Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 67. Αμφορέας του “ζωγράφου του Άμαση”, γύρω στο 540 π.Χ. Würzburg, Martin von Wagner Museum.

  • 68. Λήκυθος του “ζωγράφου του Άμαση”, γύρω στο 550 π.Χ. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

  • 69. Αμφορέας του Εξηκία, γύρω στο 530 π.Χ. Boulogne-sur-Mer, Musée Communal.

  • 70. Αμφορέας του Εξηκία, γύρω στο 530 π.Χ.: Αχιλλέας και Αίας. Βατικανό, Museo Gregoriano Etrusco.

  • 71. Αμφορέας του Εξηκία, γύρω στο 530 π.Χ.: Οι Διόσκουροι, ο Τυνδάρεως και η Λήδα. Βατικανό, Museo Gregoriano Etrusco.

3.1.7. Η ακμή του αττικού μελανόμορφου ρυθμού: Ο «ζωγράφος του Άμαση» και ο Εξηκίας

Στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. τοποθετείται η δράση των δύο σημαντικότερων αγγειογράφων του αττικού μελανόμορφου ρυθμού, του «ζωγράφου του Άμαση» και του Εξηκία. Το όνομα του πρώτου μάς είναι άγνωστο, καθώς δεν έχει υπογράψει κανένα από τα σωζόμενα έργα του, και γι᾽ αυτό τον αποκαλούμε «ζωγράφο του Άμαση» από τον κεραμέα του οποίου διακοσμούσε τα αγγεία. Το όνομα Άμασις είναι αιγυπτιακό και το είχε ένας φαραώ του 6ου αιώνα που είχε στενές σχέσεις με την Ελλάδα· ήταν μάλιστα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, φίλος του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη. Δεν ξέρουμε αν το όνομα του κεραμέα Άμαση δηλώνει ότι ο κάτοχός του είχε αιγυπτιακή καταγωγή ή σχέσεις με την Αίγυπτο. Οπωσδήποτε όμως το ρεπερτόριο του ζωγράφου που διακοσμούσε τα αγγεία του ήταν αθηναϊκό. Παράδειγμα είναι ένας αμφορέας από την Ετρουρία (σήμερα στο Würzburg της Γερμανίας) με διονυσιακά θέματα, ο οποίος χρονολογείται γύρω στο 540 π.Χ. (εικ. 67). Στη μια όψη, που δεν σώζεται καλά, εικονίζεται ο ίδιος ο Διόνυσος, σε κατάσταση ευθυμίας, να χορεύει με τη συνοδεία αυλού που παίζει ένας σάτυρος· ένας άλλος σάτυρος γεμίζει με κρασί το ποτήρι (κάνθαρο) του θεού από ένα ασκί. Στην άλλη όψη πέντε σάτυροι ασχολούνται με την παραγωγή του ποτού που χάρισε ο Διόνυσος στους ανθρώπους: ο ένας πατάει τα σταφύλια που ρίχνει στο πατητήρι ο σύντροφός του, υπό τον ήχο του αυλού που παίζει ένας τρίτος· ο τέταρτος γεμίζει ένα πιθάρι, ενώ ένας πέμπτος, πίσω τους, χορεύει. Η σκηνή δεν είναι μυθολογική, παρόλο που οι μορφές ανήκουν στη σφαίρα του μύθου. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι σάτυροι εκτελούν ανθρώπινες εργασίες, που όμως σχετίζονται με τη φύση τους. Όσο για τον Διόνυσο, δοκιμάζει ο ίδιος το δώρο του προς τους ανθρώπους, το κρασί, και υφίσταται τις συνέπειες από την κατανάλωσή του. Ο ανθρώπινος και ο θεϊκός κόσμος πλησιάζουν και σχεδόν ταυτίζονται με τη βοήθεια του θεϊκού ποτού που διώχνει τη λύπη και φέρνει τη χαρά.

Ακόμη πιο κοντά στη ζωή των ανθρώπων της εποχής μάς φέρνει η παράσταση μιας ληκύθου (μικρού αγγείου για μυρωμένο λάδι) του ίδιου ζωγράφου από έναν τάφο στη Βάρη της Αττικής, σήμερα στη Νέα Υόρκη (εικ. 68). Εδώ βλέπουμε μια γαμήλια πομπή, με τον γαμπρό και τη νύφη να πηγαίνουν μπροστά, καθισμένοι σε ένα αμάξι που το σέρνουν μουλάρια (μια απήνη), και να κατευθύνονται προς την πόρτα του σπιτιού του γαμπρού. Η νύφη κρατάει στεφάνι και ανασηκώνει την άκρη του ιματίου της, αποκαλύπτοντας συμβολικά το πρόσωπό της στον άνδρα της. Πίσω τους, πλάτη με πλάτη, κάθεται ένας παράνυμφος (πάροχος) με ένα ρούχο στα γόνατά του. Η παράσταση δεν είναι συνηθισμένη και το αγγείο ίσως ήταν ειδική παραγγελία της νεκρής, που τοποθετήθηκε ως κτέρισμα στον τάφο της. Την άποψη αυτή ενισχύει η ύπαρξη μιας όμοιας ληκύθου από τον ίδιο τάφο, στην οποία εικονίζονται γυναίκες που υφαίνουν.

