Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Γ4. 19ος αιώνας

Μπορεί η Ρητορική να παίζει σημαντικό ρόλο ως σχολικό και πανεπιστημιακό μάθημα και μέσα στον 19ο αι., ωστόσο για αρκετούς ερευνητές οι απαρχές αυτού του αιώνα συνδέονται με τη δύση της αίγλης και του κύρους της. Άλλωστε προς τα τέλη του 18ου αι. αρχίζει να εκτιμάται ολοένα και περισσότερο η δύναμη της ιδιοφυΐας, που δεν υποτάσσεται ούτε δεσμεύεται από κανόνες, αλλά, αντίθετα, τους αμφισβητεί και τους υπερβαίνει. O Sir Joshua Reynolds με το έργο του Discourses on Art (Ομιλίες για την Τέχνη) (1769-1790) και ο Edward Young (Conjectures upon Original Composition, 1759 - Στοχασμοί γύρω από την πρωτότυπη σύνθεση) προσφέρουν διδακτικά παραδείγματα.

Εν τοις πράγμασι η Ρητορική προσφέρεται όλο και πιο σπάνια ως αυτόνομος κλάδος, ενώ ασκεί εμμέσως σημαντική επιρροή, αφού έχει ενταχθεί στο μάθημα της έκθεσης και του ύφους. Αυτή είναι η τάση που αναπτύσσεται στην Αγγλία, στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο J. Q. Adams, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. κατά την περίοδο 1825-1829, δημοσίευσε ως καθηγητής Ρητορικής στο Χάρβαρντ στα 1810 το έργο Lectures on Rhetoric and Oratory (Παραδόσεις ρητορικής και ρητορείας).

Στη Γερμανία, όπου αναπτύσσονται νεοουμανιστικά ρεύματα, συντάσσονται πλήθος διδακτικά εγχειρίδια.[197] Ιδιαιτέρως αξίζει να αναφερθούν τα έργα Lexicon technologiaeGraecorum rhetoricae (Λεξικόν της ρητορικής τεχνολογίας των Ελλήνων, 1795) και Lexicon technologiae Latinorum rhetoricae (Λεξικόν της ρητορικής τεχνολογίας των Λατίνων, 1797) του J. C. T. Ernesti, μολονότι ανήκουν στον προηγούμενο (18ο) αι. To 1870 πρωτοδημοσιεύεται το έργο του R. Volkmann, Die Rhetorik der Griechen und Römer (Ρητορική των Ελλήνων και των Ρωμαίων), που θα αξιοποιήσει εις το έπακρον ο Friedrich Nietzsche, για να προετοιμάσει τις παραδόσεις του για την αρχαία Ρητορική στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία (από το 1872 έως το 1874).[198]

Και στον ελληνόφωνο χώρο αναπτύσσονται αυτή την περίοδο συγκεκριμένες τάσεις: υποχωρεί καταρχάς η κυριαρχία της εκκλησιαστικής ρητορείας και εκδηλώνεται ενδιαφέρον για την κοσμική ρητορική - οι ανάγκες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1830) δικαιολογούν την ανάπτυξη αυτής της ροπής. Εξάλλου, τον κύριο όγκο της προσοχής συγκεντρώνουν θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα, όπως ο ορισμός της τέχνης, η αξιοποίησή της, οι διαιρέσεις της, οι κανόνες της· τέλος, βάσει της προφανούς συγγένειας μεταξύ ρητορείας και λογοτεχνίας -και στις δύο χρησιμοποιούνται εκφραστικά μέσα (σχήματα και τρόποι), για να επιτευχθεί ένα εντυπωσιακό γλωσσικό αποτέλεσμα που μπορεί να συγκινήσει αισθητικά- εκδηλώνεται μια μετάβαση από τη ρητορική, τη θεωρία για τον ρητορικό λόγο, στην ποιητική, τη θεωρία για την ποίηση και τη λογοτεχνία. Η τελευταία αυτή τάση, οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της οποίας εντοπίζονται κιόλας στα αριστοτελικά συγγράμματα, μπορεί να συνδέεται με την επιρροή του σκωτσέζου διαφωτιστή Hugh Blair (1718-1800), που συνέδεσε τη ρητορική με την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης.[199]

