Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 347. Μπραμάντε, tempieto, μικρός ναός στο San Pietro in Montorio στη Ρώμη, περ. 1502.

9.2. Τι ήξεραν για την αρχαία τέχνη στην Αναγέννηση;

Αντίθετα, για τους καλλιτέχνες, αλλά και για τους πνευματικούς ανθρώπους της Αναγέννησης, η αρχαία τέχνη αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο, το μέτρο σύγκρισης, το σημείο αναφοράς. Τα μεγάλα κέντρα της Ιταλίας είχαν το καθένα ξεχωριστά μια ειδική σχέση και έναν έντονο προσανατολισμό προς την Αρχαιότητα. Η Φλωρεντία είχε τον πλούτο, τους Μεδίκους και τους λόγιους, η Βενετία μια πιο άμεση επαφή με την Ανατολή και την Ελλάδα και η Ρώμη τον συγκεντρωτισμό, τη δύναμη των παπών και τα ρωμαϊκά ερείπια. Είναι αλήθεια ότι η γνώση της αρχαίας τέχνης στην Αναγέννηση ήταν αρχικά στην ουσία της φιλολογική. Τα κλασικά αριστουργήματα της γλυπτικής (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν κατέρρευσε εντελώς ο αρχαίος κόσμος, καταστράφηκαν, χάθηκαν και ξεχάστηκαν. Ωστόσο, συγγραφείς όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Φυσική ιστορία (περ. 70 μ.Χ.) ή ο Παυσανίας στο έργο του Ελλάδος περιήγησις (2ος αιώνας μ.Χ.) κατέγραψαν καταλόγους έργων καλλιτεχνών, τα οποία στη δική τους εποχή, δηλαδή 4-5 αιώνες μετά τη δημιουργία των πρωτοτύπων, αντιγράφονταν σε ειδικά εργαστήρια. Η επιλογή των έργων που αντιγράφονταν, κυρίως τα αντίγραφα των κλασικών έργων, καθοριζόταν από το γούστο της ρωμαϊκής εποχής. Οι Ρωμαίοι αντέγραφαν ορισμένα έργα, συχνά σε πάρα πολλές επαναλήψεις, τα οποία σε νέα συμφραζόμενα πλέον προορίζονταν να διακοσμήσουν κήπους, θέρμες, βιβλιοθήκες, ανάκτορα των Ρωμαίων κ.ά. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου μεγάλων καλλιτεχνών της κλασικής εποχής, του Φειδία, του Πολυκλείτου, του Πραξιτέλη κ.ά., το γνωρίζουμε κυρίως χάρη στα ρωμαϊκά αντίγραφα. Και μολονότι η τέχνη καθαυτή των μεγάλων καλλιτεχνών της κλασικής εποχής ήταν άγνωστη στη Δύση, αφού δεν μπορούσε να δει κανείς τα έργα τους, παρέμενε η ανάμνηση, η φήμη τους μέσω των κειμένων.

Το ουμανιστικό κίνημα (humanismus "ανθρωπισμός"), που αφορούσε την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών σπουδών, ιδιαίτερα τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, είναι αυτό που βοήθησε να στραφούν οι καλλιτέχνες της εποχής στην τέχνη της ελληνικής Αρχαιότητας. Ο Πετράρχης (1304-1374) σε σονέτα του προς τον Σιμόνε Μαρτίνι (περ. 1284-1344) εκφράζει τον θαυμασμό του για την Αρχαιότητα. Ο Πετράρχης όμως, όπως και ο Βοκάκιος, δεν γνώριζαν την αρχαία ελληνική, παρόλο που συγκέντρωναν ελληνικά χειρόγραφα. Στην εποχή του Πετράρχη, ο Φειδίας και ο Πραξιτέλης ήταν απλώς ονόματα, το έργο τους ήταν άγνωστο. Δοξάζονταν ως έξοχοι γλύπτες βάσει των περιγραφούν των έργων τους και μάλιστα στη λατινική από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο. Αργότερα, όταν εξαπλώνεται η γνώση της αρχαίας ελληνικής, κυρίως από τους λόγιους που κατέφυγαν σε σημαντικά κέντρα της Ιταλίας μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μπορούν και διαβάζουν για τους παραπάνω καλλιτέχνες σε ελληνικά κείμενα του Παυσανία, του Λουκιανού ή του Φιλοστράτου. Αυτή την παράδοση παρέλαβε και τη μετέφερε στους σύγχρονούς του καλλιτέχνες αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές ο ζωγράφος και θεωρητικός της Αναγέννησης Τζόρτζιο Βαζάρι (1511-1574), γνωστός, όπως είδαμε, κυρίως για τους βίους καλλιτεχνών της εποχής του.

