Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

1.5. Το εμπόριο, ο πρώτος αποικισμός και οι σχέσεις με την Εγγύς Ανατολή

Μια άλλη διαπίστωση που προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα είναι ότι η οικονομία των οικισμών στην περίοδο που εξετάζουμε δεν βασιζόταν μόνο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, αλλά επίσης (και ίσως ακόμη περισσότερο) στο εμπόριο, και μάλιστα το θαλάσσιο, η σημασία του οποίου αυξήθηκε ραγδαία από τον 9ο αιώνα και έπειτα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του οικισμού της Ζαγοράς στη δυτική ακτή της Άνδρου, που είναι χτισμένος σε μια μικρή χερσόνησο περιτριγυρισμένη από θάλασσα, χωρίς εύκολη πρόσβαση σε καλλιεργήσιμη γη ή βοσκοτόπια. Η έκταση και η σημασία του εμπορίου γίνονται φανερές από την ανεύρεση σε οικισμούς και ιερά της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας αντικειμένων που προέρχονται από περιοχές όπως η Συρία, η Φοινίκη και η Αίγυπτος. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός ότι γύρω στα εκατό αττικά αγγεία του τέλους του 10ου και του 9ου αιώνα βρέθηκαν σε τάφους στην Κνωσό της Κρήτης.

Το κυριότερο όμως τεκμήριο για τη βαθμιαία ανάπτυξη οργανωμένου εμπορίου είναι η παρουσία αντικειμένων από χρυσό, η ανάπτυξη της κατεργασίας μετάλλων που συχνά έρχονται από μακρινές περιοχές (όπως ο χαλκός, ο σίδηρος και ακόμη περισσότερο ο κασσίτερος) καθώς και η εμφάνιση σπάνιων και πολύτιμων υλικών, όπως το ελεφαντόδοντο. Τα πολύτιμα υλικά έρχονταν κυρίως από την Ανατολή, τη Μεσοποταμία και τη Συρία. Οι έμποροι που τα μετέφεραν ήταν συχνά Φοίνικες (που αναφέρονται ήδη στην Οδύσσεια), αλλά πιθανόν και Έλληνες που έφταναν με τα πλοία τους ως τις ακτές της Συρίας. Εκεί, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, στη σημερινή Al Mina, έχει ανασκαφεί μια εγκατάσταση που, όπως δείχνουν τα ευρήματα, ίσως ήταν εμπορικός σταθμός Ελλήνων. Σημαντικό ρόλο στις εμπορικές επαφές με την Ανατολή έπαιζε η Κύπρος, όπου οι Έλληνες είχαν εγκατασταθεί από το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ. Τη γνώση της κατεργασίας των μετάλλων και του ελεφαντόδοντου οι Έλληνες πρέπει να τη χρωστούσαν σε μεγάλο βαθμό στις στενές επαφές τους με τεχνίτες της Ανατολής. Οι επαφές αυτές οδήγησαν άλλωστε και σε μιαν άλλη εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, τη δημιουργία της ελληνικής αλφαβητικής γραφής.

Ανάμεσα σε αυτούς που ασχολούνταν συστηματικά με το εμπόριο και τη ναυτιλία στα πρώιμα αυτά χρόνια σημαντική θέση φαίνεται ότι κατείχαν οι Ευβοείς. Δεν είναι τυχαίο ότι αντικείμενα συριακής και αιγυπτιακής προέλευσης του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ. έχουν βρεθεί στην Εύβοια. Δεν αποκλείεται οι πρώτοι Ίωνες που γνώρισαν οι λαοί της Ανατολής και έδωσαν το όνομά τους σε όλους τους Έλληνες (Jaunas, Junani κτλ.) να ήταν Ευβοείς και όχι Ίωνες της Μικράς Ασίας, όπως υπέθεταν παλαιότερα. Έχουμε επίσης λόγους να πιστεύουμε ότι οι Ευβοείς ήταν οι πρώτοι που ξεκίνησαν τον αποικισμό, σε μια εποχή παλαιότερη από εκείνη στην οποία αναφέρεται, όπως είδαμε, ο Θουκυδίδης. Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι ο αποικισμός της βόρειας ακτής του Αιγαίου και ειδικότερα της Χαλκιδικής άρχισε ήδη τον 11ο αιώνα π.Χ. και ίσως ακόμη παλαιότερα. Οι πρώτοι ιδρυτές αποικιών στην περιοχή φαίνεται ότι ήταν Ευβοείς. Η εγκατάστασή τους αποσκοπούσε πιθανότατα στην εκμετάλλευση εμπορεύσιμων πρώτων υλών που ξέρουμε ότι διέθετε η Χαλκιδική, ιδιαίτερα οικοδομήσιμη και ναυπηγήσιμη ξυλεία καθώς και μεταλλεύματα.