Έτσι, μέσα στον 19ο αι. έχουμε έργα αισθητικής (μ.ά. από τους Κωνσταντίνο Κούμα, Στέφανο Δούγκα, Κωνσταντίνο Στρατούλη, Γεώργιο Βιζυηνό), ποιητικής (από τους Γεώργιο Σερούιο, Ανδρέα Λασκαράτο κ.ά.), «καλολογίας» (από τον Δημήτριο Ζαλούχο κ.ά.) και ρητορικής (από τους Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο (επιμελείται μεταξύ άλλων την Ἐπιτομὴ τῆς τοῦ Ἑρμογένους Ῥητορικῆς, περὶ τῶν πολιτικῶν ζητημάτων, που είχε εκδώσει ο Αναστάσιος Ναούμ Τζουπάτας), Κωνσταντίνο Οικονόμου, Νεόφυτο Βάμβα, Χαράλαμπο Παμπούκη, Ανδρέα Λασκαράτο κ.ά.). Η «καλολογία» αφορά κανόνες και οδηγίες για τον γραπτό και τον προφορικό λόγο, όπως για ζητήματα ύφους ή διάταξης του λόγου. Τα εγχειρίδια ρητορικής πραγματεύονται ευρύτερα τεχνικά θέματα χωρίς ωστόσο να αδιαφορούν για το ύφος. Μετά το 1860 η ρητορική επιστρέφει και πάλι στον παραδοσιακό, τεχνικό της χαρακτήρα. Η διδασκαλία της είναι ενταγμένη στα εκπαιδευτικά προγράμματα και έτσι τα σχετικά συγγράμματα ζητούν να καλύψουν κατά βάσιν ανάγκες εκπαιδευτικές. Οι συγγραφείς είναι στην πλειονότητά τους δάσκαλοι, κληρικοί και λαϊκοί.[200] Ωστόσο, παρά τις σχετικές υπουργικές εγκυκλίους, που επιβάλλουν τη διδασκαλία του μαθήματος, οι εκπαιδευτικοί δεν συμμορφώνονται προς τους κανονισμούς, ενώ δεν λείπουν και οι επικρίσεις με στόχο την κατάργηση του μαθήματος.[201]

 

Βιβλιογραφία:

Λίτσα Χατζοπούλου, «Έργα ρητορικής και ποιητικής (18ος-19ος αι.)», Μαντατοφόρος τχ. 35-36, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1992, 59-147.

P. Schnyder, Historisches Wörterbuch der Rhetorik. Herausgegeben von Gert Ueding, Band 7, Max Niemeyer Verlag, Τυβίγγη 2005, s.v. «Rhetorik», B.Ι.4. 18./19. Jh., 1468-1472.

197 Βλ. Schnyder 2005, 1470-1471.

198 Βλ. σχ. Friedrich Nietzsche, ΜαθήματαΡητορικής, μτφρ. Αιμ. Μανούση, εισαγωγή - επιστ. επιμ. Δ. Καββαθάς, πρόλογος Δ. Δημηρούλης, επίμετρο C. Blair, S. L. Gilman, Πλέθρον, Αθήνα, χ.χ. (το συγκεκριμένο βιβλίο θα πρέπει να διαβαστεί με προσοχή, καθώς εντοπίζονται συχνά λάθη και ανακρίβειες, ιδιαιτέρως στην απόδοση των λατινικών όρων και παραθεμάτων στα νέα ελληνικά).

199 Βλ. Χατζοπούλου 1992, 61.

200 Βλ. Χατζοπούλου 1992, 67.

201 Βλ. Χατζοπούλου 1992, 69

Γ5. 20ός αιώνας και εξής

Μέσα στον 20ο αι. η ρητορική εξαφανίζεται ως αυτόνομος κλάδος από το στερέωμα των ακαδημαϊκών σπουδών. Ωστόσο, η πολιτική ρητορεία ανθεί (στις αρχές του αιώνα κάποτε ως φλογερός επαναστατικός λόγος -η τεχνικά εντυπωσιακή ρητορεία της Ρόζας Λούξεμπουργκ (1870-1919) προσφέρει ένα παράδειγμα-, προς τα μέσα του ίδιου αιώνα κυρίως ως πολιτική προπαγάνδα - στο Γ΄ Ράιχ ο εμπαθής πολιτικός λόγος αναδεικνύεται σε βασικό εργαλείο χειραγώγησης των μαζών), ενώ η ρητορική θεωρία βρίσκει εφαρμογή στη διαφήμιση, που γνωρίζει σταδιακά μεγάλη διάδοση χάρη στην ολοένα και μαζικότερη χρήση των μέσων επικοινωνίας (καταρχάς του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης). Μάλιστα γνωστικά αντικείμενα που ανήκουν κατά παράδοση στη ρητορική, όπως η ψυχολογία του κοινού, τα ήθη των προσώπων, η εύρεση του υλικού και η αποτελεσματική, δηλαδή πειστική, οργάνωση του λόγου περνάνε στη δικαιοδοσία άλλων επιστημών: της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της θεωρίας και επιστήμης των μέσων μαζικής ενημέρωσης/επικοινωνίας, της φιλολογίας, της θεολογίας (στο πλαίσιο της ομιλητικής).[202]