Τι ήξεραν, ωστόσο, στην Αναγέννηση από την Αρχαιότητα; Σήμερα γνωρίζουμε ότι η τέχνη της Αρχαιότητας καλύπτει μια περίοδο 3.000 χρόνων, είναι δηλαδή μεγαλύτερη σε διάρκεια από τη νεότερη ιστορία της τέχνης και έχει μια εξέλιξη που παρουσιάζει πολλές εναλλαγές. Στην Αναγέννηση όμως γνώριζαν μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της τέχνης. Η πρώιμη τέχνη, η γεωμετρική, η αρχαϊκή, αλλά και αυτή των προϊστορικών χρόνων τούς ήταν άγνωστη. Γνωστό ήταν μόνο ένα μικρό σχετικά διάστημα, η εποχή μετά τον Αλέξανδρο, η ελληνιστική περίοδος και τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια. Ωστόσο, και αυτή η όψιμη, περιορισμένη φάση της Αρχαιότητας ήταν για τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης ένα πολύ πλούσιο υλικό, πηγή έμπνευσης και δημιουργικής αναφοράς.

Στην αρχιτεκτονική η μελέτη και η γνωριμία των αρχαίων μνημείων γινόταν αρχικά επίσης μέσα από τα κείμενα. Μπορεί οι δωρικοί ναοί στο Paestum (Ποσειδώνια) και στη Σικελία να ήταν πάντα ορατοί μπροστά τους, κανείς όμως δεν γύριζε να τους προσέξει και κανείς δεν τους αναφέρει σε ολόκληρη την Αναγέννηση. Θα τους ανακαλύψουν μαζί με την Πομπηία αργότερα, τον 18ο αιώνα. Οι αρχιτέκτονες τον 15ο και 16ο αιώνα μελετούν και χτίζουν με βάση το έργο De architectura (Περί αρχιτεκτονικής) του Βιτρουβίου. Το έργο του μεγάλου Ρωμαίου αρχιτέκτονα και θεωρητικού το γνώριζαν και ο Φίλιπο Μπρουνελέσκι (1377-1226) και ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) και το χρησιμοποιούσαν στα μεγάλα ζητήματα που τους απασχολούσαν επιστημονικά σχετικά με τη δόμηση, τη στατική, την κατασκευή, τις αναλογίες. Ωστόσο, στις αρχές του 16ου αιώνα, σε διάφορα μέρη της Ιταλίας και ιδίως στη Ρώμη, αρχίζουν να προσέχουν τα ίδια τα αρχαία αρχιτεκτονήματα, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής για εκκλησίες, παλάτια και βίλες πατρικίων. Το tempieto, ο μικρός κυκλικός ναός που χτίζει ο Μπραμάντε (1444-1514) στο San Pietro in Montorio στη Ρώμη (περ. 1502· εικ. 347) θεωρείται το πρώτο οικοδόμημα της Αναγέννησης σε αρχαίο στιλ (antico), όπου τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη έχουν τη σωστή λειτουργία τους.

Τα αρχαία θέματα στην τέχνη της Αναγέννησης αποτέλεσαν σχεδόν το αποκλειστικό αντικείμενο έρευνας της σχολής των εικονολόγων με επικεφαλής τους διαπρεπείς ιστορικούς της τέχνης Άμπι Βάρμπουργκ, Έρβιν Πανόφσκι και αργότερα τον Ερνστ Γκόμπριτζ.