Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ2.1. Όμηρος, Ιστορία και Αρχαιολογία

Το ζήτημα της ιστορικότητας των ομηρικών επών είναι ένα ζήτημα που γνώρισε πολλές διακυμάνσεις από την εποχή, ακόμα, του «ευρετή» της Τροίας Ερρίκου Σλήμαν μέχρι σήμερα (βλ. λ.χ. Nikolaidou & Kokkinidou 2007). Από την πλήρη αποδοχή της ιστορικότητας των επών μέχρι την πλήρη άρνηση μιας τέτοιας εκδοχής οι απόψεις διίστανται και επανέρχονται με τον χρόνο εκτοπίζοντας η μία την άλλη ή αντιμαχόμενες μεταξύ τους. Όπως και να έχει, όμως, δεν είναι δυνατόν να παραγνωριστεί το γεγονός ότι τα έπη δεν γράφτηκαν για να πληροφορήσουν ιστορικά το κοινό τους, αλλά για να το τέρψουν. Η λειτουργία τους είναι περισσότερο λογοτεχνική παρά ιστορική. Μιλάνε για ανθρώπους, αντιλήψεις πάθη, τα οποία εντάσσονται, βέβαια, σε ένα πλαίσιο καθημερινότητας που έχει ιστορικές προεκτάσεις, καθώς γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη εποχή, ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας, όμως, είναι, πρώτιστα και κύρια, λογοτεχνικοί ήρωες.

Ένας από τους πρώτους μελετητές της ιστορικής διάστασης των επών, ο Μ.Π. Νίλσον, διατύπωσε την ξεκάθαρη άποψη ότι τα έπη προέρχονται από μια μακρά ποιητική, κυρίως, επική παράδοση η οποία διαμορφωνόταν κάθε φορά και από τον τρόπο με τον οποίο τα διαχειρίζονταν προφορικά οι αοιδοί που τα τραγουδούσαν ή τα απήγγειλαν. Το μόνο που μπορεί να ξεχωρίσει κανείς σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από τη μελέτη των αρχαιολογικών και γλωσσολογικών δεδομένων είναι τα παλαιότερα και τα νεότερα στοιχεία (Nilson 1989).

Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, φιλολογική, ιστορική και αρχαιολογική, στα ομηρικά έπη συνυπάρχουν ή συναιρούνται στοιχεία από δύο ιστορικές περιόδους: από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, τη Μυκηναϊκή ή Υστεροελλαδική Ι-ΙΙΙβ περίοδο όπως την ονομάζουν οι ειδικοί ερευνητές, και από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, η οποία αποτελείται από τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες και από την Γεωμετρική περίοδο (πίν. 1, βλ. και >Χρονολόγιο 2005< (http://odysseus.culture.gr/a/4/ga40.html)). Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη, παλαιότερα, μετά το 1870 κυρίως, ήταν ότι τα ομηρικά έπη περιγράφουν τον μυκηναϊκό κόσμο του 12ου αιώνα π.Χ. και τη μεγαλύτερη εκστρατεία του, τον Τρωικό πόλεμο. Η επαλήθευση γινόταν, άλλωστε, από τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Με βάση τις χρονολογικές περιγραφές του Ηρόδοτου ο Τρωικός πόλεμος έπρεπε να είχε γίνει γύρω στο 1250 π.Χ., ενώ μια άλλη αναφορά, του ιστορικού του 3ου αι. π.Χ. Ερατοσθένη, τον τοποθετεί στο 1184/83 π.Χ. Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε από τις ανακαλύψεις του Γερμανού μεγαλέμπορου και αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann), ο οποίος βεβαίωνε τον 19ο αιώνα ότι ανακάλυψε τα μεγάλα κέντρα της ομηρικής εποχής, όπως την Τροία, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Έτσι, «ο θρύλος μετατράπηκε σε αρχαιολογία» (Manning 1992).

Πίνακας 1.

Οι ιστορικές περίοδοι που συσχετίζονται με τα ομηρικά έπη

Ύστερη Εποχή του Χαλκού

1750-1200 π.Χ.

Υστεροελλαδική Ι-ΙΙΙΒ (Μυκηναϊκά χρόνια)

Ύστερη Εποχή του Χαλκού

1200-1100 π.Χ.

Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ-το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου

Πρώιμη Εποχή Σιδήρου

1100-900 π.Χ.

Σκοτεινοί Αιώνες

Πρώιμη Εποχή Σιδήρου

900-700 π.Χ.

Γεωμετρικά χρόνια

Αρχαϊκή Εποχή

(ο 8ος αι. π.Χ. τοποθετείται μεταξύ Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων ως εποχή μετάβασης)

800-700 π.Χ.

Γέννηση των ομηρικών επών (800-700 π.Χ.)

Η αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής, της Γραμμικής Β, το 1952 από τον Βρετανό αρχιτέκτονα Μ. Βέντρις (Michael Ventris), με τη συνδρομή του φιλολόγου Τζ. Τσάντγουϊκ (John Chadwick), και η ταύτισή της με την ελληνική γλώσσα προκάλεσε νέο κύμα ενθουσιασμού για τα μυκηναϊκά χρόνια, αλλά και αμφιβολίες για τη σύνδεση της ομηρικής ποίησης με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Σε ένα από τα κλασικά έργα αυτής της περιόδου, στα 1959, ο Ντ. Πέϊτζ (D. L. Page) αναζητώντας τη σχέση της Ιστορίας με την ομηρική Ιλιάδα διατυπώνει την άποψη, βασισμένος στην ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων της εποχής, ότι οι Τρώες που περιγράφουν τα ομηρικά έπη ήταν Έλληνες που έφτασαν στην περιοχή της Τρωάδας την ίδια περίπου περίοδο, στις αρχές δηλαδή της 2ης χιλιετίας π.Χ., με την «κάθοδο» των ελληνικών φύλων στην ηπειρωτική Ελλάδα (Page 1988).

Ο κόσμος των ομηρικών επών, όμως, δεν έμοιαζε με τον κόσμο που περιέγραφαν οι πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής. Ο Μ. Φίνλεϋ (M. Ι. Finley), ο μελετητής που άλλαξε τη μέχρι τότε ιστορική αντιμετώπιση του Ομήρου τοποθετώντας τα έπη στον 8ο και 7ο αι. π.Χ. και όχι στη μυκηναϊκή εποχή, διατράνωνε το 1957 ότι ο

«…ο Όμηρος δεν είναι απλά μη αξιόπιστος οδηγός για τις μυκηναϊκές πινακίδες, αλλά δεν είναι καθόλου οδηγός» (Finley 1991: 220).

Η κορυφαία αρχαιολόγος και ειδική στην Εποχή του Χαλκού E. Vermeule σημείωνε, παράλληλα, to 1964, εκφράζοντας το γενικότερο πνεύμα της εποχής:

«Φαίνεται πιο έντιμο, ακόμη και τονωτικό να μην επικαλούμεθα τον Όμηρο είτε σαν διακοσμητικό, είτε σαν πληροφοριακό στοιχείο» (Vermeule 1983: XII-XIII).

Το 1972 στο κλασικό βιβλίο του κορυφαίου Βρετανού αρχαιολόγου Κ. Ρένφριου (Colin Renfrew) για την αρχαιολογία του Αιγαίου Η Ανάδυση του Πολιτισμού (The Emergence of Civilization) δεν γίνεται παρά μόνο μια επιφυλακτική αναφορά στον Όμηρο σε σχέση με τη δυνατότητά του να προσφέρει στοιχεία για τη Μυκηναϊκή κοινωνία (Bennett 2004: 90-91). Η απογοήτευση ήταν τόσο μεγάλη μετά την ανάγνωση της γλώσσας των Μυκηναίων ώστε ο J. Chadwick, ο οποίος συνέβαλε, όπως είπαμε, στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, να αναρωτηθεί προκλητικά, σε ένα άρθρο του που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1970, αν ο Όμηρος ήταν ψεύτης και να τον χαρακτηρίσει, επίσης, σε ένα βιβλίο του της ίδιας δεκαετίας ως ψευδο-ιστορικό.

