Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

του Α.-Φ. Χριστίδη

Νεοελληνικές διάλεκτοι

Δείγματα νεοελληνικών διαλέκτων. Μερικές δεν μιλιούνται πια.

Χρησιμοποιούνται τα παρακάτω σύμβολα:  = παχύ · , , ,  = ουρανικοί φθόγγοι, όπως στις λέξεις κιλό, μιλιά, πανιά, χυμός αντίστοιχα· ξ́, σ́, τ́ = ουρανικοποιημένοι φθόγγοι , , ·  = παχύ ·

στην ποντιακή,  = φωνήεν ανάμεσα στο και στο ·

στην καππαδοκική, ə = φωνήεν που αρθρώνεται όπως το , αλλά με πιο κλειστό στόμα· q = φθόγγος περισσότερο υπερωικός από το ·  = υπερωικό , όπως μετά το πρώτο α στη λέξη αγκαλιά·

στην τσακωνική, κ῾, π῾, τ῾ = δασέα , , · τ́ = ουρανικοποιημένο και απαλό .

Πελοποννησιακή: Αναμνήσεις από την επανάσταση του 1821

Πώς να σου τα μολοήσω, παιδάκι μου; Εδώ πέρα, καθώς θα 'χεις μαθημένα, ήτανε πρώτα Τουρκιά. Τόμ άναψε το ντουφέκι, οι καλοί άντρες πήγανε στον πόλεμο και μεις μείναμε. Ήτανε φερμένος ο Μπραήμης και μας εκυνήησε και εφύγαμε· άλλοι τις Πέτσες κι άλλοι το Λενίδι. Εμείς σηκωθήκαμε, καμιά κατοστή φαμπελιές, και πάμε τα Τζίντζινα, από κει βγαίνομε τον Άι-Βασίλη τη ρεματιά μέσα. Από τον Άι-Βασίλη στο Βρονταμά, από το Βρονταμά στο Παρόρι, κι από το Παρόρι στο Μυστρά φευγόδικοι. Στο Βρονταμά, πού να σου λέω, μας εκυνηήσανε· δε μας αφήνανε να πιούμε νερό.

τόμ: όταν | τις Πέτσες, το Λενίδι κτλ.: στις Σπέτσες, στο Λενίδι κτλ. | φαμπελιές: φαμίλιες, οικογένειες

Μανιάτικη: Σατιρικό μοιρολόι. (Τα γράμματα σε παρένθεση μόλις ακούγονται.)

«Μωρή, τί να ζε κάνομε;

Για να ζε περιμένομε,

μωρή, δε(ν) τάζεις τίποτα;»

«Δε(ν) κουμαντάρου τίποτα,

γιατ' έναι η μάνα μου μη(ι)τρά,

μόν' το φουστάνι που φορού

το τάζου κ(ι)αι περικαλού

ο γάιδαρος να σηκωθεί

και το σομάρι στην οργή.»

ζε: σε | έναι: είναι | μη(ι)τρά: μητριά | φορού: φορώ | περικαλού: παρακαλώ | σομάρι: σαμάρι

Επτανησιακή: Ο ανεμοστρόφιλος

Μες στις δώδεκα ώρες τση μερός, ό,τι καιρός κι αν είναι, τυχαίνει κάποτες να διαβεί από το χωριό ένας αγέρας μεγάλος και δυνατός με κάτι χτύπους σα σκεπετιές κι ό,τι βρει ομπρός του το σέρνει· σηκώνει κι άνθρωπο (θέλεις άλλο;) και σου τον απελάει μεδά ξέρω κι εγώ πού! Εμείς εούτο το κακό το λέμ' ανεμοστρόφιλο, κι ομολογούνε πως είναι κειμεσαθιό αγερικά πλήθος αρίφνητο και πολεμάνε συναμεταξύ τους το 'να με τ' άλλο.

τση μερός: της ημέρας | σκεπετιές: τουφεκιές | απελάει: αμολάει | μεδά: ούτε | εούτο: τούτο | κειμεσαθιό: εκεί μέσα | αρίφνητο: αναρίθμητο

Μεγαροαιγινήτικη: Αιγινήτικο παραμύθι

Μια φορά τσ' ένα τσαιρό ήτανε ένας βασιλέας, Ύπνος τ' όνομά του. Δίπλα εις το παλάτι εκαθότανε μια φτωχή κόρη τσαι ξενοδούλευε τσαι ζούσε. Ενυχτόρευε τσαι, όντες της ερχότανε ο ύπνος να τουμηθεί, έπαιρνε κουτσία τσ' έτρωε τσ' έλεε: «Ήρθες, ύπνε. Καλώς ήρθες, φάε κουτσία τσαι φύγε.»

