Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Δ2.5. Η εκφώνηση του λόγου

(ὑπόκρισις, actio / pronuntiatio)

Το τελευταίο ἔργον τοῦ ῥήτορος, η ὑπόκρισις, η εκφώνηση του λόγου που συνοδεύεται από συγκεκριμένο τόνο φωνής, έκφραση του προσώπου, βλέμμα και στάση του σώματος, έρχεται ως επιστέγασμα όλων των έργων που προηγούνται κατά την τάξη που ορίζει η τέχνη. Ακόμη και ένας εξαιρετικός ρήτορας δεν μπορεί να διακριθεί, αν δεν είναι καλός στην υπόκριση. Αντιστρόφως, ένας μέτριος ρήτορας που κατέχει την αντίστοιχη τεχνική μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τους καλύτερους ομιλητές που δεν την κατέχουν. Κι αυτό γιατί κάθε συγκίνηση της ψυχής, κάθε συναίσθημα έχει από τη φύση τη δική του έκφραση, τη δική του κίνηση, τον δικό του ήχο (Κικέρωνας, De Oratore 3.216). Ο ρήτορας λοιπόν μπορεί με τον τόνο της φωνής του, τις κινήσεις των χεριών και του σώματός του, την έκφραση του προσώπου του όπως και με το βλέμμα του να υποστηρίξει σαφέστερα τις ιδέες και τα συναισθήματά του και να μεταδώσει έτσι τις συγκινήσεις του αποτελεσματικότερα και πειστικότερα στο κοινό του. Άλλωστε σε όλα τα στοιχεία της υπόκρισης υπάρχει μια απολύτως φυσική δύναμη. Αυτός είναι και ο λόγος που η υπόκριση μπορεί να συγκινήσει ακόμη και τους απαίδευτους.

Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο έργο φέρνει τον ομιλητή κοντά στον ηθοποιό, που επίσης θα πρέπει με τη φωνή του, την έκφρασή του, τις κινήσεις του να υποστηρίξει με πειστικότητα τον ρόλο που υποδύεται κάθε φορά.

Ως εξαιρετικός τεχνίτης της υπόκρισης αναφέρεται ο Δημοσθένης. Λέγεται μάλιστα ότι όταν κάποτε ο ίδιος ο Αισχίνης μετά την ανάγνωση του λόγου του Κατὰ Κτησιφῶντος κλήθηκε από το κοινό του να αναγνώσει τον αντίστοιχο λόγο (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ στεφάνου) τού αντιπάλου του Δημοσθένη, προκάλεσε βεβαίως τον θαυμασμό των ακροατών, παραδέχτηκε όμως ότι θα ήταν ακόμη πιο ενθουσιασμένοι, αν μπορούσαν να ακούσουν τον ίδιο το Δημοσθένη να απαγγέλλει τον λόγο του (Κικέρων, De Oratore 3.213).

Από όλα τα στοιχεία της φυσικής παρουσίας του ρήτορα που συμμετέχουν στην εκφώνηση το πιο καθοριστικό φαίνεται πως είναι η φωνή. Ο ομιλητής θα πρέπει να την ποικίλλει, όχι όμως να την καταπονεί και να την εξαντλεί. Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο που ο Κικέρωνας αναφέρει για τον Γράκχο: προκειμένου να κρατά τη φωνή του στο σωστό επίπεδο ένας έμπειρος δούλος του του έδινε τον μουσικό τόνο μετά από κάθε υπερβολική ανάταση ή κατάβαση της φωνής, ώστε να την επαναφέρει στο κανονικό της ύψος (Κικέρωνας, De Oratore 3.225).

Δ3. Τα καθήκοντα του ρήτορα

Ο ρήτορας καταφέρνει να υπηρετήσει τον βασικό στόχο του λόγου του, να πείσει το ακροατήριο για την αλήθεια των θέσεών του, διαφωτίζοντας και διδάσκοντάς το, τέρποντάς το, συγκινώντας το. Η διδασκαλία (docere), η τέρψη, η καλλιέργεια ήπιων συναισθημάτων και ευνοϊκής διάθεσης (delectare, conciliare), η συγκίνηση (movere, concitare), οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους ο ομιλητής πετυχαίνει τον στόχο του, αναγνωρίζονται ως (βασικά και κύρια) καθήκοντα του ρήτορα (officia oratoris) (Κικέρων, De oratore 2.121).

Σε καθένα από αυτά αντιστοιχεί —με βάση την αρχή του πρέποντος (decorum)— συγκεκριμένο είδος ύφους (Κικέρων, Orator 21.69). Άλλωστε με βάση τη σχέση που συνδέει το συγκεκριμένο κάθε φορά ύφος με συγκεκριμένο τμήμα του λόγου μπορούμε να πούμε ότι ισχύουν γενικά οι ακόλουθες αντιστοιχίες:

Καθήκοντα ρήτορα

διδάσκειν

τέρπειν

ἐξιστάναι

Τμήμα του λόγου

προοίμιον, διήγησις-ἀπόδειξις

διήγησις-ἀπόδειξις

ἐπίλογος

Ύφος

ἰσχνόν

μέσον

μεγαλοπρεπές

Σε κάθε είδος λόγου αντιστοιχούν εξάλλου ιδιαίτερα καθήκοντα: στο δικανικό γένος ο ομιλητής οφείλει με βάση τη θέση του να συντάξει μια κατηγορία ή μια ἀπολογία· στο συμβουλευτικό γένος καθήκον του ρήτορα είναι να προτρέψει (συντάσσει τότε μια προτροπή) ή να αποτρέψει (ο λόγος του χαρακτηρίζεται ως ἀποτροπή)· στην περίπτωση του επιδεικτικού γένους ο ρήτορας καλείται να εγκωμιάσει (ἔπαινος). Στο ίδιο όμως γένος ανήκουν και λόγοι που ψέγουν εμφατικά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (ψόγος, -οι) - όταν ο ρήτορας πραγματεύεται ένα θέμα που χαρακτηρίζεται γενικά ως κακό/αισχρό ή αξιόμεμπτο (αἰσχρόν).