Σήμερα, βέβαια, οι ομηρικές σπουδές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα προβλήματα από διάφορες οπτικές γωνίες. Η αρχαιολογία, η μόνη, αφού λείπουν άλλες σύγχρονες ιστορικές πηγές, επιστήμη που μπορεί να δώσει ιστορικού τύπου πληροφορίες για την ομηρική εποχή, συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση (Morris & Powell 2009). Είναι αλήθεια ότι, όπως προκύπτει και από την παραπάνω μικρή αναδρομή στην έρευνα, ένας ολόκληρος κλάδος της αρχαιολογίας, η «αρχαιολογία του Αιγαίου» (Aegean archaeology όπως ονομάστηκε) οφείλει τη δυναμική του, παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις, στην αναζήτηση του Ομήρου (Whitley 2002: 17).

Τι μπορούν να προσφέρουν, όμως με βάση τα σημερινά δεδομένα, σε μια παρόμοια συζήτηση, τα αρχαιολογικά ευρήματα; Με αυτά ως βάση,[3] λοιπόν, μπορεί να καταγραφούν κάποια σημαντικά γεγονότα ανάμεσα στον 18ο και τον 8ο αιώνα π.Χ. (πίν. 2, 3, 4) που δημιουργούν ένα ιστορικό και κοινωνικοπολιτιμικό πλαίσιο το οποίο αξιοποίησαν, μετασχημάτισαν ή ακόμα και ενίσχυσαν, επινοώντας κάποιες παραμέτρους του, τα ομηρικά έπη. Με άλλα λόγια πρέπει να ελεγχθεί αν στα έπη ενσωματώνεται η «πραγματικότητα» ιστορικών περιόδων, γνωστών αρχαιολογικά, μέσα στις οποίες αυτά γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν.

Πίνακας 2.

Χρονολόγιο ομηρικής εποχής

ΜΥΚΗΝΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Χρονολογία

Γεγονός

Σχόλιο

1700 π.Χ.

Στην Κρήτη οικοδομούνται τα νέα ανάκτορα αντικαθιστώντας τα παλαιά

Κνωσός, Φαιστός, Ζάκρος και Μάλια, αλλά και μια σειρά άλλων ανακτορικών κέντρων μαζί με τα ευρήματά τους ορίζουν τον μινωικό πολιτισμό.

1650-1550 π.Χ.

Ταφικός κύκλος Β΄ Μυκηνών

Ανασκάφηκε από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία (Γ. Μυλωνάς και Ι. Παπαδημητρίου) στα 1952. Περιείχε κάθετους λακκοειδείς τάφους με πολλά χρυσά κτερίσματα.

1620 - 1613 π.Χ.

Έκρηξη του ηφαιστείου στη νήσο Θήρα (Σαντορίνη) στις Κυκλάδες

Η αναχρονολόγηση της έκρηξης κατέρριψε θεμελιώδεις μύθους της προϊστορίας του Αιγαίου, όπως αυτόν που απέδιδε στην έκρηξη την καταστροφή του μινωικού πολιτισμού.

1600-1500 π.Χ.

Ταφικός κύκλος Α΄ Μυκηνών

Μοιάζει με τον Ταφικό Κύκλο Β. Ανασκάφηκε από τον Ε. Σλήμαν στα 1879 και θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα ότι περιείχε τους τάφους του Αγαμέμνονα και της συνοδείας του, υπόθεση που, φυσικά, αποδείχθηκε λανθασμένη. Στα πολλά χρυσά κτερίσματα των κάθετων λακκοειδών τάφων των κύκλων Α και Β αναγνωρίστηκε η ομηρική «πολύχρυση Μυκήνη».

Τέλη 15ου – αρχές 14ου αι. π.Χ.

Πρωιμότερα ανακτορικά κτήρια

Μεγαροειδή κτίσματα στο Μενελάιο της Λακωνίας και στα Νιχώρια της Μεσσηνίας.

1480/70-1390/70 π.Χ.

Τμήμα της αρχαιότερης επιγραφής (2,5Χ4 εκατοστά) σε Γραμμική Β από την Ίκλαινα (κοντά στην Πύλο) της Μεσσηνίας

Βρέθηκε το 2011 σε περιοχή κοντά στο μυθικό ανάκτορο του Νέστορα βλ. το άρθρο «Στο φως η αρχαιότερη πινακίδα γραμμικής Β», καθώς και δημοσιεύματα της ανασκαφικής ομάδας.

 

Γύρω στο 1450

Οι Μυκηναίοι κατακτούν την Κνωσό της Κρήτης. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού (1375 π.Χ.), μυκηναϊκή εξάπλωση στην Κρήτη.

Κυριαρχία του Μυκηναϊκού πολιτισμού στο Αιγαίο. Μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη (μυκηναϊκή «αγορά» στην Αγία Τριάδα κοντά στη Φαιστό, μυκηναϊκά έθιμα ταφής στο νεκροταφείο των Αρχανών, τάφος μυκηναίου πολεμιστή στον Ψηλορείτη).

14ος αι. π.Χ.

Οικοδομούνται τα σπουδαιότερα μυκηναϊκά κέντρα με τις οχυρώσεις τους («κυκλώπεια τείχη»), αυτά που θεωρούνται ότι ενέπνευσαν τον υλικό πολιτισμό των ομηρικών επών και αποτέλεσαν το σκηνικό του χώρο

Χτίζονται οι ακροπόλεις και τα ανάκτορα. Σημαντικότερα στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τη Μιδέα στην Αργολίδα, στην Πύλο στη Μεσσηνία, στην Αθήνα, στη Θήβα και στο Γλα στη Βοιωτία, στην Ιωλκό στη θεσσαλική Μαγνησία, στον Άγιο Βασίλειο και στην Πελλάνα της Λακωνίας.

14ος αι. π.Χ.

Οι Μυκηναίοι «κατακτούν» την Κύπρο

 

14ος – 13ος αι. π.Χ.

Ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού

«Μυκηναϊκή κοινή», εμπορικές ανταλλαγές με Εγγύς Ανατολή, ιταλική χερσόνησο και Σικελία

Τέλη 14ου - αρχές 13ου αι. π.Χ.

Επέκταση των τειχών της ακρόπολης των Μυκηνών ενσωματώνει σ’ αυτήν τον Ταφικό Κύκλο Α, ο περίβολος του οποίου εξωραΐζεται

Πρόκειται για μια πράξη ιδιαίτερης συμβολικής νοηματοδότησης καθώς αποδεικνύει ότι οι Μυκηναίοι ενδιαφέρονται για το παρελθόν, αποδίδοντας ιδιαίτερες τιμές στους νεκρούς του Κύκλου.

1220 π.Χ. περίπου

Αρχαιολογική τοποθέτηση του Τρωικού πολέμου

Ο ανασκαφέας της Τροίας του 20ου αιώνα, Αμερικανός Carl Blegen θεωρεί πιθανό ότι μια καταστροφή που παρατηρήθηκε αρχαιολογικά στο τέλος της φάσης Τροία VIIa να αποτελεί το ιστορικό υπόβαθρο που μπορεί να απηχείται στις ομηρικές περιγραφές.

1200 π.Χ. περίπου

Καταστροφή και εγκατάλειψη των περισσότερων μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων

Τα αίτια των καταστροφών ασαφή. Υποστηρίζεται ότι οφείλονται σε εχθρικές ενέργειες ή φυσικές καταστροφές. Πολύ πιθανή η οικονομική κατάρρευση ύστερα από κρίση των εγκαθιδρυμένων εμπορικών δικτύων ή να οφείλονται όλα σε αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές.

Μετά το 1200 π.Χ. και μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα

Εγκαταλείπονται σιγά-σιγά και οι τελευταίοι κατοικημένοι μυκηναϊκοί οικισμοί

Διάλυση της μυκηναϊκής «κοινής», αλλού συνέχεια κατοίκησης, αλλού διαρκής συρρίκνωση, μείωση του αριθμού οικισμών και μετανάστευση ή συγκέντρωση πληθυσμού. Στο τέλος του 11ου αιώνα η κεραμική δείχνει τοπικών παραδόσεων.

Πρώτο μισό του 12ου αι. π.Χ.

Νεκροταφεία στην Περατή της Αττικής και στην Ιαλυσό της Ρόδου με μυκηναϊκά χαρακτηριστικά, αλλά και καινοφανή στοιχεία όπως η εμφάνισης της καύσης των νεκρών που δεν είναι μυκηναϊκό έθιμο ταφής. Θέσεις στη Χίο και στην Κύπρο.

