Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

ΣΤ1. Εισαγωγή

Ο κόσμος του Ομήρου αντικατοπτρίστηκε αρκετές φορές και με διάφορους τρόπους στην αρχαιοελληνική τέχνη.[25] Η αρχαιότερη σωζόμενη απεικόνιση με θέμα από τις ιστορίες που περιγράφονται στα ομηρικά έπη είναι ο Δούρειος Ίππος στον λαιμό ενός μεγάλου αγγείου, πιθαμφορέα, ο οποίος χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. και εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου (εικ. 6.1). Σε ποιά τέχνη, όμως, αντιστοιχεί αυτή της ομηρικής εποχής; Στα ομηρικά έπη περιγράφεται ένας ολόκληρος υλικός κόσμος που αποτελείται από αντικείμενα και κατασκευές που μπορεί να θεωρηθούν έργα τέχνης και τεχνολογίας. Κάποια από αυτά αναφέρονται σε πραγματικά αντίστοιχα, όπως αποκαλύπτουν και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η αναζήτηση της τέχνης που σχετίζεται με τον ομηρικό κόσμο οδηγεί, για αυτόν τον λόγο, κατευθείαν στην επισκόπηση της τέχνης της μυκηναϊκής και της γεωμετρικής εποχής, αφού αυτές θωρείται πως μπορεί να αποτελούν το ενδεχόμενο ιστορικό υπόβαθρο των επών. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιόδους της ελληνικής τέχνης, αφού η πρώτη αναφέρεται, κυρίως, στους 16ο-11ο αι. π.Χ. και η δεύτερη στους 9ο μέχρι και 7ο αι. π.Χ. Ο ενδιάμεσος 10ος αιώνας θεωρείται συνήθως προάγγελος της γεωμετρικής τέχνης.

Τα αρχιτεκτονήματα, οι αγγειογραφίες -οι ζωγραφικές παραστάσεις πάνω στα αγγεία, δηλαδή- οι τοιχογραφίες, τα έργα λιθογλυπτικής και ειδωλοπλαστικής, τα αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, καθώς και τα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, τα ελεφαντουργήματα, αλλά και τα έργα μεταλλοτεχνίας και σφραγιδογλυφίας, όπως τα κοσμήματα και οι σφραγίδες, συνιστούν τις κυριότερες κατηγορίες της μυκηναϊκής τέχνης. Η αρχιτεκτονική, η κεραμική, η μεταλλοτεχνία και η πλαστική συνεχίζουν να δίνουν έργα και στα γεωμετρικά χρόνια. Τα τελευταία, άλλωστε, ονομάστηκαν έτσι από τη διακόσμηση των αγγείων με γεωμετρικά σχήματα, αλλά και από την κυριαρχία των γεωμετρικών κοσμημάτων και σχημάτων και στις υπόλοιπες μορφές τέχνης (Coldstream 1997).

Ένα ουσιαστικό ζήτημα που προκύπτει κατά την προσπάθεια να περιγραφεί η τέχνη της ομηρικής εποχής είναι αν με τα αρχαιολογικά δεδομένα περιγράφεται μια τέχνη που αφορά τους πάντες, όλους τους ανθρώπους των συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων δηλαδή, ή μια «υψηλή» τέχνη, μια τέχνη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, των ελίτ της εποχής. Από τη στιγμή, όμως, που από τη μια μεριά στα ομηρικά έπη πρωταγωνιστούν οι «άριστοι», βασιλιάδες και ήρωες, και από την άλλη οι αρχαιολογικές αναζητήσεις δίνουν, πολλές φορές, έμφαση στο μοναδικό και το εντυπωσιακό εύρημα που προσδιορίζεται με βάση σύγχρονες αισθητικές αξίες και γενικότερα αντιλήψεις, γίνεται φανερό πως η λεγόμενη «υψηλή» τέχνη έχει, στις σχετικές αναφορές, την τιμητική της.

25 Βλ. Burgess 2001: 183-187, Snodgrass 2009.

