Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 190. Καλυκωτός κρατήρας του “ζωγράφου των Νιοβιδών”: Ο Απόλλων και η Άρτεμη σκοτώνουν τα παιδιά της Νιόβης, 460-450 π.Χ. Παρίσι, Λούβρο.

5.1.1. Ο κρατήρας των Νιοβιδών

Το πιο γνωστό παράδειγμα ερυθρόμορφου αγγείου διακοσμημένου με παραστάσεις που δείχνουν την επίδραση της μεγάλης ζωγραφικής είναι ένας καλυκωτός κρατήρας από το Orvieto της κεντρικής Ιταλίας (Ετρουρίας), σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου (εικ. 190), που χρονολογείται στη δεκαετία 460-450 π.Χ. Στη μια όψη αυτού του κρατήρα εικονίζεται ο φόνος των γιων και των κορών της Νιόβης από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη και γι᾽ αυτό ο αγγειογράφος που φιλοτέχνησε την παράσταση ονομάζεται «ζωγράφος των Νιοβιδών». Σύμφωνα με τον μύθο, η Νιόβη, κόρη του Ταντάλου, παντρεύτηκε τον Αμφίονα από τη Θήβα και έκανε επτά γιους και επτά κόρες. Περήφανη καθώς ήταν, η Νιόβη καυχήθηκε κάποτε για τα πολλά παιδιά της στη Λητώ, που είχε μόνο δύο. Εξοργισμένη από την προσβολή, η Λητώ ζήτησε από τα δικά της παιδιά, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, να τιμωρήσουν τη Νιόβη και αυτοί σκότωσαν με τα βέλη τους τα παιδιά της. Σώθηκαν μόνο ένας από τους γιους και μία από τις κόρες της Νιόβης.

Στο κέντρο της σκηνής του φόνου των Νιοβιδών στον κρατήρα του Λούβρου εικονίζονται ο Απόλλων και η Άρτεμη καθώς τοξεύουν τα παιδιά της Νιόβης· δύο από αυτά προσπαθούν μάταια να ξεφύγουν, ενώ δύο άλλα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, κείτονται ήδη νεκρά στο έδαφος. Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα σε ένα βραχώδες ορεινό τοπίο, όπου διακρίνεται ένα δέντρο. Οι ανωμαλίες του εδάφους φαίνονται καθαρά από τη θέση των νεκρών Νιοβιδών που κείτονται στο έδαφος και από την κίνηση όσων τρέχουν για να γλιτώσουν. Στην άλλη πλευρά του κρατήρα εικονίζεται μια πολυπρόσωπη σκηνή, στην οποία εμφανίζονται διάφοροι ήρωες της μυθολογίας που είναι δύσκολο να αναγνωριστούν· ο ένας στο κάτω μέρος της παράστασης είναι ξαπλωμένος και ανασηκώνεται, ένας άλλος δίπλα του είναι καθιστός και οι υπόλοιποι όρθιοι. Με βεβαιότητα ταυτίζονται μόνο δύο μορφές, η Αθηνά και ο Ηρακλής, ο οποίος εικονίζεται στο κέντρο της σύνθεσης. Η συνολική ερμηνεία της σκηνής παραμένει αινιγματική. Οι διαφορετικές στάσεις και οι τολμηρές προοπτικές βραχύνσεις των μορφών καθώς και η τοποθέτησή τους σε διαφορετικά επίπεδα μέσα στον χώρο είναι στοιχεία που παραπέμπουν στις σημαντικές καινοτομίες της μεγάλης ζωγραφικής του πρώτου μισού του 5ου αιώνα π.Χ., που αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς, συνδέοντας τες, όπως είδαμε, με τον Πολύγνωτο και τον Μίκωνα. Είναι επομένως πολύ πιθανό, όπως έχουν ήδη υποθέσει, ο «ζωγράφος των Νιοβιδών», όταν ζωγράφιζε τον κρατήρα αυτόν, να είχε ως πρότυπά του τοιχογραφίες ή πίνακες των δύο αυτών ζωγράφων και ειδικά του Πολυγνώτου. Πόσο θαύμαζαν τον Πολύγνωτο οι Αθηναίοι αγγειογράφοι των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα φαίνεται και από το γεγονός ότι τρεις από αυτούς είχαν πάρει το όνομά του και υπέγραφαν έτσι τα έργα τους.