Οι μυκηναϊκοί πληθυσμοί φαίνεται πως κινούνται προς τα ανατολικά. Το επίπεδο ζωής παραμένει, για κάποιους τουλάχιστον υψηλό, όπως δείχνουν εισαγμένα αντικείμενα «πολυτελείας» από την Ανατολή σε κάποιους από τους τάφους της Περατής.

1184 π.Χ.

Παραδοσιακή ιστορική χρονολογία της καταστροφής της Τροίας

Σύμφωνα με τον αρχαία Έλληνα ιστορικό του 3ου αι. π.Χ. Ερατοσθένη.

1150 π.Χ. περίπου

Τελική καταστροφή ακρόπολης Μυκηνών

 

Πίνακας 3.

Χρονολόγιο ομηρικής εποχής

ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ

Χρονολογία

Γεγονός

Σχόλιο

1100-1000 π.Χ.

Η λεγόμενη κάθοδος των Δωριέων, σύμφωνα με την παραδοσιακή Ιστορία, συμβαίνει σ’ αυτά περίπου τα χρόνια

Μια αρκετά αμφισβητούμενη σήμερα θεωρία, βασίζεται στην παλαιά άποψη ότι μεγάλες αλλαγές που παρατηρούνται στον πολιτισμό, οφείλονται σε εισβολές και κατακτήσεις δυνατότερων λαών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικοικονομικές παράμετροι αυτών των αλλαγών στο εσωτερικό του ίδιου του κοινωνικού συστήματος.

1050-950 π.Χ.

Α΄ ελληνικός αποικισμός

Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς μετακινούνται, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς, από τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της Μικράς Ασίας.

1050 π.Χ. περίπου

Εμφάνιση του σιδήρου

Το νέο μέταλλο εντοπίζεται, κυρίως, σε τάφους.

1050-900 π.Χ.

Πρωτογεωμετρική κεραμική

Εύβοια και Αθήνα μετατρέπονται σε ηγετικά καλλιτεχνικά κέντρα.

975-950 π.Χ.

«Ηρώο» στο Λευκαντί της Εύβοιας

Ο τάφος του «ήρωα» στην Τούμπα στο Λευκαντί παραπέμπει σε λατρεία αφηρωισμένων νεκρών.

Πίνακας 4.

Χρονολόγιο ομηρικής εποχής

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ - ΠΡΩΙΜΑ ΑΡΧΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Από το πρώτο τέταρτο 9ου αι. π.Χ. (γύρω στο 875

Κυριαρχία γεωμετρικής κεραμικής

Νεκροταφείο του Κεραμικού στην Αθήνα με καύσεις νεκρών.

8ος- 6ος αι. π.Χ.

Δεύτερος ελληνικός αποικισμός

Εξάπλωση των Ελλήνων στη Μεσόγειο και στην Μαύρη θάλασσα.

Γύρω στο 800 π.Χ.

(Πολλοί ερευνητές τοποθετούν τον 8ο π.Χ. αιώνα στα πρώιμη αρχαϊκή εποχή)

Ίδρυση της Ερέτριας στην Εύβοια. Οι Ευβοείς πρωτοστατούν στη δημιουργία της πόλης Αλ Μίνα, σημαντικού εμπορικού σταθμού, στον Ορόντη ποταμό της Συρίας

Η Ερέτρια αντικαθιστά το Λευκαντί ως νέα δύναμη.

776 π.Χ.

Παραδοσιακή χρονολογική τοποθέτηση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων

 

775 π.Χ.

Πρώτος εμπορικός σταθμός στη Δύση, οι Πιθηκούσες, στο νησάκι της Ίσκιας, στον κόλπο της Νάπολης

Ιδρύεται από Ευβοείς.

750-700 π.Χ.

Πιθανολογείται η δημιουργία του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου με προσαρμογή από το φοινικικό

Είναι η εποχή όπου θεωρείται πως έζησε ο Όμηρος.

735 π.Χ.

Ίδρυση της πρώτης αποικίας στη Σικελία

Ιδρύεται από Ναξίους.

734-680 π.Χ.

Ληλάντιος πόλεμος στην περιοχή της Εύβοιας, μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας

Προκαλεί το τέλος της ευβοϊκής κυριαρχίας. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι μπορεί οι άνθρωποι της γεωμετρικής εποχής να τον παραλλήλιζαν με τον τρωικό πόλεμο.

730 π.Χ.

Ίδρυση της Κέρκυρας και των Συρακουσών από την Κόρινθο

Η Κόρινθος ανατέλλει ως η νέα εμπορική ηγετική δύναμη. Στην τέχνη παρατηρούνται τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης «ανατολίζουσας» περιόδου, λόγω των μεγάλων επιδράσεων από την ανατολική τέχνη.

Την εποχή που πρωτοεμφανίζονται αυτοί που αποκαλούμε Μυκηναίοι στην ηπειρωτική Ελλάδα, κατά τον 17ο αι. π.Χ., στην Κρήτη ανθεί ο μινωικός πολιτισμός με χαρακτηριστικό κοινωνικό, οικονομικό, διοικητικό και πολιτισμικό κέντρο τα ονομαζόμενα «μινωικά ανάκτορα» (Κνωσός, Μάλια, Φαιστός, Ζάκρος είναι τα πιο γνωστά, αλλά νεότερες έρευνες αποκαλύπτουν και άλλα). Στο τέλος του 17ου αι. π.Χ., γύρω στο 1620 π.Χ. σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης προκαλεί αναστάτωση στον χώρο του Αιγαίου. Η παλαιά άποψη ότι σε αυτό το γεγονός οφείλεται η άμεση καταστροφή των μινωικών κέντρων σήμερα δεν υποστηρίζεται με θέρμη. Πάνω από 100 χρόνια μετά την έκρηξη, πάντως, στα τέλη ή στα μέσα του 15ο αι. π.Χ., οι Μυκηναίοι φαίνεται πως παίρνουν από τους Μινωίτες τα ηνία στην περιοχή του Αιγαίου. Η μυκηναϊκή φυσιογνωμία της Κνωσού αποδεικνύει την υποχώρηση των Μινωιτών και την πιθανή «κατάληψη» από τους Μυκηναίους του μινωικού ανακτόρου. Ανάλογη είναι η κατάσταση στο ανάκτορο της Φαιστού και στη γειτονική της Αγία Τριάδα, όπου μια μυκηναϊκή εγκατάσταση καταλαμβάνει τη θέση της παλαιότερης μινωικής.

Στους δύο επόμενους αιώνες οι Μυκηναίοι κυριαρχούν σε στεριές, αλλά, κυρίως, στη θάλασσα. Φτάνουν μέχρι τα ορεινά της Κρήτης, όπως προκύπτει από την πρόσφατη ανεύρεση της σαρκοφάγου ενός >Μυκηναίου πολεμιστή< (http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=331990) σε μια βραχοσκεπή στον Κουρουπητό του Ψηλορείτη, αλλά και από μυκηναϊκά κτίσματα που διαδέχτηκαν μια μινωική εγκατάσταση στη >Ζώμινθο< (http://www.aegeussociety.org/gr/index.php/news/arxaiologia-texnes-04-02-2015/) (εικ. 4.3, 4.3α), στην ίδια περιοχή, σε υψόμετρο 1187μ. Ασκούν δραστηριότητες σε αρκετά πρώην κέντρα του μινωικού πολιτισμού, ενώ έχουν βρεθεί και τα νεκροταφεία τους, όπως αυτό που εντοπίστηκε στο >Φουρνί των Αρχανών< (http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=7133) (εικ. 4.4, 4.5), 15 χιλιόμετρα από την Κνωσό, το οποίο βρίσκεται κοντά σε ένα, μικρότερο της Κνωσού, ανάκτορο. Εγκαθίστανται, επίσης, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κύπρο, αποκτούν επαφές με τη δυτική Μικρά Ασία, φτάνουν μέχρι την Ουγκαρίτ στα ανατολικά, επηρεάζουν ή εγκαθίστανται σε περιοχές της Μακεδονίας, όπως αποδεικνύουν νεότερα ευρήματα στην Τούμπα της σημερινής Θεσσαλονίκης και στην Αιανή της Κοζάνης, ενώ αρχίζουν να ταξιδεύουν και να εκμεταλλεύονται εμπορικά και τη Δύση.