Mέσα στον ίδιο αυτόν αιώνα η αρχαία ρητορική άσκησε ιδιαίτερα μεγάλη και γόνιμη επίδραση σε διάφορες επιστημονικές περιοχές. Καταρχάς στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής: οι εργασίες του Klaus Dockhorn,[203] που απέδειξε ότι τα καθήκοντα του ρήτορα (να διδάξει, να τέρψει, να συγκινήσει - docere, delectare, movere) είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας μέχρι και τον 19ο αι., έφεραν και πάλι στην επιφάνεια τη ρητορική θεωρία, που μέχρι τότε αγνοούνταν, όπως και τη λογοτεχνία που είναι σαφέστατα επηρεασμένη από αυτήν (κείμενα της Αναγέννησης, του Ανθρωπισμού, του Μπαρόκ, του Διαφωτισμού). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η επίδραση του συγγράμματος του Ernst Robert Curtius Europäische Literatur und lateinisches Mittelalter (Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και λατινικός Μεσαίωνας, 1948). Εδώ ο τεχνικός ρητορικός όρος τόπος/τόποι αξιοποιήθηκε, για να κατονομάσει καταρχήν ιδέες γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα που μπορεί να λειτούργησαν από την αρχαιότητα και μετά στην αφηρημένη τους μορφή, ως πηγή ενός συλλογισμού (επομένως ως γνήσιοι ρητορικοί τόποι), στην πορεία όμως του χρόνου μεταλλάχθηκαν σε λογοτεχνικό υλικό και απέκτησαν συγκεκριμένη μορφή και μέσα από την επανάληψη στερεότυπο χαρακτήρα.

Έναν χρόνο αργότερα (1949) ο ρωμανιστής Heinrich Lausberg εκδίδει ένα σύντομο διδακτικό εγχειρίδιο με τίτλο Elemente der literarischen Rhetorik. Eine Einführung für Studierende der romanischen Philologie (Στοιχεία της λογοτεχνικής ρητορικής. Εισαγωγή για φοιτητές της ρωμανικής φιλολογίας). Πρόκειται για τον πρόδρομο του μνημειώδους συγγράμματός του Handbuch der literarischen Rhetorik. Eine Grundlegung der Literaturwisseschaft (Εγχειρίδιο της λογοτεχνικής ρητορικής. Θεμέλιο της λογοτεχνικής θεωρίας), που εκδίδεται για πρώτη φορά το 1960. Στο συγκεκριμένο έργο ο Lausberg έχει παρουσιάσει με απαράμιλλη ακρίβεια, αναλυτική και συνθετική ικανότητα ολόκληρο το σύστημα της αρχαίας ρητορικής όπως και σημαντικές στιγμές της πρόσληψής του από εκπροσώπους της λατινογενούς ευρωπαϊκής γραμματείας. Πρόσφερε έτσι ένα εξαιρετικό εργαλείο για τη μελέτη και την κριτική αξιολόγηση της αρχαίας και νεότερης ρητορείας αλλά και γενικότερα της παλαιότερης και της νεότερης λογοτεχνίας.

Μέσα στη δεκαετία του '40 η φορμαλιστική θεωρία (κυρίως των Eichenbaum και Schklowskij και των γλωσσολόγων της Πράγας), με καταβολές στην αρχαία ρητορική, διαδίδεται με τη μεσολάβηση της Σχολής της «Νέας Κριτικής» (New Criticism). Οι φορμαλιστές προβάλλουν με έμφαση τις ιδιαιτερότητες της λογοτεχνικής γλώσσας και την διακρίνουν από τη γλώσσα της επιστήμης αφενός ως γλώσσα ιδιαιτέρως εκφραστική των συναισθημάτων και του ήθους του ομιλητή-συγγραφέα, αφετέρου ως γλώσσα ικανή να επηρεάσει τον αναγνώστη, να τον πείσει και εν τέλει να τον αλλάξει.[204]