Αλλά ο πιο σπουδαίος αγγειογράφος της γενιάς αυτής και όλου του μελανόμορφου ρυθμού είναι ο Εξηκίας, που φαίνεται ότι μαθήτευσε δίπλα στον Νέαρχο. Τα έργα του, αρκετά από τα οποία φέρουν την υπογραφή του, ξεχωρίζουν για την ακρίβεια και τη δύναμη του σχεδίου και την αρμονία της σύνθεσης. Ωραίο παράδειγμα είναι ένας αμφορέας του 530 π.Χ. περίπου στη Boulogne-sur-Mer (Γαλλία), όπου εικονίζεται ο Αίας έτοιμος να αυτοκτονήσει (εικ. 69). Ο μύθος μάς είναι γνωστός από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ο Αίας, μεγαλόσωμος και δυνατός πολεμιστής, είχε καταφέρει να σώσει το σώμα του Αχιλλέα από τους Τρώες και να το φέρει στο στρατόπεδο των Αχαιών, και γι᾽ αυτό πίστευε ότι του ανήκαν δικαιωματικά τα λαμπρά όπλα του νεκρού. Όμως τα ίδια όπλα διεκδικούσε και ο Οδυσσέας, ο οποίος κατάφερε να πείσει τους Αχαιούς να του τα δώσουν. Τότε ο Αίας έχασε τα λογικά του και βάλθηκε να σκοτώσει τους Αχαιούς με το σπαθί του. Αλλά η Αθηνά θόλωσε το μυαλό του και τον έκανε να επιτεθεί σε ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν ο Αίας συνήλθε και κατάλαβε τι είχε κάνει, ντροπιασμένος αποφάσισε να αυτοκτονήσει· έστησε όρθιο το σπαθί του στο έδαφος και έπεσε επάνω. Στην αγγειογραφία του Εξηκία βλέπουμε τον ήρωα να προετοιμάζεται να δώσει τέλος στη ζωή του. Είναι μια σκηνή έντονα τραγική, στην οποία συμπυκνώνεται η απόγνωση του ανθρώπου που αισθάνεται ότι η ζωή του δεν έχει πια καμιάν αξία, αφού έχασε την αξιοπρέπεια του.

Το ωραιότερο από τα έργα του Εξηκία που μας σώζονται είναι ένας αμφορέας στο Μουσείο του Βατικανού. Στη μια όψη του αγγείου εικονίζεται ένα επεισόδιο από τον Τρωικό Πόλεμο που μας είναι γνωστό μόνο από απεικονίσεις σε αττικές κυρίως αγγειογραφίες (εικ. 70): σε μιαν ανάπαυλα του Τρωικού Πολέμου ο Αίας και ο Αχιλλέας, καθιστοί και φορώντας τον οπλισμό τους, παίζουν πεσσούς, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι όμοιο με την ντάμα ή το τάβλι. Από το στόμα τους βγαίνουν οι λέξεις τρία και τέσσαρα, που αναφέρονται ίσως σε ζαριές. Στην άλλη όψη (εικ. 71) εικονίζονται οι Διόσκουροι, που έχουν επιστρέψει στο σπίτι τους, όπου τους περιμένουν οι γονείς τους, ο Τυνδάρεως και η Λήδα. Ο Κάστωρ, ντυμένος με χλαμύδα, τον μανδύα των στρατιωτών και των ταξιδιωτών, στέκεται δίπλα στο άλογό του, τον Κύλλαρο, ενώ ο Πολυδεύκης παίζει με τον σκύλο. Η Λήδα κρατάει στο δεξί της χέρι ένα άνθος και στο αριστερό ένα κλαδί. Μπροστά στο άλογο ένας υπηρέτης (που εικονίζεται μικρότερος γιατί είναι δούλος) κουβαλάει ένα κάθισμα (δίφρο) επάνω στο οποίο υπάρχει ένα διπλωμένο ύφασμα. Και οι δύο αγγειογραφίες ξεχωρίζουν για την ποιότητα του σχεδίου και την εξαιρετική δεξιοτεχνία στη χρήση της χάραξης.

Με τον «ζωγράφο του Άμαση», τον Εξηκία και άλλους, λιγότερο προικισμένους αλλά άξιους αγγειογράφους, ο αττικός μελανόμορφος ρυθμός φτάνει στο αποκορύφωμά του. Η επόμενη γενιά δεν προσπάθησε να ξεπεράσει τους μεγάλους αυτούς τεχνίτες, αλλά ανακάλυψε μια νέα τεχνική για τη διακόσμηση των αγγείων, που άνοιξε καινούργιους δρόμους: τον ερυθρόμορφο ρυθμό.