Τα κέντρα τους βρίθουν από ζωή, η καθημερινότητα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων διακρίνεται από πολυτέλεια και από κατοχή και χρήση περίτεχνων ή εξωτικών αντικειμένων, ενώ επιδίδονται σε σημαντικά τεχνικά έργα, όπως η αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας στη Βοιωτία και η δημιουργία στη θέση της καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Η Γραμμική Β, η γραφή τους (Hooker 1996), εξυπηρετεί τη γραφειοκρατική οργάνωση του ανακτορικού συστήματος. Η φωτιά που κατέστρεψε τα «ανακτορικά» συγκροτήματα στην Κνωσό, στη Θήβα και στην Πύλο βοήθησε στο να διατηρηθούν εκεί, αφού «ψήθηκε» ο πηλός από τον οποίο ήταν κατασκευασμένες, τα τρία κατά σειρά μεγαλύτερα αρχεία πήλινων πινακίδων (εικ. 4.2). Οι τελευταίες αποτελούσαν τα κατάστιχα όπου καταγράφονταν, σε Γραμμική Β βέβαια, οι δραστηριότητες των «ανακτόρων» και των εξαρτημένων από αυτά περιοχών.

Στα τέλη του 12ου αι. π.Χ. καταστρέφονται και εγκαταλείπονται τα περισσότερα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα. Το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου οφείλεται, μάλλον, στην επίδραση πολλών μαζί παραγόντων: από εχθρικές ενέργειες και φυσικές καταστροφές μέχρι μια πιθανή, «διεθνή», οικονομική κρίση που μπορεί να προκάλεσε η κατάρρευση των εμπορικών δικτύων της Ανατολικής Μεσογείου. Η διάλυση μπορεί, επιπλέον, να οφείλεται σε αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές.

Τί ακολούθησε, όμως, τον μυκηναϊκό κόσμο; Το σημείο τομής ανάμεσα στα μυκηναϊκά και τα πρωτοϊστορικά χρόνια θεωρούνταν, παλαιότερα, η κάθοδος των Δωριέων. Σήμερα, που οι θεωρίες της αλλαγής του πολιτισμού εξαιτίας εισβολών ξένων λαών δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, το βάρος πέφτει στην αναγνώριση των κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών και οικονομικών παραμέτρων που οδηγούν ή επιταχύνουν την πολιτισμική αλλαγή. Η αρχαιολογική έρευνα, άλλωστε, δείχνει πως δεν υπάρχουν αναπάντεχες αλλαγές μετά το τέλος των ανακτόρων. Το συγκεντρωτικό μυκηναϊκό σύστημα γίνεται περισσότερο αποκεντρωτικό, η κεραμική έχει κοινά στοιχεία με την προηγούμενη περίοδο, ενώ κάποια συνέχεια κατοίκησης φαίνεται πώς υπάρχει και τάφοι πολεμιστών εξακολουθούν να εντοπίζονται σε περιοχές όπως η Αχαΐα, η Λοκρίδα, η Φωκίδα και η Αττική.

Μετά το 1000 και μέχρι το 700 π.Χ. ο >πρώτος ελληνικός αποικισμός< (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82) και ο >δεύτερος< (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82) οδηγούν τους αρχαίους Έλληνες να εγκατασταθούν, ως άποικοι, σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η εισαγωγή του σιδήρου ως πρώτης ύλης για την κατασκευή όπλων και εργαλείων αντικαθιστά τον χαλκό. Από τις ταφές προκύπτει η ύπαρξη από τα μέσα, ήδη, του 10ου αιώνα π.Χ. μιας τάξης αριστοκρατών, ανδρών και γυναικών, η οποία κυριαρχεί και προσπαθεί να δείξει ότι υπερέχει σε σχέση με τις υπόλοιπες τάξεις. Στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. πιθανολογείται ότι δημιουργείται το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο.

Είναι η εποχή μιας «επικοινωνιακής έκρηξης» όπως σημειώνουν ερευνητές όπως ο Ρ. Όσμπορν. Η έκρηξη αυτή που περιλαμβάνει αντικείμενα, κυρίως αγγεία, που έχουν χαραγμένα μια ποικιλία συμβόλων, σημεία κεραμέων και επιγραφές, ενώ εντοπίζονται σε μια έκταση που περιλαμβάνει από την Ιταλία και την Κρήτη μέχρι την πρόσφατη αρχαιολογική ανακάλυψη στη >Μεθώνη της Πιερίας,< (http://ancdialects.greeklanguage.gr/node/517) πιθανολογείται ότι οφείλεται πρώτα και κύρια σε εμπορικές συναλλαγές και δευτερευόντως σε αμιγώς «λογοτεχνικές» ανησυχίες.[4] Η περιοχή της Εύβοιας φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, ενώ η Αθήνα και η Κόρινθος αρχίζουν να αναδύονται ως εμπορικές δυνάμεις στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. Ο Ληλάντιος πόλεμος στην Εύβοια είναι η πιο γνωστή ιστορικά σύγκρουση της ίδιας περιόδου.

Είναι σίγουρο πως όλα τα παραπάνω γεγονότα δεν αναφέρονται αυτά καθαυτά στα ομηρικά έπη. Είναι αμφίβολο, μάλιστα, αν μπορεί, έστω να εντοπίσει κανείς κάποια συγκεκριμένα σημεία στα έπη όπου τα παραπάνω γεγονότα, έστω, να υπονοούνται ή να απηχούνται. Παρόλα αυτά συνιστούν ένα παρελθόν που -είτε ξεχάστηκε είτε άφησε κάποια ίχνη στη συλλογική μνήμη- είχε σίγουρα αφήσει τα σημάδια του στον χώρο. Υπήρχαν, για παράδειγμα μυκηναϊκά κατάλοιπα που ήταν ορατά στους ανθρώπους που ζούσαν τον 9ο και τον 8ο αι. π.Χ. αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια, ενώ πιθανολογείται ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην Τροία. Κατάλοιπα των λεγόμενων «κυκλώπειων» τειχών των μυκηναϊκών ακροπόλεων θα ήταν, προφανώς, ορατά στους αρχαίους κατοίκους ή επισκέπτες των ίδιων χώρων προκαλώντας περιγραφές και ερμηνείες που, αναμφίβολα, θα άγγιζαν τα όρια του μύθου, αλλά και της Ιστορίας.

Ένας από αυτούς τους επισκέπτες, ο περιηγητής του 3ου αι. μ.Χ. Παυσανίας που πήγε στις Μυκήνες, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο οι μεταγενέστεροί του ερμήνευσαν τα μυκηναϊκά ερείπια, αφού βασίστηκαν στις δικές του καταγραφές και πληροφορίες. Ο αρχαίος κλασικός ελληνικός κόσμος ήταν καλός γνώστης των ομηρικών ηρώων και επεισοδίων. Οι ομηρικές περιπέτειες χρησιμοποιήθηκαν, άλλωστε, σε πολλές μορφές μεταγενέστερης καλλιτεχνικής δημιουργίας από τις τραγωδίες μέχρι την εικονογράφηση των αγγείων, στην αγγειογραφία. Οι ομηρικοί ήρωες πέρασαν έτσι από τον χώρο του μυθικού και φανταστικού, στο χώρο του «φυσικού» και του οικείου, ενώ φαίνεται πως λίγο αφορούσε το αν ήταν ιστορικά πρόσωπα, αφού ενδιέφεραν περισσότερο οι συμβολισμοί που έφεραν και τα μηνύματα που μετέφεραν.

Η αγωνιώδης, πολλές φορές, προσπάθεια της αρχαιολογικής έρευνας στα νεότερα χρόνια, αρχής γενομένης από τον Ε. Σλήμαν και τα ευρήματα της Τροίας μέχρι και σήμερα, να συνδέσει τα αρχαιολογικά ευρήματα με τα ομηρικά δεδομένα είναι, ίσως, απότοκος και αυτής της τάσης να θεωρούνται τα ομηρικά έπη μ' έναν «φυσικό» τρόπο ως μυθολογική αφήγηση ιστορικών δεδομένων. Η ιστορική υπόσταση των ομηρικών ηρώων και η σύνδεσή τους με τη μυκηναϊκή αρχαιολογία απασχολεί πάντως σήμερα αυτοκριτικά και αναστοχαστικά αρχαιολόγους, κλασικούς φιλόλογους και γενικότερα τους ομηριστές.