Δύο δεκαετίες αργότερα ο Hans-Georg Gadamer (Wahrheit und Methode, 1960) θα συνδέσει τη ρητορική με την ερμηνευτική υποστηρίζοντας ότι τα θεωρητικά εργαλεία της ερμηνείας έχουν τις καταβολές τους σε αυτή την αρχαία τέχνη. Είναι εξάλλου σαφής η θεματική και εν μέρει μεθοδολογική συγγένεια της επιστήμης των μέσων επικοινωνίας, της δημοσιογραφίας και γενικότερα της επιστήμης της επικοινωνίας, που πρωτοεμφανίζονται την ίδια περίοδο, με την αρχαία ρητορική, ακόμη κι αν η σχέση αυτή δεν είναι για τους περισσότερους προφανής.

Μέσα στην ίδια δεκαετία (1960) αναπτύσσεται στη Γερμανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γαλλία το ρεύμα της «Νέας Ρητορικής» (Neue Rhetorik, New Rhetoric, Nouvelle Rhétorique). Ο όρος παραπέμπει από τη μια με σαφήνεια στην αρχαία τέχνη (η αριστοτελική Ῥητορική είναι το βασικό σύγγραμμα με το οποίο διαλέγονται οι εκπρόσωποι της νέας αυτής τάσης), ενώ από την άλλη δηλώνει τη διάθεση ανανέωσης του αρχαίου υλικού, των βασικών εννοιών του και των μεθόδων που το διέπουν ή/και που προτείνονται μέσα από αυτό. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τρεις βασικές κατευθύνσεις: η πρώτη δίνει έμφαση στην ψυχολογία και την επιστήμη της επικοινωνίας, ενώ ενδιαφέρεται να περιγράψει και να αναλύσει τη διαδικασία της πειθούς. Η δεύτερη είναι προσανατολισμένη στη φιλοσοφία, τη θεωρία του επιχειρήματος και της επικοινωνίας. Η τρίτη τάση συνδέει τη ρητορική με τη γλωσσολογία και τη σημειωτική δίνοντας έμφαση στα ρητορικά σχήματα και τους τρόπους.

Ειδικότερα, η προσπάθεια (επανα)σύνδεσης της φιλοσοφίας με τη ρητορική -η προσπάθεια αυτή έχει σημαντική προϊστορία στην αρχαιότητα- υποστηρίζεται από το έργο επιφανών θεωρητικών: εκτός από τον Hans-Georg Gadamer, αυτή την επανασύνδεση επιχειρούν ο Hans Blumenberg και ο Karl-Otto Apels (με τις θέσεις τους γύρω από τη φιλοσοφία της γλώσσας), ο Chaim Perelman (με τη θεωρία του για το επιχείρημα) και ο Jürgen Habermas (με τη θεωρία του για τη «συναινετική αλήθεια» [Konsensustheorie der Wahrheit]). Άλλωστε οι προφανείς οφειλές της φιλοσοφίας στη ρητορική -οι φιλοσοφικές θέσεις διατυπώνονται εν τέλει με λόγο, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός δεν είναι τεχνικά άρτιος- αποτέλεσαν επανειλημμένα αντικείμενο κριτικής συζήτησης από μεταμοντέρνους θεωρητικούς, όπως ο Peter L. Oesterreich, ο Jacques Derrida, o Jean-François Lyotard. Την προσοχή πολλών θεωρητικών προσείλκυσε ιδιαίτερα η εκτεταμένη χρήση της μεταφοράς και της μετωνυμίας στο φιλοσοφικό λόγο.

Ο ρόλος της ρητορικής, του λόγου εν γένει, για την καταγραφή και τη μεταφορά του παρελθόντος αποτέλεσε επίσης αντικείμενο μελέτης και κριτικής θεωρητικών της ιστορίας. Και στη συγκεκριμένη περιοχή η δόξα, η γνώμη για τα ιστορικά γεγονότα, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μαρτυρίες, αποσπάσματα, αρχεία και εν τέλει στην ίδια την ιστοριογραφία αναδεικνύεται ως η μόνη ιστορική «αλήθεια» που μπορεί να καταγραφεί και να μεταδοθεί.

