Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 309. Μικρό χάλκινο αντίγραφο της Τύχης της Αντιοχείας, έργου του Ευτυχίδη. Παρίσι, Λούβρο.

8.1.2. Η Αντιόχεια

Ο Σέλευκος, ένας από τους στρατηγούς και διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε βασιλιάς της Συρίας και δημιούργησε ένα αχανές κράτος που περιελάμβανε όλες σχεδόν τις ασιατικές χώρες που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος. Πρωτεύουσα αυτού του κράτους έγινε μια νέα πόλη, η Αντιόχεια, που ίδρυσε ο Σέλευκος γύρω στο 300 π.Χ. στη βόρεια Συρία, δίπλα στον ποταμό Ορόντη (σήμερα στη νότια Τουρκία). Η πόλη ήταν μεγάλη, με φαρδείς δρόμους και επιβλητικά κτήρια, δεν έχουμε όμως για αυτήν πολλές πληροφορίες όπως για την Αλεξάνδρεια. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως κυρίως μνημεία της όψιμης Αρχαιότητας, γιατί στην εποχή αυτή η πόλη γνώρισε μεγάλη άνθηση. Έτσι η ελληνιστική Αντιόχεια παραμένει ως σήμερα ουσιαστικά άγνωστη. Μαθαίνουμε ότι είχε έναν τουλάχιστον σημαντικό ναό του Δία καθώς και ένα κατάφυτο προάστιο, τη Δάφνη, όπου υπήρχε ένα περίφημο ιερό του Απόλλωνα.

Το πιο γνωστό έργο τέχνης στην Αντιόχεια ήταν το άγαλμα της Τύχης της πόλης, έργο του γλύπτη Ευτυχίδη, μαθητή του Λυσίππου. Το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο και εικόνιζε μια ώριμη γυναίκα, ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο, που φορούσε στο κεφάλι ένα πυργόμορφο στέμμα και καθόταν επάνω σε έναν βράχο (εικ. 309). Κάτω από τα πόδια του αγάλματος έβγαινε ο κορμός και το κεφάλι μιας γυμνής νεανικής ανδρικής μορφής, που ήταν η προσωποποίηση του ποταμού Ορόντη. Το άγαλμα ήταν χάλκινο και το γνωρίζουμε από μια μεγάλη σειρά αντιγράφων διαφόρων μεγεθών· τα μεγάλα είναι από μάρμαρο, ενώ τα μικρά συχνά από χαλκό. Εντύπωση προκαλεί η έντονη συστροφή της μορφής, που δεν έχει μια κύρια όψη, αλλά αναπτύσσεται ελεύθερα μέσα στον χώρο. Η ιδιομορφία αυτή είναι χαρακτηριστική για την τέχνη της ελληνιστικής εποχής και η Τύχη της Αντιοχείας, που χρονολογείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., μοιάζει να είναι ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα της νέας τάσης που εγκαταλείπει τα παραδοσιακά μοτίβα στήριξης και δημιουργεί αγάλματα κινημένα σαν ζωντανούς οργανισμούς.