Ο διευθυντής του CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας) στη Γαλλία, Π. Ντάρκ (P. Darcque) ανιχνεύοντας τη σύνδεση των επών με τη μυκηναϊκή αρχαιολογία αναγνωρίζει, για παράδειγμα, έναν «τρόμο της ανωνυμίας στη μυκηναϊκή αρχαιολογία», εννοώντας ότι πολλοί από αυτούς που ασχολούνται με τη μυκηναϊκή αρχαιολογία συνδέουν, ακόμα και σήμερα, τα αρχαιολογικά ευρήματα με τους επώνυμους ομηρικούς ήρωες. Θεωρεί ότι αυτός ο «τρόμος» οφείλεται στην κλασική παιδεία των αρχαιολόγων οι οποίοι περνούν με μεγάλη «φυσικότητα» από την αρχαιολογία στους μύθους, αλλά και σε μια ιδιότυπη κοινωνική απαίτηση, που προσδίδει κύρος στα αρχαιολογικά δεδομένα και στους αρχαιολόγους, μόνο όταν τα ευρήματα συνδέονται με επώνυμα πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ιστορική ή μυθολογική τους υπόσταση. Η σύνδεση αυτή είναι, εξάλλου, ευεργετική για το ίδιο το αρχαιολογικό έργο, καθώς οι τοπικές κοινωνίες μιας περιοχής ευνοούν και χρηματοδοτούν πολύ πιο εύκολα μια έρευνα που στρέφεται στην αναζήτηση των αρχαίων επώνυμων προσώπων (Darcque 2003).

Η αρχαιολογία μπορεί να βοηθήσει, συμπερασματικά, στην αποκατάσταση ενός παρελθόντος όπου κάποιος, ανάλογα με τις αντιλήψεις του και τα πιστεύω του, μπορεί πάντα να εντοπίζει σχέσεις με τις ομηρικές περιγραφές, για το πότε και πώς δημιουργήθηκαν τα έπη, για την ιστορικότητα των ηρώων τους, για την πραγματικότητα των μαρτυριών, για τον υλικό πολιτισμό τους. Μπορεί ακόμα να ευνοήσει τη δημιουργία διευρυμένων οριζόντων για τη διεπιστημονική εξέταση χρονικών περιόδων που μπαίνουν, συνήθως, σε κατασκευασμένα από τους ανθρώπους χρονολογικά και επιστημονικά όρια (π.χ. μια εποχή διαρκεί από τότε μέχρι τότε, άλλο καθήκον έχει ο ιστορικός, άλλο ο φιλόλογος ή άλλο ο αρχαιολόγος), τα οποία υψώνουν «τείχη» ανάμεσα στις ιστορικές εποχές και στους επιστημονικούς τομείς και συσκοτίζουν, τελικά, αντί να διαφωτίζουν τα πράγματα (Snodgrass 2012).

3 Treuil κ.ά. 1996: 595-620, Μαζαράκης-Αινιάν 2000, Dickinson 2003.

4 Βλ. Μπέσιος, Τζιφόπουλος & Κοτσώνας 2012: 307-320.

Δ2.2. Πότε δημιουργήθηκαν τα έπη;

Ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες

Οι ειδικοί συγκλίνουν σήμερα στην άποψη ότι τα έπη γράφτηκαν τον 8ο αιώνα π.Χ. και ότι, συνεπώς, ο υλικός πολιτισμός και γενικότερα ο κόσμος που περιγράφεται σ' αυτά ανήκει σ' εκείνη, κυρίως, την ιστορική περίοδο. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένοι, όπως ο ιστορικός Ρ. Όσμπορν (R. Osborne), που τοποθετούν τη δημιουργία των επών -στη μορφή, τουλάχιστον, που μας έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα- γύρω στα τέλη ή αμέσως μετά το 700 π.Χ., κατά την εποχή της γένεσης και διαμόρφωσης της ελληνικής πόλης (Osborne 2000). Η αρχαιολογία προσφέρει σημαντικές ενδείξεις γι' αυτήν την υπόθεση.

Τα αρχαιολογικά δεδομένα περιλαμβάνουν:

α) την εμφάνιση της γραφής, με τις πρώτες αλφαβητικές επιγραφές όπως αυτή στην οινοχόη (εικ. 4.6), αγγείο που προέρχεται από το Δίπυλο και χρονολογείται στα 750-735 π.Χ. και αποτελεί δώρο στον καλύτερο χορευτή (βλ. Μπουλώτης 1983) ή την επιγραφή στο «ποτήρι του Νέστορος (εικ. 4.7),

β) την εμφάνιση, επίσης, της αφηγηματικής τέχνης με παραστάσεις επάνω στα αγγεία (για παράδειγμα βλ. εικ. 4.8),

γ) ευρήματα που συνδέονται με τον πόλεμο, όπως ο στρατιωτικός εξοπλισμός -οι ασπίδες με τα Γοργόνεια, για παράδειγμα (εικ. 4.9, 4.10)-, καθώς και

δ) την εύρεση ναών και αγαλμάτων θεών. Όλα τα παραπάνω καθώς και η γνώση μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα για την ύπαρξη αποικιών και ενός κόσμου που εκτείνεται από τη Φοινίκη, την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά μέχρι τη Σικελία στα δυτικά παραπέμπουν, σύμφωνα πάντα με την άποψη του Ρ. Όσμπορν, σε μια υστερότερη χρονολόγηση των επών (Osborne 2006: 218). Τα ταφικά έθιμα που συνδέονται με την αριστοκρατική τάξη του τέλους του 7ου αι. π.Χ. από την περιοχή της Εύβοιας, αλλά και από υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας αξιοποιούνται για να ενισχύσουν την παραπάνω άποψη. Ο τρόπος που οι νεκροί αποτεφρώνονται και οι στάχτες τους μαζί με τις συνοδευτικές προσφορές προς τον νεκρό, τα κτερίσματα, τοποθετούνται στους τάφους παραλληλίζεται με αντίστοιχες πρακτικές από την Ιλιάδα, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του νεκρού Πάτροκλου, αλλά και με ανάλογες αναφορές από την Οδύσσεια (Crielaard 2002).

Μια έμμεση απόδειξη ότι τα έπη ή οι ιστορίες που αναφέρονται σ' αυτά ήταν γνωστές τον 8ο αι π.Χ. είναι ένα αρχαιολογικό εύρημα από την ιταλική χερσόνησο. Στις Πιθηκούσες, αποικία των Ευβοέων στον κόλπο της Νεαπόλεως, βρέθηκε το 1954, στον τάφο ενός δεκάχρονου αγοριού, ένα αγγείο σε κομμάτια (όστρακα). Όταν συναρμολογήθηκαν τα όστρακα και συμπληρώθηκαν τα κενά (εικ. 4.7α) έγινε αντιληπτή η ύπαρξη μιας τρίστιχης επιγραφής (εικ. 4.7β) που αναφέρεται στο ποτήρι του Νέστορα και εύχεται όποιος πίνει από αυτό να έχει τις χαρές της θεάς Αφροδίτης.

Το αγγείο έχει προέλευση την Ιαλυσό της Ρόδου, ήταν δηλαδή προφανώς εμπορική εισαγωγή ή αντικατοπτρίζει, απλά, την παρουσία Ροδίων στη συγκεκριμένη ιταλική αποικία. Θεωρείται ότι όποιος χάραξε την επιγραφή, τριάντα περίπου χρόνια μετά τη δημιουργία του αγγείου, γύρω στο 720 π.Χ., είχε υπόψη του την Ιλιάδα. Στην έμμετρη επιγραφή διαβάζουμε, «επί τα λαιά», από τα δεξιά προς τα αριστερά δηλαδή:

«του Νέστορα είμαι το καλόπιοτο ποτήρι όποιος όμως πιεί από αυτό το ποτήρι αμέσως θα τον καταλάβει ο πόθος για την ομορφοστεφανωμένη Αφροδίτη».