Στα τέλη της δεκαετίας του '60 τίθεται στον χώρο της παιδαγωγικής και της διδακτικής το θέμα της επιστροφής στην παλαιότερη παράδοση διδασκαλίας του μαθήματος της έκθεσης. Η παράδοση αυτή έφερε ευδιάκριτη τη σφραγίδα της αρχαίας ρητορικής, αφού προέβλεπε την εξάσκηση των μαθητών στη σύνθεση ειδολογικά συγκεκριμένων κειμένων (περιγραφή, διήγηση, επιστολή, χρεία), στην εύρεση του υλικού, στη διάταξη και στην παρουσίασή του, επομένως στα βασικά «έργα του ρήτορα». Στη Γερμανία -το ελληνικό κράτος βρίσκεται, κιόλας από την ίδρυσή του, για ιστορικοπολιτικούς λόγους στη σφαίρα επιρροής της-[205] η παράδοση αυτή τερματίζεται στις αρχές του αιώνα. Ωστόσο, η ανάγκη να αναπτυχθούν στο πλαίσιο του μαθήματος της γερμανικής γλώσσας κατευθυντήριες γραμμές που να ενισχύουν την κριτική και επικοινωνιακή ικανότητα των μαθητών υπηρετείται με μεταρρυθμίσεις που εισάγονται κιόλας από το 1970. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια του προφορικού λόγου και σε άλλα θέματα ρητορικής (ανάπτυξη της ευχέρειας επικοινωνίας, σύνταξη μεστών και αποτελεσματικών κειμένων συγκεκριμένου είδους). Αντίθετα, στη χώρα μας η συστηματική διδασκαλία του μαθήματος της έκθεσης θα καθυστερήσει για τουλάχιστον μια δεκαετία ακόμα - τα πρώτα ειδικά σχολικά εγχειρίδια εισάγονται μόλις το 1984. Μάλιστα στο πλαίσιο του μαθήματος πίσω από τη σαφή επιρροή νεότερων κλάδων της γλωσσολογίας, που πάνω τους φιλοδοξούν να στηριχθούν τα σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας της έκθεσης κυρίως στις τρεις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, ανιχνεύεται απλώς ο αδύναμος απόηχος της αρχαίας ρητορικής.[206] Ωστόσο, οι Πανελλήνιοι Μαθητικοί Αγώνες Επιχειρηματολογίας - Αντιλογίας, που θεσπίστηκαν το 2000, είναι ενδεικτικοί της τάσης θετικής επανεκτίμησης του συστήματος της αρχαίας ρητορικής και της συμβολής του στην καλλιέργεια της γλωσσικής ευχέρειας, της επικοινωνιακής δεξιότητας και της κριτικής ικανότητας των μαθητών.

Σε κάθε περίπτωση, από τον χάρτη των ακαδημαϊκών σπουδών στην Ελλάδα λείπει μια ειδική σχολή θεωρίας και εφαρμογών της ρητορικής, αν και η αρχαία ρητορική και κυρίως η αρχαία ρητορεία καλύπτουν, ανάλογα και με την εξειδίκευση των φοιτητριών/-τών, ένα μέρος του προγράμματος σπουδών των ελληνικών πανεπιστημιακών τμημάτων φιλολογίας. Ωστόσο, στις Η.Π.Α. τα περισσότερα πανεπιστήμια διέθεταν κιόλας στις αρχές της δεκαετίας του '70 "Departments of Speech", το πρόγραμμα σπουδών των οποίων δεν προβλέπει απαραιτήτως διδασκαλία της ρητορικής με τη στενή έννοια, περιλαμβάνει όμως κατά κανόνα θεωρία και ιστορία της συγκεκριμένης τέχνης ή πραγμάτευση των τεχνικών της πειθούς και της ψυχολογίας της. Για την Ευρώπη (και όχι μόνο για τη Γερμανία) εξαιρετική είναι η περίπτωση του Seminar für Allgemeine Rhetorik (του Τμήματος Γενικής Ρητορικής), που λειτουργεί στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης από το 1967 και προσφέρει αυτόνομες σπουδές στη ρητορική. Η συγκεκριμένη σχολή θέτει συνειδητά ως στόχο της να αναδείξει και να αναπτύξει τη ρητορική, στην οποία αποδίδει κατά την αρχαία παράδοση διεπιστημονική εμβέλεια, σε συστατικό στοιχείο της πράξης που διέπει τον κόσμο που βιώνουμε, και ταυτόχρονα σε σύστημα εκπαίδευσης σύμφωνα με τις αρχές των ανθρωπιστικών επιστημών.