τσ' ένα τσαιρό: κι έναν καιρό | τσαι: και | ενυχτόρευε: ξενυχτούσε | όντες: όταν | τσουμηθεί: κοιμηθεί | κουτσία: κουκιά

Κυκλαδική: Παροιμία από την Άνδρο

Όποιος ξοδεύγει δεκοχτώ

τσαι δε σοδεύγει τριγιάdα,

στη φυλατσή το βάζουνε

τσαι δεν ηξέρει γιάdα.

τσαι: και | σοδεύγει: κερδίζει | γιάdα: γιατί

Κρητική: Τραγούδι νεαρού

Οψές αργά επέρνουνα 'πού τη Χαριτωμένη

κι είδα μιαν κόρη κι έπλυνε, ω τη διαολεμένη!

Κι εγώ τση ζήτηξα φιλί, κι αυτή εκρυφογέλα

και θάρρουνα πως μου 'λεγε: «Σα θες, το βράδυ έλα.»

Και σαν εποσκοτείνιασε, εγλάκουνα ως εbόρου,

κι εκείνη είχε κουζουλούς κι εβλέπανε τσι πόρους.

επέρνουνα: περνούσα | 'πού: από | Χαριτωμένη: ναός της Παναγίας | τση ζήτηξα: της ζήτησα | θάρρουνα: θαρρούσα, νόμιζα | εποσκοτείνιασε: σκοτείνιασε εντελώς | εγλάκουνα: έτρεχα | εbόρου: μπορούσα | κουζουλούς: τρελούς· εδώ: ζωηρούς | εβλέπανε: πρόσεχαν | τσι πόρους: τις πόρτες, τα περάσματα

Δωδεκανησιακή: Παράδοση από την Κω

Η μια η γειτόνισ-σα ήθελε ν-να πάνε στα μοναστήρgια όλ-λdα να τα προσευκηστούνε. Ε, αυτή λοιπόν επήγαιν-νεμ bροστά. Οι άλ-λdες την εσυκοφανdίζ-ζαμ 'bό πίσω, να πούμενε, την επαρεξηγούσασίνε. Ε, αυτή ητίναξεν, ηπάαιν-νένε με την αθέαν dης την gαρδγιά. Δεν ησταμάτησένε. Επρόφτασεν αυτή πιο γλήορι, επήαινε στον Άιγ-Γιώρgη. Της φανερώθητσεν ο Άις Γιώρgης. Είπεν ότι «Τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω, αυτήν dην αγωνίαμ bου 'καμες για μένα, να 'ρτεις να πκιάσεις να με σκουπίζ-ζεις;»

μoναστήρgιa: ξωκλήσια | προσευκηστούνε: προσκυνήσουν | 'bό πίσω: από πίσω | ητίναξεν: προχώρησε γρήγορα | ηπάαιν-νένε: πήγαινε | αθέαν: αθώα | γλήορι: γρήγορα | τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω: τί χάρη θέλεις να σου κάνω | dην αγωνίαμ: τον κόπο

Στερεοελλαδίτικη: Παράδοση από την Αιτωλία

Στου Βραχώρ νια βουλά ήμναν φυγόδικους· κι ήμναν σν Άι-Παρασκιβή κι μόμναν, κι αϊκώ: «Μάνθου! Μάνθου!» Δε μίσα. Ύστιρα είπι: «Ωρέ, συ είσι, δείνα!» Έκαμα πως δεν άικσα τίπουτα. μήθκα. Κουντά χαραή ήβρα του μαχαίρι μ μπημένου μες στου τσαρού κι πάρα πέρα του κμπούρι μ· κι βρέθκα χτισμένους. Ύστιρα έμαθα πως είνι κει νιράιδις.

νια βουλά: μια φορά | ήμναν: ήμουν | σν: στην | μόμαν: κοιμόμουν | αϊκώ: ακούω | χαραή: χαραυγή, χαράματα | μπημένου: μπηγμένο | κμπούρι: κουμπούρι

Θεσσαλική: Παραμύθι από τον Τίρναβο

Ήταν ένας φτουχός, είχι δυο ζουντόβουλα κι μιτ' αυτά κουβανούσι χώμα. Ήταν χουματάς. Η γναίκα τ ήταν μια φαντασμέ! Κάθι ώρα τουν είχι του κουντό, ντε κι καλά να γέ αφέντς. «Γέαφέντς,» τουν ήλεγι, «κι έ ι Θιος. Γέαφέντς κι έ ι Θιος.» «Μαρή γναίκα,» τν ήλιγι, «πώς να γένου αφέντς; Σα δεν κουβανήσου χώμα πώς θα ζήσουμι;»

ζουντόβουλα: ζώα | μιτ': με | κουβανούσι: κουβαλούσε | τουν είχι του κοντό: τον είχε από κοντά | ι Θιος: ο Θεός | μαρή: μωρέ | τν: την