Η επιγραφή αυτή συνδέεται, συνήθως, με το Κ 632-7 της Ιλιάδας, όπου έχουμε την περιγραφή του στολισμένου με χρυσά καρφιά αγγείου πόσης του Νέστορα που χαρακτηρίζεται ως «δέπας περικαλλές» και το οποίο μόνο αυτός μπορεί να σηκώσει από το τραπέζι όταν είναι γεμάτο (Osborne 2000: 183-185), αλλά και με τα χρυσά κύπελλα που εντοπίζονται στις ανασκαφές των μυκηναϊκών κέντρων και θα ήταν, προφανώς, πολυτελή αγγεία πόσης των Μυκηναίων (Στεφανή 2011:80).

Μια ξεκάθαρη επίδραση του κόσμου των ομηρικών επών και, κυρίως, των ταφικών εθίμων της Ιλιάδας αναγνωρίζουν, επίσης, αρκετοί ερευνητές στους λεγόμενους «πριγκιπικούς» ή «βασιλικούς» τάφους του 8ου-6ου αι. π.Χ. στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Ίσως η επίδραση αυτή να συσχετίζεται με ένα κύμα «ηρωολατρείας» (Coldstream 1997: 458-461) που εντοπίζεται κατά τον 8ο αι. π.Χ. στον ελληνικό χώρο και συνδέεται, προφανώς, με την ανάγκη συγκρότησης της ταυτότητας των πρώτων ελληνικών κοινοτήτων και της σύνδεσης με ένα ηρωικό παρελθόν στο πλαίσιο του αναδυόμενου θεσμού της «πόλης-κράτους» (Osborne 2000). Η σύνδεση της Σαλαμίνας με τον Όμηρο ξεκινά, ήδη, από την αποδιδόμενη ίδρυσή της, αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο, στον Τεύκρο.[5] Πρόκειται για τον γιο του Αιακού, μυθικού βασιλιά του ομώνυμου ελληνικού νησιού, και αδελφό του Αίαντα του Τελαμώνιου, ήρωα του Τρωικού πολέμου, που αυτοκτόνησε (εικ. 4.11) ντροπιασμένος από τις συνέπειες του παροξυσμού του, όταν δεν κέρδισε, ως ο πιο ικανός, τα όπλα του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του τελευταίου.

Στις ανασκαφές που έγιναν στην κυπριακή Σαλαμίνα από το 1952 μέχρι το 1974 υπήρξαν ευρήματα τα οποία παραλληλίστηκαν με την αντίστοιχη σκηνή (Ψ 108-261) της Ιλιάδας (Coldstream 1997: 462-464), όπου ο Αχιλλέας φροντίζει για την ταφή του Πατρόκλου. Προς τιμήν του νεκρού σφάχτηκαν πρόβατα και βόδια με το λίπος των οποίων αλείφτηκε το σώμα του ώστε να καεί καλύτερα στην πυρά, η οποία σβήστηκε στο τέλος με κρασί, ενώ αμφορείς γεμάτοι με μέλι και λάδι συνόδεψαν τον νεκρό στον κάτω κόσμο. Η ανθρωποθυσία 12 νεαρών Τρώων, αλλά και τεσσάρων αλόγων αποτελούσε, επίσης, μέρος της ομηρικής τελετουργίας. Οι στάχτες του Πάτροκλου συγκεντρώθηκαν σε χρυσό τεφροδόχο αγγείο, μια φιάλη, και τυλίχτηκαν με λινό ύφασμα. Ένας χωμάτινος λόφος (τύμβος) που υψώθηκε επάνω της αποτέλεσε το επιστέγασμα της ταφής.

Στη Σαλαμίνα παρατηρήθηκαν όλα τα παραπάνω στοιχεία. Στον δρόμο ενός από τους «βασιλικούς» τάφους της νεκρόπολης βρέθηκαν οστά βοοειδούς, αλλά και ένας σκελετός κάποιου ανθρώπου που σκοτώθηκε με δεμένα τα χέρια. Στους περισσότερους τάφους, και πάλι στον δρόμο τους, υπήρχαν μεγάλοι αμφορείς, σ' έναν από τους οποίους διαβάστηκε σε κυπριακή συλλαβική γραφή η λέξη «έλαιον», ενώ στα υπολείμματα μιας πυράς βρέθηκαν, ανέγγιχτα από τη φωτιά, έξι ακέραια αγγεία (πρόχοι, οινοχόες και φιάλες) που θα μπορούσαν, κάλλιστα, να έχουν χρησιμοποιηθεί για το σβήσιμο με κρασί της φωτιάς που άναψε για να καεί ο νεκρός. Οι στάχτες από την πυρά των νεκρών τοποθετούνταν, όπως δείχνει μια παλαιότερη ταφή του ίδιου νεκροταφείου σε χάλκινα αγγεία, σε λέβητες. Τα ίχνη υφάσματος που διατηρήθηκαν στην εσωτερική επιφάνεια ενός από αυτούς τους λέβητες προσφέρουν ένα ακόμη όμοιο δεδομένο σε σχέση με τα έπη. Παρότι στα κτερίσματα των νεκρών δεν συμπεριλαμβάνονται σκελετοί αλόγων, εντούτοις δυο παρόμοιοι σκελετοί βρέθηκαν στον δρόμο ενός τάφου, μαζί με τμήματα τεσσάρων αρμάτων που θα έσερναν άλογα, ένα από τα οποία, το χρονολογικά νεότερο, αποκαταστάθηκε.

Υπάρχουν όμως και άλλες απόψεις για τη χρονολόγηση των επών. Μελετώντας τα ίδια τα κείμενα η Σ. Σέρραττ (E.S. Sherratt), και εφαρμόζοντας μια καθαρά αρχαιολογική μεθοδολογία πιστεύει ότι, όπως ακριβώς μπορεί κανείς να διακρίνει τη χρονολογική στρωματογραφία μιας αρχαιολογικής θέσης, είναι δυνατό να εντοπίσει διαφορετικά χρονολογικά «στρώματα» και στα έπη, ότι δηλαδή το περιεχόμενό τους προέρχεται από διαφορετικές εποχές. Θεωρεί, λοιπόν, ότι μια πρώτη μορφή της προφορικής επικής παράδοσης δημιουργήθηκε στην Πελοπόννησο πριν από την εμφάνιση των μυκηναϊκών ανακτόρων ή κατά τη διάρκεια της πρώιμης ανακτορικής περιόδου, ανάμεσα στο 1600 και το 1400 π.Χ. Κατά τους 14ο και 13ο αι., την κυρίως μυκηναϊκή ανακτορική περίοδο, η προφορική παράδοση των επών διατηρήθηκε χωρίς σημαντικές αλλαγές στα κείμενα. Μετά τα ανάκτορα, από τον 12ο έως τον 8ο π.Χ. αιώνα επέρχονται σημαντικές κατά τόπους αλλαγές στα έπη, αφήνοντας όμως και αυθεντικά κατάλοιπα από την αρχική τους μορφή. Η τελική σύνθεση των επών, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη πάντα, προέκυψε στα τέλη του 8ου αι. (Sherratt 1990: 817 κ.εξ.).

Η άποψη της Sherratt είναι ενδιαφέρουσα γιατί προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα του υλικού πολιτισμού, όπως ακριβώς αυτός αποτυπώνεται στα έπη. Είναι, επίσης, ενδιαφέρουσα η πρόταση ότι τα έπη δεν μπορούν να συνδεθούν, με βάση τις αρχαιολογικές πληροφορίες, αποκλειστικά με μια εποχή, αλλά μοιάζουν να είναι ένα αμάλγαμα από διαφορετικές εποχές. Η παραπάνω ερευνήτρια θεωρεί, λοιπόν, ότι -αφού τα έπη εμπεριέχουν διαφορετικές εποχές στις οποίες συντέθηκαν και διαδίδονταν προφορικά από στόμα σε στόμα- τα αντικείμενα που αναφέρονται σε αυτά, ο υλικός πολιτισμός κάθε εποχής, δηλαδή, διατηρείται σε αντίστοιχες ενότητες των επών ανάλογα με τη σπουδαιότητα των τελευταίων. Έτσι εξηγείται και η παρουσία στα έπη αντικειμένων που δεν ανήκουν σε μόνο μία ιστορική περίοδο. Είναι επίσης δυνατό, με βάση τις αναφορές σε συγκεκριμένα αντικείμενα, να «χρονολογηθούν» και να αποδοθούν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και συγκεκριμένα χωρία, στίχοι δηλαδή, του ομηρικού έπους (Sherratt 1990: εικ 4).