Αν στην εποχή μας κυριαρχεί όχι κυρίως η απλή και άδολη αλλά μάλλον η σκόπιμη, κατευθυνόμενη και συχνά οικονομικά άκρως ενδιαφέρουσα πληροφορία, η ανάγκη για διεισδυτική κατανόηση των τεχνικών του λόγου και της επιρροής τους στο κοινό είναι για τους σύγχρονους πολίτες -κυρίως εκείνους των οικονομικά και κοινωνικά προηγμένων χωρών- μεγαλύτερη από ποτέ. Ακόμη και η απλή γνωριμία με το σύστημα της αρχαίας ρητορικής προσφέρει τη βεβαιότητα ότι εδώ υπάρχει αποθησαυρισμένη μια ποικιλία εργαλείων, εντυπωσιακών ως προς τις μορφές και την αποτελεσματικότητά τους και απολύτως κατάλληλων για την κατανόηση και την αξιοποίηση των μυστικών του επικοινωνιακά ισχυρού λόγου. Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτή ακριβώς η σκευή θα μπορούσε στα χέρια δημαγωγών να οδηγήσει σε σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Ως μόνη ασφαλιστική δικλείδα μπορεί να λειτουργήσει η ηθική ακεραιότητα και η πνευματική ωριμότητα τόσο των χρηστών του λόγου όσο και των παραληπτών του. Η ίδια η ρητορική θα μπορούσε να συμβάλει στην καλλιέργεια αυτής της ωριμότητας. Πρόκειται ουσιαστικά για αρετή που ο Κικέρωνας, ο μεγαλύτερος ρήτορας της αρχαίας Ρώμης και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της τέχνης του λόγου, θα ονόμαζε συνοπτικά και μονολεκτικά sapientia (σοφία). Η ακόλουθη ρήση του είναι σαφής και περιεκτική: «η σοφία χωρίς την ευγλωττία ελάχιστα ωφελεί τις πολιτείες· η ευγλωττία όμως χωρίς τη σοφία βλάπτει τις περισσότερες φορές πολύ σοβαρά, ενώ δεν ωφελεί ποτέ» (De inventione 1.1.1).

 

Βιβλιογραφία:

Gert Ueding & Bernd Steinbrink, Grundriß der Rhetorik. Geschichte - Technik - Methode, 3., überarbeitete und erweiterte Auflage, Verlag J. B. Metzler, Στουτγκάρδη, Βαϊμάρη 1994.

René Wellek - Austin Warren, Θεωρία Λογοτεχνίας, μτφρ. Στ. Γ. Δεληγιώργη, Αθήνα19803. (τίτλ. πρωτ.: Theory of Literature, New Haven 1948).

202 Ueding-Steinbrink 1994, 157. Για το προκείμενο λήμμα βλ. γενικά Ueding-Steinbrink 1994, 158-204.

203 "Wordsworth und die rhetorische Tradition in England" (1944), "Die Rhetorik als Quelle des vorromantischen Irrationalismus in der Literatur und Geistesgeschichte" (1949).

204 Βλ. Wellek-Warren 1980, 29.

205 Βλ. π.χ. για το βιβλίο του Μ. Deffner (Μ. Δέφνερ), Σχέδια προς Έκθεσιν Ιδεών, προς χρήσιν της Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου, Ανδρέας Κορομηλάς Εκδότης, εν Αθήναις 1874, και την επίδραση που άσκησε στη διδασκαλία του μαθήματος της έκθεσης στα ελληνικά σχολεία στα τέλη του 19ου αι., Ειρήνη Κορρέ,«Προδρομικά βιβλία και σχολικά εγχειρίδια για τη διδασκαλία του μαθήματος της έκθεσης» (http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio3/praltika%2011/korre.htm).

206 Για έναν προβληματισμό γύρω από το θέμα της διδασκαλίας της έκθεσης και τη δυνατότητα εμπλουτισμού της με στοιχεία από το σύστημα της αρχαίας ρητορικής βλ. Χρ. Τσίτσιου-Χελιδόνη, «Παρατηρήσεις για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. H προοπτική μιας νέας Pητορικής», στο: Γλώσσα και Λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια Eκπαίδευση, Iωάννινα, 16-17 Mαΐου 2003. Eπιμέλεια: I. N. Περυσινάκης, Aν. Tσαγγαλίδης, Iωάννινα 2004, 101-114.