθαμής γης - περὶ γῆς ὅρων, όπως θα το διατύπωνε αργότερα ο Θουκυδίδης. Στην υπόθεση αυτή στρατεύτηκαν τόσο οι αγρότες των παλαιών πόλεων όσο και των αποικιών. Οι ανάγκες τους και οι αγώνες τους είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Όταν τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, κοντά σε αυτούς στρατεύονταν, σε ξεχωριστά σώματα, και οι φτωχότεροι πολίτες. Οι οικονομικές τους δυνατότητες επέτρεπαν μόνο έναν ελαφρύ οπλισμό, από τον οποίο έπαιρναν την ονομασία ψιλοί. Συνηθέστερα έριχναν ακόντια ή πετούσαν πέτρες.

Μετά την οπλιτική επανάσταση οι ευγενείς εξακολουθούσαν να φτάνουν στα πεδία των μαχών έφιπποι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης πολεμούσαν και αυτοί πεζοί. Το ιππικό άργησε να αξιοποιηθεί στις ελληνικές μάχες και μόνο σταδιακά ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις του πεζικού. Ακόμη και τον 5ο αιώνα, οι ιππείς έπαιζαν βοηθητικό ρόλο. Κινούνταν με ευελιξία, όπου υπήρχε ανάγκη, και καταδίωκαν τους ηττημένους. Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα όλες οι ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τις μονάδες του ιππικού σε συνδυασμό με τις φάλαγγες των οπλιτών και τη δράση των ψιλῶν.

 

Ο ποιητής Τυρταίος ήταν λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο (Κακριδής 2.4.Β.iii.α [σ. 69]). Την εποχή που βρισκόταν στην ακμή του, προς το τέλος του 7ου αιώνα, οι κατακτημένοι από τους Σπαρτιάτες Μεσσήνιοι διεκδικούσαν την ελευθερία τους και απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της σπαρτιατικής πολιτείας. Ο Τυρταίος ανέλαβε να εμψυχώσει τους αποκαρδιωμένους Σπαρτιάτες. Σύμφωνα με την παράδοση, το πέτυχε με το παραπάνω. Με τα ποιήματα που έγραψε δοξάστηκε και ο ίδιος, κατακτώντας σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε ένα από αυτά δίνει άριστα το πολεμικό κλίμα της εποχής και αναδεικνύει τις αξίες του οπλίτη. Ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο ο γενναίος άνδρας να πεθαίνει πέφτοντας στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας για την πατρίδα του. Αντίθετα, είναι ντροπή να βρεθεί σκοτωμένος ο πιο ηλικιωμένος μπροστά από τους νέους. Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Εάν βρεθεί στην πρώτη γραμμή νεκρός ένας γεροντότερος, αυτό σημαίνει ότι οι νεότεροι, που όφειλαν να βρίσκονται μπροστά, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους.

Γίνεται έτσι φανερός ο σαρκασμός του Αρχίλοχου. Για να ξεφύγει από τη μάχη και να τρέξει μακριά, ο οπλίτης έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να ξεφορτωθεί τη βαριά του ασπίδα. Στον κόσμο των οπλιτών, η εγκατάλειψη της ασπίδας τα έλεγε όλα. Ῥίψασπις ήταν στη Σπάρτη ο λιποτάκτης, αυτός που διέπραττε τη μεγαλύτερη ατιμία. Ο Αρχίλοχος, πάντως, δεν ήθελε να παραστήσει τον δειλό ούτε τον αδιάφορο. Επέλεξε τον δικό του, αμφιλεγόμενο τρόπο να δοξάσει και αυτός τον ικανό πολεμιστή. Με τον ίδιο ειρωνικό τρόπο που αναφέρθηκε στον εαυτό του, περιέγραψε και τον στρατηγό της αρεσκείας του: Δεν χρειαζόταν να είναι σωματώδης ή κορδωμένος και να καμαρώνει για τις πλεξούδες και το ξυρισμένο γένι του· μπορούσε να είναι μικροκαμωμένος και στραβοπόδης, αρκεί να πατάνε σταθερά τα πόδια του και να έχει ψυχή.

 

Ο Ησίοδος ισχυρίστηκε ότι είχε κάνει ένα και μοναδικό θαλάσσιο ταξίδι στη ζωή του. Έφτασε έως τη Χαλκίδα και πήρε μέρος στους αγώνες προς τιμήν του ήρωα Αμφιδάμαντα. Κέρδισε ως έπαθλο τον τρίποδα και τον αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο Αμφιδάμας, όπως λεγόταν, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο που διεξήγαγε η πατρίδα του Χαλκίδα εναντίον της γειτονικής Ερέτριας και κηδεύτηκε ως ήρωας. Μολονότι νικητής στον ποιητικό αγώνα, ο Ησίοδος δεν θέλησε, όσο φανερώνουν τα γνωστά του ποιήματα, να αναφερθεί στα πολεμικά εκείνα γεγονότα. Ο Θουκυδίδης, πάντως, πληροφορεί ότι η σύγκρουση δεν ήταν συνηθισμένη. Ενώ έως εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολεμούσαν μόνο εναντίον των γειτόνων τους για μια σπιθαμή γης, πρώτη φορά συνεργάστηκαν μεταξύ τους πολλές πόλεις, ακόμη και μακρινές. Στο πλευρό των Χαλκιδέων τάχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Σάμιοι, ενώ στο πλευρό των Ερετριέων οι Μιλήσιοι.

Αφορμή για τον πόλεμο ήταν και πάλι η καλλιεργήσιμη γη που χώριζε τις δύο πόλεις της Εύβοιας και ονομαζόταν Ληλάντιο Πεδίο· η γενίκευσή του όμως δείχνει ότι διακυβεύονταν πολλά άλλα θέματα στρατηγικής σημασίας στο Αιγαίο και τη Δύση. Η αναμέτρηση αυτή έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων ως ένα πολεμικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Ο Ησίοδος είχε αρνηθεί να υμνήσει τον πόλεμο αλλά, θέλοντας και μη, ύμνησε έναν μεγάλο πολεμικό ήρωα.

Δημήτρης I. Κυρτάτας