Η ίδια ερευνήτρια θεωρεί ότι οι ομηρικές περιγραφές δεν έχουν καμιά σχέση με την Ιστορία και ότι ο Τρωικός πόλεμος είναι μια επινόηση του τέλους του 8ου π.Χ. αιώνα στην οποία συναιρούνται επιβιώσεις και αναμνήσεις από άλλες εποχές. Δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα μιας αντιφατικής, φαινομενικά, προσπάθειας που αποσκοπούσε, τόσο στο να «χτιστεί» μια συνείδηση που να ενώνει τους κατοίκους των αναδυόμενων εκείνη την εποχή ελληνικών πόλεων-κρατών και να τους διαμορφώνει σε πολίτες αυτών των ξεχωριστών κρατών, όσο και στο να ενισχυθούν οι πανελλήνιοι δεσμοί με την αναφορά σε ένα κοινό, ένδοξο παρελθόν που κυριαρχούνταν από ήρωες που πολεμούσαν μαζί και υποστήριζαν ο ένας την τιμή του άλλου (Sherratt 2010). Μέσω των επών, με άλλα λόγια, επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί ένα κοινό «πανελλήνιο» παρελθόν στο οποίο ενοποιούνταν διαφορετικές παραδόσεις από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Σε αυτό το παρελθόν θα μπορούσαν να αναφέρονται οι διαφορετικές ελληνικές πόλεις-κράτη και να θεωρούν ότι από αυτό προέρχονται όλες οι πεποιθήσεις, οι αξίες και οι πρακτικές τους.

Σύμφωνα με τον Μπ. Πάουελ (B. Powell), πάντως, η συγγραφή των ομηρικών επών ή του ιστορικού Ομήρου συμπίπτει με την εφεύρεση του αλφαβήτου τον 8ο αι. π.Χ., παρόλο που, όπως είναι αποδεκτό, ο δημιουργός των επών δεν γνώριζε τη γραφή. Μοναδική υπόμνηση γραφής στα έπη, άλλωστε, είναι η αναφορά στα «σήματα λυγρά», γραμμένα σε πινακίδα που διπλώνει («ἐν πίνακι πτυκτῷ») στη γνωστή ιστορία του Βελλεροφόντη που περιγράφεται στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας. Η γνώση της γραφής συνδέεται με την αριστοκρατική τάξη, αφού με αυτήν σχετίζονται και οι πρώτες επιγραφές, όπως το παραπάνω αναφερόμενο «ποτήρι του Νέστορα», αλλά και ένα δεύτερο παράδειγμα του 740 π.Χ., η οινοχόη του Διπύλου (εικ. 4.6), που ήταν, προφανώς, έπαθλο κάποιου χορευτικού αγώνα. Η αριστοκρατική αυτή τάξη αποτελούσε, σύμφωνα με την ίδια άποψη, και το κοινό των ομηρικών επών, ενώ η Εύβοια θεωρείται ο γεωγραφικός χώρος όπου υιοθετήθηκε το αλφάβητο και η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι μπορεί να είναι ένα ευβοϊκό έπος που αναφέρεται στον περίφημο Ληλάντιο πόλεμο που έγινε, στα τέλη του 8ου και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., μεταξύ Ερέτριας και Χαλκίδας (Powell 2009: 32-38).

Τα τελευταία χρόνια και κυρίως από το 1990 και μετά, όταν ξεκίνησε καινούργιες ανασκαφές στην Τροία ο Γερμανός αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν Μάνφρεντ Κόρφμαν, επανήλθε στο προσκήνιο η άποψη για το ιστορικό υπόβαθρο του Τρωικού πολέμου. Ο Γ. Λάτατζ (Joachim Latacz), καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, υποστηρίζει, βασισμένος στα τελευταία αυτά ευρήματα ότι το ιστορικό υπόβαθρο της Ιλιάδας βρίσκεται στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, και εντοπίζεται στην προσπάθεια της μυκηναϊκής Ελλάδας, στο δεύτερο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ., με αιχμή του δόρατος μια νέα δύναμη, τη βοιωτική Θήβα, να ασκήσει επεκτατική πολιτική προς τα ανατολικά (Latacz 2005).

Η νέα τάση, πάντως, αυτών που διερευνούν την ιστορικότητα του Τρωικού πολέμου στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι να προσπαθούν να τον προσεγγίσουν από τη μεριά των Ανατολικών αρχείων και επιγραφών, των χεττιτικών κυρίως, αλλά και των αιγυπτιακών, συγκρίνοντας ονομασίες πόλεων και λαών και ακολουθώντας ομοιότητες λέξεων. Σε αυτό το πλαίσιο η Wilusa των ανατολικών κειμένων συνδέεται με τη λέξη Ίλιον (άλλη ονομασία της Τρωάδας), η Taruisa με την Τροία, οι Danuina είναι οι Δαναοί και οι Ahhiyawa οι Αχαιοί, o Alaksandus είναι ο Αλέξανδρος (Πάρης;) ο Pariyamuwas ο Πρίαμος και ο Attarisiyas ο Ατρέας, ενώ η πόλη Μίλητος στη Μικρά Ασία ταυτίζεται με τη Millawanda των αρχείων και θεωρείται προγεφύρωμα των Μυκηναίων στην Ανατολή (βλ. Raaflub 2006: 451-453).

Σύμφωνα με έναν άλλον ερευνητή, όμως, τον Τζ. Μπένετ (J. Bennett), αποκλείεται ο Όμηρος να γνώριζε την Εποχή του Χαλκού. Αξιολογώντας τα αρχαιολογικά ευρήματα θεωρεί πως τα ομηρικά έπη αναφέρονται σ' ένα ηρωικό παρελθόν.

Η εικόνα που μπορούμε να ανασυνθέσουμε για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο παρουσιάζει από πολλές απόψεις διαφορές από την εικόνα που συνθέτει ο Όμηρος ως προφορικός ποιητής του 8ου αιώνα για το ηρωικό παρελθόν. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά κλίμακας: η εικόνα της Εποχής του Χαλκού περιλαμβάνει μεγάλα ανακτορικά συμπλέγματα, με πολυπληθές εργατικό δυναμικό,, που ελέγχουν εκτεταμένες περιφέρειες στις οποίες υπήρχαν δευτερεύοντα κέντρα. Ταφές -ή τουλάχιστον τα ορατά τους υπολείμματα- φαίνεται να γίνονταν σε μεγαλύτερη, πιο μνημειακή κλίμακα. Υπάρχουν επίσης διαφορές ως προς την ποιότητα: η γραφή είναι συνυφασμένη με τη διοίκηση αυτών των κέντρων, και η κοινωνική ιεραρχία εμφανίζεται πιο σύνθετη, με έναν ηγέτη (wanax) και μια σχετικά περίπλοκη ιεραρχία αξιωματούχων αριστοκρατών (Bennett 2009: 645).

Ο ίδιος ερευνητής θεωρεί, πάντως, ότι, σύμφωνα με το πώς περιγράφονται συγκεκριμένα αντικείμενα στα ομηρικά έπη, αυτά έχουν αρκετές ομοιότητες με τη χρήση ανάλογων αντικειμένων της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, όπως αυτή προκύπτει, τουλάχιστον, από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Περιγραφές όπως αυτές του σκήπτρου του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα Β, 100-108 ή των αγγείων του Αχιλλέα από τη φοινικική Σιδώνα (Ιλιάδα, Ψ 740-748) είναι, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, αντικείμενα που έχουν «εξωτική» προέλευση, αλλά και τη δική τους ιστορία (Bennett 2004: 93-95). Προσδίδουν κύρος στον κάτοχό τους και μπορεί να ειπωθεί πως αποτελούν ιδιοκτησία του και τον συνοδεύουν, ορισμένες φορές, ως διακριτικό γνώρισμά του. Η εικονογράφηση κάποιων αντικειμένων, από την άλλη μεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της κατασκευασμένης από τον ΄Ηφαιστο ασπίδας του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα και πάλι (Σ 481-617), συνδέεται αξεδιάλυτα με τη διήγηση διαφόρων ιστοριών που περιγράφουν τον ομηρικό κόσμο.