Μακεδονική: Η Χιονούλα

Μια φουρά κι έναν κιρό ήταν ένας βασλιάς κι μια βασίλτσα. Η βασίλτσα, ικεί που έπλικι ν ταντέλα, πήγι ένα σπουρίτ́ στου παραθύρ. Η βασίλτσα, σαν του είδι, έτριξι γρήγουρα ν' ανοίξ́ του παραθύρ για να μπει μέσα. Πως έκανι ν' ανοίξ́ του παραθύρ, μπήκι ου κουρσές μέσα στου δάχτυλου τς κι του αίμα έσταξι πάν' στου χιον. Είπιν η βασίλτσα: «Να χάμου ένα κουρίτσ́ να 'νι κόκκινου σαν του αίμα κι άσπρου σαν του χιο!» Όπους είπιν η βασίλτσα, ετσ́ κι έγινι.

ν: την | κουρσές: βελονάκι

Κυπριακή: Οι μαγικές μπότες

Ένας άθρωπος είεν τρεις γιούες. Τείνος ο άθρωπος επήεν εις το παναΰριν τ' έχερεν μιαν αλ-λαήν ποΐνες. Τ' επήεν ο μιαλ-λύτερος γιος του ται λαλεί του: «Γιε, παπά, χέρ' μου τούτες τες ποΐνες τ' εν-να τες χορίω εγιώνη.» «Ίντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. «Να σου γλέπω ψύλ-λους μέσ' τ' άερο,» λ-λαλεί του. «Ε, γιε μου, πήαιν-νε τ' εν κάμνεις για λ-λόου μου.» Επήεν ο δεύτερος, λαλεί του: «Φέρ' μου, γέρο, πο τούτες τες ποινές να τες χορίω.» Λαλεί του: «Μα ντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. Λαλεί του: «Να σου φκάλ-λω -ύλ-λους έξω 'πού το χωρκόν.»

Ένας άνθρωπος είχε τρεις γιους. Αυτός ο άνθρωπος πήγε στο πανηγύρι και έφερε ένα ζευγάρι μπότες. Και ο μεγαλύτερος γιος του πήγε και του είπε: «Ε, πατέρα, φέρε μου αυτές τις μπότες και θα τις φορέσω εγώ.» «Τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. «Θα βλέπω ψύλλους μέσα στο άχυρο,» του λέει. «Ε, γιε μου, πήγαινε, και δεν κάνεις για μένα.» Πήγε ο δεύτερος, του λέει: «Φέρε μου, γέρο, αυτές τις μπότες να τις φορέσω.» Του λέει: «Και τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. Του λέει: «Θα βγάζω σκυλιά έξω από το χωριό.»

Ποντιακή: Η παρέα της αλεπούς και του φιδιού

Έναν καιρόν ο αλεπόν και το φίδ' εποίκαν συντροφίαν κι επήγαν σ' έναν τρανόν δεντρόν αφκά, έχτ'σαν τ' οσπιτόπον ατουν κι ερχίνεσεν ο καθένας να 'φτάει την δουλείαν ατ'. Ο αλεπόν επέν'νεν κι έφερ'νεν κοσσάρας ας σα σουμά τα χωρία και με τα δόντ'τ' ένοιεν τα καρδίας ατουν και τ' ωβά εδίν'νεν 'ς σο φίδ' και το κρέας έτρωεν ο ίδιον.

Έναν καιρό η αλεπού και το φίδι έκαναν παρέα και πήγαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έχτισαν το σπιτάκι τους κι άρχισε ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Η αλεπού πήγαινε κι έφερνε κότες από τα κοντινά χωριά και με τα δόντια της άνοιγε την κοιλιά τους και τα αβγά τα έδινε στο φίδι και το κρέας το έτρωγε η ίδια.

Ποντιακή: Δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα

Χριστέ μ', ούλ καλά ποίκες, τρία καλά κί εποίκες·

ποίκες τον ουρανόν ψηλά, κι εκεί σκάλαν κί εφτάνει,

ποίκες την θάλασσαν πλατύν, κι εκεί γεφύρ' κί στέκει,

ποίκες την ξενιτιάν μακρά, κι εκεί λαλ κί πάγει.

ούλ: όλα | ποίκες: έκανες | κί: δεν | λαλ: μιλιά

Καππαδοκική: Παραμύθι από το Αραβάνι

Ήσανε ρο φέα, αdέλφα, το 'να τανό και το 'να αqουλού. Είχαν ένα βαβά, και πέρανε. Ιτό βαβά τουν ζείν τουν. Είχαν και πολλά πρόβατα κι ένα τανά. Είχαν και ρο αχə́ρια, το 'να τεζέ και τ' άλλο παλό. Ένα μέρα τ' αqουλού σο τανό τ'είπε: «Όσα πρόβατα bουν σο τεζέ σο αχə́ρ τα μον dαι· όσα μbουν σο παλό τα σον dai.»

