Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία

του Φ. Ι. Κακριδή

Ε5. Επιτάχυνση

1. Εύκολα διαπιστώνουμε ότι στην Αρχαία Κωμωδία οι φυσιολογικοί ρυθμοί της εκφοράς του λόγου, της σκηνικής κίνησης, της εξέλιξης των γεγονότων κλπ. έχουν την τάση να επιταχύνονται: μονόλογοι που ξεκινούν αργά και καταλήγουν σε Πνίγος, ήρεμες σκηνές που οδηγούν βαθμιαία στην αναστάτωση, έργα ολόκληρα, όπου από τον διαλογικό Πρόλογο ως την χορευτική πανηγυριώτικη Έξοδο η αλληλουχία των γεγονότων, μαζί της και ο ρυθμός της παράστασης επιταχύνονται. Ας δούμε παραδείγματα από την κωμωδία των Ορνίθων.

 

2. Στην Πάροδο τα «πουλιά» εμφανίζονται κλιμακωτά, πρώτα ένα ένα, ύστερα σε μικρές ομάδες, στο τέλος όλα τα υπόλοιπα μαζεμένα. Συγκεκριμένα: (α) στην αρχή εμφανίζονται ένα ένα τέσσερα ολοστόλιστα πουλιά-μουσικοί, που περπατούν αργά, καμαρωτά, και που η εξωτική εμφάνισή τους προκαλεί ερωτήματα και σχόλια (267-290)· (β) ακολουθούν έξι πουλιά, που η εμφάνισή τους σχολιάζεται σε έξι όλους κι όλους στίχους (297-301)· (γ) τελευταία εξορμούν και γυροφέρνουν στην Ορχήστρα μαζεμένα δέκα οκτώ πουλιά, που ο Έποπας -και οι δύο Αθηναίοι;- δεν προλαβαίνουν παρά να τα κατονομάσουν:

Κίττα, τρυγών, κορυδός, ἐλεᾶς, ὑποθυμίς, περιστερά,

νέρτος, ἱέραξ, φάττα, κόκκυξ, ἐρυθρόπους, κεβλήπυρις,

πορφυρίς, κερχνῄς, κολυμβίς, ἀμπελίς, φήνη, δρύοψ. (302-4)

 

3. Με το που ολοκληρώθηκε το χτίσιμο της Νεφελοκοκκυγίας, ο Πεισθέταιρος αποφασίζει να θυσιάσει στους θεούς, αλλά η θυσία, όπως συχνά συμβαίνει στην Κωμωδία, διακόπτεται από μια σειρά απρόσκλητους επισκέπτες. Το σχήμα:

Ποιητής

903-957

53 στίχοι

παίρνει δώρα και φεύγει χαρούμενος

Χρησμολόγος

958-991

34 στίχοι

φεύγει για να μην τις φάει

Μέτων

992-1020

29 στίχοι

φεύγοντας αρπάζει μερικές ξυλιές

Επιτετραμμένος

1021-1034

14 στίχοι

τίς τρώει γερά

Ψηφισματοπώλης

1035-1045

10 στίχοι

τίς τρώει γερά

 

Οι δύο τελευταίοι ξαναγυρίζουν, ο ένας για να καταγγείλει ότι αν και διπλωμάτης τις έφαγε, ο άλλος για να συμπληρώσει την προσφορά του, αλλά με το που ξεμυτίζουν ο Πεισθέταιρος τους κυνηγά και τους αποδιώχνει με το ξύλο. Την πρώτη φορά η παρουσία τους καλύπτει τρεις, τη δεύτερη δύο μόνο στίχους:

Επιτετραμμένος

1046-1047

~

Πεισθέταιρος

1048

Ψηφισματοπώλης

1049-1050

~

Πεισθέταιρος

1051

Επιτετραμμένος

1052

~

Πεισθέταιρος

1053

Ψηφισματοπώλης

1054

~

Πεισθέταιρος

1055

Προσέχουμε τις ολοένα και συντομότερες επεισοδιακές σκηνές, τη βαθμιαία μετάβαση από το φιλικό κατευόδιο στον έντονο ξυλοδαρμό, και το ξέφρενο κυνηγητό που ολοκληρώνει το φανερά επιταχυνόμενο δομικό σύνολο.

 

4. Το παραδοσιακό επιταχυνόμενο Πνίγος απαντά στους Όρνιθες δύο φορές στον Επιρρηματικό Αγώνα λόγων (522-538 ~ 610-625) και μια φορά στην πρώτη Παράβαση (723-736). Σίγουρα δεν είναι σύμπτωση ότι σε όλες τις περιπτώσεις τα Πνίγη περιέχουν ακολουθίες από ασύνδετα ουσιαστικά -π.χ. … βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, / ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα, πηκτάς (527κκ.)-, που διευκολύνουν τη γρήγορη, πολυβολική ας τη χαρακτηρίσουμε, απαγγελία. Το ίδιο λεκτικό σχήμα συναντούμε και σε άλλα μέρη, στους Αναπαίστους της Παράβασης, παράδειγμα, όπου το μειωτικό επιταχυνόμενο σχήμα είναι τέλειο:

Ὄρνιν τε νομίζετε πάνθ᾽ ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει·

φήμη γ᾽ ὑμῖν ὄρνις ἐστί, πταρμόν τ᾽ ὄρνιθα καλεῖτε,

ξύμβολον ὄρνιν, φωνὴν ὄρνιν, θεράποντ᾽ ὄρνιν, ὄνον ὄρνιν. (719-721)

 

5. Και στο σύνολό της, αν την εξετάσουμε την Κωμωδία, θα διαπιστώσουμε ότι η εξέλιξη της υπόθεσης είναι πολύ πιο αργή στο πρώτο μέρος, ως την Παράβαση, απ᾽ ό,τι στο δεύτερο, όπου τα γεγονότα ακολουθούν αλλεπάλληλα το ένα το άλλο, και ακόμα, ότι ο πανζουρλισμός στην Έξοδο δεν είναι παρά η κατακλείδα ενός γενικότερα επιταχυνόμενου ρυθμού, χαρακτηριστικού της Κωμωδίας.

 

6. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός στη ροή της Αρχαίας Κωμωδίας, που ξεκινά ήρεμα για να καταλήξει σε ξέφρενο πανηγύρι, συνταιριάζει με τον αντίστοιχο ρυθμό της όρχησης, της οινοποσίας και της ερωτικής συνεύρεσης στην οργιαστική λατρεία του θεού Διονύσου. Βλ.σχετικά, Ph.J. Kakridis, «Le principe de l'accélération dans les comédies d'Aristophane», στον τόμο P. Thiercy & M. Menu (επιμ.), Aristophane: la langue, la scène, la cité, Bari: Levante 1997, σ. 285κκ.