Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 457. Ογκύστ Ροντέν, Η γέννηση του ελληνικού αγγείου, 1900-1913. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

12.12. Ροντέν και Αρχαιότητα

«Αγαπώ την Αρχαιότητα με πάθος. Αντιπροσωπεύει για μένα την ύψιστη ομορφιά», διακηρύσσει ο Ροντέν, ένας από τους τελευταίους γλύπτες με κεντρικό θέμα τον άνθρωπο. Ο Ροντέν θα ανανεώσει τους πολυχρησιμοποιημένους και εξαντλημένους πλέον αρχαίους μύθους με μια δική του προσέγγιση: επιλέγει υπαρξιακά θέματα, που εξαίρουν τη γυναίκα, τον έρωτα, τον θάνατο, οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης. Μελετά ζωντανά κινούμενα μοντέλα και διαμορφώνει την πλαστική του γλώσσα συγκεντρώνοντας την προσοχή του στο γυμνό σώμα ως σύμβολο της αρχετυπικής ουσίας του μύθου. Η Αρχαιότητα δεν είναι γι᾽ αυτόν «ένα ορυχείο μυθικών θεμάτων, αλλά ένας κόσμος που οδήγησε την τέχνη στην πιο υψηλή της έκφραση» (Μ. Λαμπράκη-Πλάκα). Γι᾽ αυτό και αναζητεί σε αυτή αισθητικές αρχές και πλαστικές λύσεις και όχι το ανέκδοτο ή έναν ανέκφραστο κλασικιστικό ιδεαλισμό. Συνομιλώντας με τον ιστορικό Πολ Γκσελ εξομολογείται ότι σε όλη του τη ζωή ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο τάσεις της πλαστικής: ανάμεσα στην αντίληψη του Φειδία, που σημαίνει ισορροπία, λόγο και χάρη, και στην αντίληψη του Μιχαήλ Αγγέλου (των Φλωρεντινών) που σημαίνει στροφή προς τα μέσα, αναδίπλωση, κίνηση της μορφής προς τον εαυτό της. «Η αρχαία τέχνη είναι τέχνη της αλήθειας και της απλότητας και δεν μπορεί να διδαχθεί […]. Τι πιο εξωφρενικό από τον Κένταυρο; Γνωρίζετε ωστόσο τίποτε ωραιότερο από τους Κενταύρους της Ολυμπίας και του Παρθενώνα; Αυτοί οι γλύπτες ήξεραν τόσο καλά τη φύση, ώστε τελικά γίνονται συνεργοί της, δημιουργούν πλάσματα ζωντανά». Πίστευε ότι οι Έλληνες πήραν τα σχήματα των αγγείων τους από φυσικές μορφές. Έτσι σχεδιάζει ένα γονατιστό γυναικείο γυμνό (περ. 1900) με τον τίτλο Η γέννηση του ελληνικού αγγείου (εικ. 457). Το 1905 στο βιβλίο του για τους καθεδρικούς ναούς της Γαλλίας, Les cathedrales de France (1914, σ. 8, 88) διαβάζουμε τη γνώμη του για τον Παρθενώνα: «Ο Παρθενώνας συνοψίζει όλη την Ελλάδα […] υπερασπίστηκε την Ελλάδα καλύτερα και από τους σοφούς πολιτικούς της».

Το κυριακάτικο προσκύνημα του Ροντέν στο Λούβρο αρχίζει με την επίσκεψη στη Νίκη της Σαμοθράκης (εικ. 333): «Η Νίκη των Ελλήνων ήταν η Ελευθερία τους». Το 1910 γράφει τον "ύμνο" για την Αφροδίτη της Μήλου (εικ. 340). «Όλη η ζωή πηγάζει από ένα κέντρο και διαχέεται από μέσα προς τα έξω. Έτσι στην καλή γλυπτική μαντεύουμε μια ρωμαλέα εσωτερική ώθηση. Αυτό είναι το μυστικό της αρχαίας τέχνης […]. Η Αφροδίτη της Μήλου μένει στα μάτια των προσκυνητών της ακέραιη και ας είναι ακρωτηριασμένη. Ένα κομμάτι της ομορφιάς είναι η ομορφιά ολόκληρη». Ο πρώτος που παρατήρησε ότι το άγαλμα κερδίζει από τον ακρωτηριασμό του ήταν ήδη το 1874 ο Ζαν Λικάρ : «Αλήθεια αν η Αφροδίτη της Μήλου έφτανε ως εμάς ακέραιη, άμωμη, κρατώντας ακόμη το ένδοξο μήλο, δεν θα κυρίευε το σύγχρονο πνεύμα τόσο έντονα… Τι παράξενο! Χάνοντας ακριβώς το σύμβολο που την έκανε στα μάτια των αρχαίων ενσάρκωση της γυναίκας, κατόρθωσε να γίνει η έκφραση του αιώνιου θηλυκού για μας τους μοντέρνους». Ο Ροντέν λίγο μετά (1877) φτιάχνει έργα όπως ο Άνθρωπος που βαδίζει (χωρίς κεφάλι), τα οποία όμως θα παρουσιάσει στο κοινό αργότερα, μετά το 1900. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συλλογή αρχαιοτήτων του Ροντέν περιλάμβανε κυρίως ακρωτηριασμένα έργα. Την αισθητική επανεκτίμηση των ακρωτηριασμένων έργων την είχε προετοιμάσει ο ρομαντισμός με την αγάπη των ερειπίων και του non finito στην τέχνη. Η προτίμηση του Ροντέν στο θέμα του torso (κορμός χωρίς κεφάλι και άκρα), που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γαλλικό σαλόν στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν η φυσική εξέλιξη αυτής της διαδρομής.