Η παραπάνω άποψη ερμηνεύει με αρκετά τολμηρό στη σύλληψη, αλλά ενδιαφέροντα τρόπο τον υλικό πολιτισμό που αποκαλύπτουν οι αρχαιολόγοι. Γι' αυτήν, λοιπόν, τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν παρόμοιες χρήσεις και σχέσεις ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα και τα αντικείμενα που περιγράφονται στα ομηρικά έπη. Τα κτερίσματα που συνοδεύουν τους νεκρούς στους Ταφικούς Περιβόλους Α και Β των Μυκηνών (βλ. κεφ. 3.5) είναι αντικείμενα γοήτρου, όπως το σκήπτρο του Αγαμέμνονα ή τα αγγεία του Αχιλλέα, που έχουν τη δική τους ιστορία, ορισμένα έχουν, επίσης, «εξωτική» προέλευση και ενισχύουν, προφανώς, την ταυτότητα των νεκρών. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλου είδους αντικείμενα όπως το αγγείο του 13ου-12ου αι. π.Χ. με πιθανή Κυπριακή προέλευση που χρησιμοποιείται ως τεφροδόχος στον τάφο του «Ήρωα» στο Λευκαντί.

Επιπλέον, η εικονογράφηση κάθε είδους αντικειμένων (παραστάσεις κυνηγιού, μαχών, αρμάτων, αλλά και σκηνές από τα έπη σε μεταγενέστερες περιόδους) από περόνες μέχρι αγγεία εμπεριέχει και υποβοηθά την αφήγηση μιας ιστορίας, όπως συμβαίνει και με την ασπίδα του Αχιλλέα. Στα μυκηναϊκά ανάκτορα και μέγαρα, όπως σε αυτό της Πύλου, οι τοιχογραφίες συμβάλλουν στην υποδήλωση της συμβολικής υπεροχής του μυκηναίου «άνακτα» μέσα από εικονογραφικές αφηγήσεις και από τελετουργικού χαρακτήρα «γιορτές» οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την παρουσία εικόνων, αντικειμένων, προσώπων, αλλά μπορεί και προφορικών παρουσιάσεων ή απαγγελιών, ανάλογων με αυτές των επών (Bennett 2004: 95 κ.εξ.).

Μπορούν, τελικά, τα αρχαιολογικά ευρήματα να δώσουν απαντήσεις για τον ομηρικό υλικό κόσμο συγκρινόμενα με τον υλικό πολιτισμό των ομηρικών επών; Οι απόψεις των σύγχρονων ερευνητών προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα νέα διάσταση σ' αυτό το ζήτημα. Ο Ian Morris υποστηρίζει ότι

ο υλικός και ο επικός πολιτισμός ήταν δυο τρόποι με τους οποίους οι Έλληνες του 8ου αιώνα οικοδόμησαν τον κοινωνικό κόσμο στον οποίο ζούσαν. Πρόκειται για δύο σημαντικά πεδία στα οποία ο άνθρωποι κατασκεύαζαν εικόνες του κόσμου στον οποίο ήθελαν να ζουν και απέρριπταν τις αντίθετες εικόνες που δεν ήθελαν, ενώ προσθέτει πως «ο Όμηρος χρησιμοποιεί αντικείμενα -άλλα της εποχής του, άλλα αρχαία και άλλα δικής του επινόησης- για να ανακαλέσει το παρελθόν, δημιουργώντας «επική απόσταση»… Τα έπη και το αρχαιολογικό υλικό μπορούν να κατανοηθούν σωστά όταν εξετάζονται από κοινού, ως κατάλοιπα ανταγωνιστικών προσπαθειών του 8ου αιώνα για αυτοπροσδιορισμό, προσπαθειών από τις οποίες προέκυψε ο κλασικός ελληνικός πολιτισμός.

Πιστεύει παράλληλα, υιοθετώντας την άποψη του σημαντικού ομηριστή Γκ. Νάγκυ (G. Nagy), ότι δημιουργείται μ' αυτόν τον τρόπο ένα

«ενοποιημένο πανελλήνιο πρότυπο που συμφωνεί με την ιδεολογία της πόλεως γενικά, αλλά χωρίς να περιορίζεται στην ιδεολογία κάποιας συγκεκριμένης πόλεως» (Morris 2009: 665, 690).

Ο ιστορικός Ρ. Όσμπορν (R. Osborne) μιλώντας, επίσης, για το τέλος της μυκηναϊκής εποχής και τους λεγόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες» (βλ. πίν. 3) αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ο μυκηναϊκός κόσμος έληξε με πάταγο και σιγανό κλάμα» (Osborne 2000: 52). Τα ανάκτορα κατέρρευσαν, οι περίφημοι θολωτοί τάφοι, εκτός από τη Θεσσαλία, εξαφανίστηκαν, οι κεραμικοί ρυθμοί άλλαξαν, νέες θέσεις κατοικήθηκαν, αλλά παρόλα αυτά παρατηρούνται και σημάδια συνέχειας του πολιτισμού. Η εγκατάλειψη δεν ήταν μεγάλης κλίμακας. Οι θαλαμοειδείς, μυκηναϊκού τύπου, τάφοι για πολλαπλές ταφές συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε νεκροταφεία όπως αυτά στην Περατή της Αττικής, στα ανατολικά παράλια της Αττικής και στην Ιαλυσό της Ρόδου. Τα μυκηναϊκά έθιμα ταφής συνέχισαν να τελούνται, παρά την παρουσία και νέων εθίμων, όπως η καύση των νεκρών. Το σχηματολόγιο των αγγείων παρέμεινε μυκηναϊκό. Οι εισαγωγές «πολυτελών» αντικειμένων από την Ανατολή, αν και σαφώς πιο περιορισμένες, συνέχισαν να πραγματοποιούνται. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, είναι πολύ πιο πιθανό η παρακμή που διαπιστώνεται στο τέλος του 11ου αι. π.Χ. να μην είναι προϊόν κάποιας εισβολής, αλλά της φτώχειας. Οι τάφοι στα παραπάνω νεκροταφεία υποδεικνύουν, σε αυτά τα πλαίσια, πτώση του βιοτικού επιπέδου και όχι μάχες και εισβολές (Osborne 2000: 53-60).

Το τελικό συμπέρασμα από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι αν θέλουμε να εντοπίσουμε οπωσδήποτε έναν κόσμο που υπήρξε ιστορικά και απεικονίζεται στα ομηρικά έπη θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στις αριστοκρατικές αρχές, ιδέες και αντιλήψεις για τον κόσμο στα τέλη του 8ου και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Το ερώτημα είναι κατά πόσο σε αυτόν τον κόσμο ενσωματώνονται στοιχεία που προέρχονται από προηγούμενες εποχές, είτε αυτά προέρχονται από την πρόθεση του δημιουργού των επών να δημιουργήσει μια «επική απόσταση», ανάμεσα στο τώρα της εποχής του (Ύστερα Γεωμετρικά Χρόνια) και σε ένα ηρωικό αριστοκρατικό και ένδοξο παρελθόν (Εποχή του Χαλκού;), είτε αποτελούν στοιχεία που ξεκινούν από την Εποχή του Χαλκού (ήδη από τον 16ο αι. π.Χ.) και επιβιώνουν ανά τους αιώνες, μέχρι τον 7ο αι. π.Χ., στα έπη μέσω της προφορικής τους διάδοσης.

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι, προφανώς, εύκολη. Ίσως όμως, έχει περισσότερη σημασία το γεγονός ότι αν κανείς έχει πάντα στον νου του ότι τα ομηρικά έπη δεν είναι, κύρια και πρώτιστα, Ιστορία τότε είναι δυνατόν να προσεγγίσει ιστορικά τον κόσμο που περιγράφουν και στον οποίο απευθύνονται, κάτω από αυτό το πρίσμα, ως ένα υποκείμενο στρώμα της υλικής και πνευματικής πραγματικότητας μέσα στην οποία ζουν και δρουν οι ομηρικοί ήρωες.

5 Η συγκεκριμένη ιστορία αποτυπώνεται στην τραγωδία του αρχαίου Αθηναίου τραγικού ποιητή Ευριπίδη, στην Ελένη.