Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία

του Δανιήλ Ιακώβ

Δ5. Η μελοποιία

Ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι μέσο της μιμήσεως είναι ο ἡδυσμένος λόγος: λέγω δὲ ἡδυσμένον μὲν λόγον τὸν ἔχοντα ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν (1449b28-29). Ἥδυσμα λέγεται το καρύκευμα που βάζουμε στο φαγητό, για να γίνει νόστιμο. Όμως ο ῥυθμόςκαι η ἁρμονία είναι πολύ ουσιαστικότερα στοιχεία για τη φύση της τραγωδίας από ό,τι τα καρικεύματα για το φαγητό· είναι οργανικά στοιχεία του είδους κι όχι πρόσθετα. Χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις: με το κάθε είδος των ἡδυσμάτων χωριστά στα μέρη της τραγωδίας. Ο ῥυθμός και η ἁρμονία δεν χρησιμοποιούνται σε όλα τα μέρη της τραγωδίας· στα διαλογικά υπάρχει μόνο ῥυθμός, ενώ στα λυρικά ῥυθμός και ἁρμονία. Τὸ δὲ χωρὶς τοῖς εἴδεσι τὸ διὰ μέτρων ἔνια μόνον περαίνεσθαι καὶ πάλιν ἕτερα διὰ μέλους (1449b29-31).

Εἶτα μελοποιία καὶ λέξις, ἐν τούτοις γὰρ ποιοῦνται τὴν μίμησιν (1449b33-34): ένα από τα «κατά ποιόν» μέρη της τραγωδίας είναι η μελοποιία, η σύνθεση των μελῶν, η μουσική δηλ. σύνθεση. Ωστόσο, δεν χρειαζόμαστε ορισμό για τη μελοποιία, γιατί το έργο της (η δύναμίς της) είναι φανερό:

Λέγω δέ (…) μελοποιίαν (…) ὃ τὴν δύναμιν φανερὰν ἔχειν πᾶσαν (1449b35-36).

Η ὄψις και η μελοποιία «εξ ανάγκης» αποτελούν συστατικά στοιχεία της τραγωδίας - εφόσον ο ποιητής εκτελεί τη μίμησιν με τους πράττοντες. Το μέλος είναι το πιο σπουδαίο από τα ἡδύσματα του λόγου και η ὄψις προσφέρει τέρψη (βλ. 1450b15-20)· ωστόσο δεν θα τα εξετάσει στην Ποιητική, γιατί είναι στοιχεία που δεν εξαρτώνται άμεσα από τον ποιητή. Βέβαια, όσο γνωρίζουμε, συχνά -ιδιαίτερα στην αρχή- οι ποιητές συνέθεταν οι ίδιοι τη μουσική ή έκαναν τη σκηνογραφία, κάποτε μάλιστα έπαιζαν και ως ηθοποιοί. Όμως ουσιαστικά πρόκειται για διαφορετικές τέχνες με τις οποίες θα ασχοληθούν ο μελοποιός και ο σκευοποιός.

Ωστόσο η μελοποιία συνδέεται άμεσα με ένα σημαντικό παράγοντα του τραγικού έργου, τον χορό. Ο φιλόσοφος καταδικάζει όσους, όπως ο Αγάθων, χρησιμοποιούν εμβόλιμα χορικά άσματα, επειδή προφανώς με τον τρόπο αυτόν διασπάται η ενότητα του δράματος, όπως συνάγεται από το χωρίο 1456a25 κ.εξ.:

καὶ τὸν χορὸν δὲ ἕνα δεῖ ὑπολαμβάνειν τῶν ὑποκριτῶν, καὶ μόριον εἶναι τοῦ ὅλου καὶ συναγωνίζεσθαι μὴ ὥσπερ Εὐριπίδῃ ἀλλ' ὥσπερ Σοφοκλεῖ. [«Καί το χορό πρέπει να τον θεωρούμε ότι είναι ένας από τούς υποκριτές και μέρος του όλου. Να παίρνει μέρος στο έργο όπως στον Σοφοκλή, και όχι όπως στον Ευριπίδη» (μτφρ. Σ. Δρομάζος)].

Το χωρίο αυτό είναι προβληματικό, γιατί δεν γίνεται απόλυτα σαφής ο ιδιαίτερος τρόπος χειρισμού του χορού από τον Σοφοκλή. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι η παρουσία των χορικών είναι απολύτως αναγκαία για την εξέλιξη της πλοκής, με την αριστοτελική έννοια της ενότητας του μύθου. Αυτό δεν σημαίνει ότι αμφισβητούμε τη θέση ή τη λειτουργία τους στην παραδεδομένη σοφόκλεια τραγωδία ή στα έργα των άλλων τραγικών, αλλά ότι το κριτήριο που θέτει ο Αριστοτέλης για τον χορό δεν είναι δυνατόν να ισχύσει. Με άλλα λόγια, μελοποιία και μῦθος δεν είναι μεγέθη συμβατά, ώστε το πρώτο να ενσωματωθεί στο δεύτερο ή να απορροφηθεί από αυτό χωρίς προβλήματα. Ότι ο χορός πρέπει να έχει ταυτότητα και να συμμετέχει στη δράση φαίνεται εκ πρώτης όψεως μια εύλογη ερμηνεία του προβληματικού χωρίου, αλλά η πρακτική αυτή δεν είναι άγνωστη στον Αισχύλο (Ικέτιδες, Ευμενίδες) ή στον Ευριπίδη (Βάκχες). Άλλωστε, και η συμμετοχή των ναυτών που συγκροτούν τον χορό στον σοφόκλειο Φιλοκτήτη δεν είναι πάντοτε της ίδιας τάξεως, δηλαδή ευθέως συνδεδεμένη με τη δράση [πρβ. το στάσιμο της συμπάθειας για τον άρρωστο ερημίτη (676 κ.ε.), το οποίο θα μπορούσε και να απουσιάζει, δίχως σημαντικές επιπτώσεις για την εξέλιξη της δράσης, αφού μάλιστα στη συνέχεια ο χορός φαίνεται να λησμονεί αυτή τη συμπάθεια].

Μια δεύτερη ερμηνεία μπορεί να αναζητηθεί στις παρεμβάσεις του χορού που επηρεάζουν τη δράση, όπως είναι η, έστω αργοπορημένη, αλλαγή των αποφάσεων του Κρέοντα στην Αντιγόνη (1091 κ.εξ.), ή στις αναγγελίες εισόδου νέων προσώπων στη σκηνή· με τον τρόπο αυτόν ο χορός γίνεται ένα μέρος του όλου. Ωστόσο η ερμηνεία αυτή δεν καλύπτει το ποσοτικά βαρύνον μερίδιο του χορού στην τραγωδία που έγκειται στα στάσιμα. Άλλωστε τα απαγγελλόμενα, διαλογικά ή μη, μέρη που ανατίθενται στον χορό ή τον κορυφαίο του είναι ποσοτικώς λιγότερο εκτεταμένα στον Σοφοκλή από ό,τι στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Η αδυναμία να εξευρεθεί ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα του χορού έγκειται στο γεγονός ότι το στάσιμο ως λυρική ποίηση που περιλαμβάνει γενικούς στοχασμούς και αφορισμούς που απορρέουν από τη δράση, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτήν ούτε την προωθούν, δεν αποτελεί μίμηση ανθρώπων εν δράσει. Αν η πλοκή αναπαριστά τη vita activa, το στάσιμο εκπροσωπεί τη vita contemplativa.