Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία

του Φ. Ι. Κακριδή

Ε6. Παρωδία

1. Ο αρχαίος όρος παρῳδία (Αριστοτ. Ποιητ. 1448a) συζητήθηκε τον τελευταίο καιρό πολύ, και απόκτησε πλήθος νέες διαστάσεις, αποχρώσεις και παραλλαγές. Συνοπτικός, αλλά εύστοχος είναι ο αρχαίος ορισμός, όπως διατυπώθηκε από έναν νεότερο σχολιαστή του Ερμογένη: παρῳδία … ἐστὶν ὅταν τὸ ἀλλότριον εἰς τὴν οἰκείαν σύνταξιν μεταποιήσῃ τις οὕτως ὡς μὴ λανθάνειν - έχουμε παρωδία όταν κάποιος παραλλάξει και εντάξει στα δικά του συμφραζόμενα κάτι ξένο και διαφορετικό, έτσι που να μην περνά απαρατήρητο. Στην περίπτωση της Κωμωδίας τίς είναι ο κωμωδιογράφος, οἰκεία σύνταξις η κωμωδία. Το ἀλλότριον που εντάσσεται μπορεί να είναι ένα εκφραστικό σύνολο τυποποιημένο από τη συχνή χρήση, ή κάποιος λεκτικός, ποιητικός, μουσικός ή θεματικός τρόπος που παραπέμπει σε άλλα λογοτεχνικά και γραμματειακά είδη, συχνά και σε συγκεκριμένο πρόσωπο και έργο. Παρόλη τη μεγαλύτερη ή μικρότερη «μεταποίηση» -για διακωμώδηση πρόκειται τις περισσότερες φορές-, το αντικείμενο της παρωδίας πρέπει να παραμένει φανερό, ώστε αναγνωρίζοντας το «πρωτότυπο» ο θεατής να επισημαίνει και να διασκεδάζει με τις διαφορές.

 

2. Τα αντικείμενα της παρωδίας είναι πολλά και ποικίλα. Σε μία και μόνο Κωμωδία, τους Όρνιθες, ο Αριστοφάνης παρωδεί το τυπικό των όρκων (194), τη στρατιωτική ορολογία (344κκ.), την έντεχνη σοφιστική ρητορική (462κκ.), την πρόσκληση για φιλοξενία (641κκ.), το δημοτικό τραγούδι του αγερμού (680κκ.), την ορφική κοσμογονία (693κκ.), τον Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου (708κ. και 1182κκ.), το πομπικὸν προσόδιον ᾆσμα και την επίκληση των θεών πριν από τη θυσία (851κκ.), το διθυραμβικό ύφος (904-6), ένα υπόρχημα του Πινδάρου (926κκ.), την ακατάληπτη γλώσσα ενός τεχνοκράτη (1000κκ.), την περιγραφή της Βαβυλώνας από τον Ηρόδοτο (1125κκ.), τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις (1212κκ.), την ποίηση του διθυραμβοποιού Κινησία (1372κκ.), τέλος και τα παινέματα και τα τραγούδια του γάμου (1705κκ.). Τα παραδείγματα θα μπορούσαν εύκολα να πολλαπλασιαστούν από άλλες κωμωδίες και κωμωδιογράφους, αλλά πάλι κάποιες περιπτώσεις θα μας ξέφευγαν.

 

3. Εξαιρετικά συνηθισμένη, ιδιώνυμη μορφή παρωδίας ήταν η παρατραγωδία (από το αρχαίο ρήμα παρατραγῳδέω), όπου το λεκτικό, το ύφος, οι μουσικοί τρόποι, ακόμα και η ατμόσφαιρα της Τραγωδίας ενσωματώνονταν στο κωμικό περιβάλλον. Το καταλαβαίνουμε, όχι μόνο γιατί η ανάμειξη του τραγικού με το κωμικό είναι πάντα γόνιμη, αλλά και γιατί οι κωμωδιογράφοι φυσικό ήταν να σατιρίζουν το αδελφό θεατρικό είδος, που τα έργα τους διαδέχονταν στην ίδια σκηνή τα δικά του, και που οι θεατές το είχαν πρόσφατο στο νου και στ᾽ αφτιά τους.

 

4. Εύκολα ξεχωρίζουμε τίς παρατραγωδίες, όπου στο κωμικό περιβάλλον μεταφέρεται το τραγικό κλίμα γενικά, από άλλες, όπου το παρωδούμενο πρωτότυπο είναι συγκεκριμένο πρόσωπο και έργο. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν δύο χαρακτηριστικά αριστοφανικά παραδείγματα: (α) στις Θεσμοφοριάζουσες έχουμε στο πρώτο μέρος μια σειρά από παρωδίες του ύφους του τραγικού ποιητή Αγάθωνα, και στο δεύτερο μέρος μια σειρά από σκηνές, όπου ο Ευριπίδης, στην προσπάθειά του να λευτερώσει τον φυλακισμένο συγγενή του, παρωδεί ο ίδιος τις τραγωδίες του, απαγγέλλοντας στίχους από τον Παλαμήδη, την Ελένη, και την Ανδρομέδα· (β) στους Βατράχους, ο τελικός αγώνας ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη περιέχει αλλεπάλληλες παρατραγωδίες, καθώς με τη σειρά του ο κάθε ποιητής κατηγορεί τον ανταγωνιστή του απαγγέλλοντας κωμικά παραλλαγμένους στίχους από τους Προλόγους και τα Λυρικά των τραγωδιών του.

 

5. Για την παρωδία στην Κωμωδία γενικά, εξαιρετικά διαφωτιστικό είναι το άρθρο του Σ. Τσιτσιρίδη, «Techniques of Parody in Aristophanes», στον τόμο Σ. Τσιτσιρίδης (επιμ.), Παραχορήγημα: Μελετήματα για το αρχαίο θέατρο προς τιμήν του καθ. Γρηγόρη Μ. Σηφάκη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2010, σ. 359-382. Βασική για την παρατραγωδία είναι η μελέτη του P. Rau, Paratragodia, Zetemata 45, Μόναχο: Beck1967· πβ. M. Silk, «Η αριστοφανική παρατραγωδία», στο Θάλεια-Αριστοφάνης: 15 μελετήματα, Αθήνα: Σμίλη 2007, σ. 282-322.