Ήτανε δυο παιδιά, αδέρφια, ένα κουτό και ένα έξυπνο. Είχαν έναν πατέρα, και πέθανε. Ο πατέρας τους ήταν πλούσιος. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι. Είχαν και δυο στάβλους, τον έναν καινούργιο και τον άλλον παλιό. Μια μέρα το έξυπνο (παιδί) είπε στο κουτό: «Όσα πρόβατα μπουν στον καινούργιο τον στάβλο είναι δικά μου· όσα μπουν στον παλιό είναι δικά σου.»

Τσακωνική: Τ'ο γάμο τα Μαρούα (Στο γάμο της Μαρούλας)

Εζάκαϊ τ'ον άγιε, σ' εστεφανούκαϊ, τ́σ' από τσι σ' εκατούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τ́σ' ετσαφήκαϊ κ'αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τ́σ' αρχιίαϊ dίντε τα βιοία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα, για ξείκα, Τζείνα, καμάι π'οι ' έν' έχα α ύιθη,» έ' αούα α Γιωργού. «Εζού, να ντ' αλήου, όρκο μι Τζείνα, όμα ολπίζα ι να ' άει ο Γιάννη ταμ Παλιομαρούα, το συχιατ'έ πράμα, εστάκιου οικοτ́σουρόπουλε, με στρομπούλια ίτ'ε, με κοτά τ́σεάρα, με πειβόι, με βούε, με ελίε, π'' έκι πρέπουντα να ν' άει ταν καύτερα σάτη.» «Γιατσί, α του ιχάη τσ' έ' έχα; Εζού έ' αούα κάτσι ' εμποίκαϊ το καμπζί». «ιία, Γιωργού, κάτ́σι τα γρούσσα ντι. Έκι α τύχη σι να καοτσυτάτσει. Μαγάι να 'γκι καοτσυτέντε έτρου τ́σ' οι σατέρε νάμου…»

Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν, κι αφού τους έσπασαν τα κεφάλια με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο κι έριξαν κάμποσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στράτηγο κι άρχισαν να χτυπούν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε: «Μα, για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το 'χει η νύφη,» έλεγε η Γιωργού. «Εγώ, να σου πω, καμάρι μου Αγγελίνα, δεν το ήλπιζα να την πάρει ο Γιάννης την Παλιομαρούλα, το σιχαμένο πράμα, τέτοιο νοικοκυρόπουλο, με τόπια πανί, με κοτζάμ σπιτάρα, με περιβόλι, με βόδια, με ελιές, που έπρεπε να πάρει το καλύτερο κορίτσι.» «Γιατί, η (κόρη) του Μιχάλη τί είχε; Εγώ λέω κάτι του έκαναν του παιδιού.» «Μιλιά, Γιώργου, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και τα κορίτσια μας…»

Κατωιταλική: Παραμύθι.

Καλαβρία

Απουλία

Ήτο μια φ-φορά ένα βρούθακο. Ται μίαν ημέρα πως εμέτερ-ρε στο σπίτιν doυ, ήβρε τρία δινέρια. Ται αχ-χέρωε να είπει: «Τί χοράτω με τούτα; Τί χοράτω με τούτα; Χοράτω κρέα; Ουdέ, γιατί το κρέα έχει στέα, ται κουμbιάτω. Χοράτω αζ-ζάρι; Ουdέ, γιατί το αζ-ζάρι έχει ακάθ-θια, ται με τρυ- πούσι.»

Ήσανε μία φ-φορά α κ-κρακάλι. Ται μίαν ημέρα σάτ-τι σκούπιτε στο σπίτι τ-του, ήβρηκε τρία τουρνία. Ται αρτίνιασε να πει: «Τί αφοράτω; Τί αφοράτω; Αφοράτω κρέα; Nde, γιατί το κρέα έχει στέατα, ται αμφουκέομαι. Αφοράτω αφσάρι; Νdε, γιατί τ' αφσάρι έχει ακάτ-τια, ται με τρυπούνε.»

βρούθακο/κ-κρακάλι: βάτραχος | ται: και | πως/σάτ-τι: καθώς | εμέτερ-ρε: σκούπιζε | δινέρια/τουρνία: νομίσματα | αχ-χέρωε/αρτίνιασε: άρχισε | χοράτω/αφοράτω: αγοράζω | στέα/στέατα: οστά, κόκαλα | ουδέ/νdε: όχι | κουμbιάτω/αμφουκέομαι: πνίγομαι | αζ-ζάρι/αφσάρι: ψάρι | ακάθ-θια/ακάτ-τια: αγκάθια