ΣΤ2. Η Μυκηναϊκή τέχνη

Οι ερευνητές[26] συγκρίνουν, συνήθως τη μυκηναϊκή τέχνη[27] με την προγενέστερη μινωική της Κρήτης, εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές, ενώ δε λείπουν και απόψεις που θεωρούν πως η μυκηναϊκή τέχνη αποτελεί μετεξέλιξή ή/και μίμηση της μινωικής. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι αναζητούν πρόδρομα στοιχεία του μεταγενέστερου ελληνικού κλασικού πολιτισμού στη μυκηναϊκή περίοδο, θεωρώντας -μετά και από την ταύτιση της μυκηναϊκής Γραμμικής Β γραφής με την ελληνική γλώσσα ύστερα από την αποκρυπτογράφηση της από τον Μ. Βέντρις- τον μυκηναϊκό πολιτισμό ως τον «πρώτο ελληνικό πολιτισμό». Οι αναφορές στην τέχνη τονίζουν μεν την επίδραση της μινωικής τέχνης, αλλά από την άλλη πλευρά αναγνωρίζουν και «καθαρά» μυκηναϊκά χαρακτηριστικά, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής. Τονίζεται, επίσης, το γεγονός ότι η μυκηναϊκή τέχνη εμφανίζει μια πορεία από τη ζωντάνια των πρώτων αιώνων της θεωρούμενης μινωικής επίδρασης προς τη σχηματοποίηση και την τυποποίηση των διακοσμητικών θεμάτων, την επανάληψη δηλαδή με τον ίδιο τρόπο των ίδιων μοτίβων, η οποία παρατηρείται μετά το 1400 π.Χ. Τότε πιστεύεται πως η μινωική Κρήτη καταρρέει και την αντικαθιστά η μυκηναϊκή κυριαρχία σε όλο το Αιγαίο η οποία και καταλήγει στο φαινόμενο που ονομάζεται «Μυκηναϊκή Κοινή».

Η «Μυκηναϊκή Κοινή» υποδηλώνει, βέβαια, κοινά πολιτιστικά στοιχεία, για παράδειγμα στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στη θρησκεία και στον υλικό πολιτισμό, αλλά ίσως να παραπέμπει, εκτός από μια πιθανή κοινότητα ανθρώπων με «συνείδηση» κοινής καταγωγής, και σε μια κοινωνία με κοινά ζητούμενα και σύμβολα για τις ταυτότητες και τις ιδέες των ανθρώπων της. Μπορεί να δηλώνει, επιπλέον, μια μαζική και τυποποιημένη παραγωγή αντικειμένων η οποία κυριαρχεί σε σχέση με τη χειροποίητη παραγωγή των μικρών κοινοτήτων και νοικοκυριών, ένα φαινόμενο που μοιάζει λίγο με τη σημερινή εξάλειψη των χειροτεχνικών, βιοτεχνικών και «μοναδικών» προϊόντων, από τα αντίστοιχα τυποποιημένα και όμοια βιομηχανικά.

Στο παραπάνω πλαίσιο δύο θεωρούνται, παραδοσιακά, ως τα κύρια χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής τέχνης: α) η επίδραση από την τέχνη του μινωικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην Κρήτη από τον 19ο μέχρι τον 15ο αι. π.Χ. (1900-1450 π.Χ. περίπου), και β) ο «πολεμικός», ρωμαλέος και αγωνιστικός χαρακτήρας του περιεχομένου της, από τον 15ο αι. π.Χ. και μετά, σε αντίθεση με την κυριαρχία θεμάτων από τη φύση, αλλά και θεμάτων που θεωρούνται «ειρηνικά» στην αντίστοιχη μινωική τέχνη (βλ. Ιακωβίδης 1994: 222). Θα προσθέταμε εδώ και ένα τρίτο χαρακτηριστικό. Φαίνεται πως η τέχνη της μυκηναϊκής εποχής συνδέεται στενά με την κοινωνική διαστρωμάτωση της περιόδου, καθώς αποσκοπούσε στην υποδήλωση και ενίσχυση του κύρους των ανώτερων κοινωνικά τάξεων, ενώ ελεγχόταν από τα ανάκτορα και τα μικρότερα κέντρα, στο επίπεδο τόσο της εισαγωγής πρώτων υλών, της ύπαρξης τεχνιτών και εργαστηρίων, όσο και της ίδιας της παραγωγής.

Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο στην παραγωγή αντικειμένων που σχετίζονται και με την τέχνη πρέπει να διαδραμάτιζε το εμπόριο το οποίο πρέπει να συνέβαλε τα μέγιστα και στην εξάπλωση της «Μυκηναϊκής Κοινής». Ειδώλια, κοσμήματα, φυλαχτά, σφραγίδες, αιγυπτιακοί σκαραβαίοι, αγγεία, όπλα, εργαλεία και βάρη κατασκευασμένα από διάφορα υλικά όπως αλάβαστρο, πηλό, φαγεντιανή, ορεία κρύσταλλο, ελεφαντόδοντο, μάρμαρο, χαλκό, χρυσό και ασήμι διακινούνται σε όλο τον γνωστό κόσμο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού: από τη δυτική Μεσόγειο, σημερινή Ιταλία, Σικελία και Σαρδηνία μέχρι την ανατολική Μεσόγειο των Αιγυπτίων, των Χετταίων, των Ασσύριων και Βαβυλώνιων και των κατοίκων της Συροπαλαιστινιακής ακτής, με τους λαούς του Αιγαίου και της Κύπρου να βρίσκονται στο μέσον.[28]

26 Βλ. για παράδειγμα Βασιλικού 1995: 15-19.

27 Hood 1987, Ιακωβίδης 1994: 219-292, 328-341.

28 Βλ. Cline & Cline 1991, Κάντα2003.