Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία

του Φ. Ι. Κακριδή

Β7. Παράβαση

1. Ο αρχαίος όρος Παράβασις, παράγεται από το ρήμα παραβαίνω, γιατί σε ένα ή δύο σημεία του έργου, σε μια διακοπή της πλοκής, όταν οι υποκριτές αποσύρονταν, οι Χορευτές παρέβαινον πρὸς τὸ θέατρον, δηλαδή πλησίαζαν το Κοινό και του απευθύναν άμεσα, παραβατικά, το λόγο. Παράλληλα, το παραβαίνειν είχε και την έννοια του παρεκβαίνειν, καθώς ο Χορός διατηρούσε κατά κανόνα τη θεατρική του ταυτότητα, αλλά καταργούσε τη θεατρική ψευδαίσθησηκαι μιλούσε παρεκβατικά για πράγματα άσχετα με την υπόθεση.

 

2. Στην τυπική αποκρυσταλλωμένη μορφή της η Παράβαση χωριζόταν στα ακόλουθα μέρη:

 

Α. (α) Κομμάτιον: αρχαίος όρος για ένα σύντομο τραγουδάκι, προκήρυγμα τῆς παραβάσεως (Σχ. Σφήκ. 1029), όπου συνήθως ο Χορός αποχαιρετούσε τους υποκριτές - όχι στους Όρνιθες, όπου καλωσόριζε την Αηδόνα!

(β) Ἀνάπαιστοι ή Κυρίως παράβασις: η ονομασία Ανάπαιστοι είναι κάπως παραπλανητική. Μπορεί να τη χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο Αριστοφάνης (Όρνιθ. 684)· μπορεί και στις περισσότερες Παραβάσεις του αυτό το μέρος να είναι συνθεμένο σε αναπαιστικά τετράμετρα· όμως στις Νεφέλες η Κυρίως Παράβαση είναι συνθεμένη σε ευπολίδειους στίχους, και σε αποσπάσματα χαμένων κωμωδιών του ίδιου και άλλων ποιητών βλέπουμε ότι συνηθισμένα ήταν και άλλα, ιαμβικά κυρίως, μέτρα.

(γ) Πνῖγος ή Μακρόν: συνέχεια των Αναπαίστων στο ίδιο μέτρο, αλλά σε μικρότερους στίχους που απαιτούσαν γρήγορη, επιταχυνόμενη εκφορά.

 

Κομμάτιον, Ανάπαιστοι και Πνίγος απάρτιζαν το πρώτο, ενιαίο, αστροφικό μέρος της Παράβασης. Το τραγουδιστό Κομμάτιον ανήκε στο Χορό, αλλά τα απαγγελτικά μέρη, οι Ανάπαιστοι και το Πνίγος στον Κορυφαίο. Το περιεχόμενο ήταν εξαιρετικά ποικίλο, αλλά ο ποιητής χρησιμοποιούσε πολύ συχνά τους Αναπαίστους για να επαινέσει ο ίδιος το έργο του και να κακολογήσει τους αντιπάλους του με έντονο αλλά ουσιαστικά ευτράπελο τρόπο, σε ύφος γεμάτο εικόνες και φανταχτερά λόγια (Dover).

 

Β. Επιρρηματική συζυγία:

(α) Ωδή

(β) Επίρρημα

~

~

(γ) Αντωδή

(δ) Αντεπίρρημα)

 

(α ~ γ) Η Ωδή και η Αντωδή ανήκουν στα Λυρικά αντιστροφικά μέρη και αποτελούν συχνά ύμνο σε κάποιο θεό, συνήθως σχετικό με την ταυτότητα του Χορού. Έτσι οι χορευτές στους Ιππείς υμνούν και επικαλούνται τον ἵππειον Ποσειδώνα, στους Αχαρνείς την Μοῦσαν ἀχαρνικήν, και στους Όρνιθες την Μοῦσαν λοχμιαίαν, δηλαδή την Αηδόνα, που είναι μπροστά και συνοδεύει τα τραγούδια με τον αυλό της.

(β ~ δ) Επίρρημα (ύστερος λόγος) και Αντεπίρρημα έχουν τον ίδιο αριθμό στίχων, και είναι συνθεμένα σε τροχαϊκά τετράμετρα. Το περιεχόμενό τους είναι ποικίλο, αλλά συχνά, όπως και στην Ωδή και την Αντωδή, σχετικό με την ταυτότητα του Χορού. Έτσι στους Σφήκες οι γερο-δικαστές θυμούνται τα νιάτα τους κι εξηγούν το θυμό τους, στις Νεφέλες οι Συννεφούλες παραπονιούνται που οι Αθηναίοι δεν τις λατρεύουν, και στους Όρνιθες τα πουλιά επαινούν τον τρόπο ζωής τους και προσκαλούν τους θεατές να τα μιμηθούνε.

 

Την Ωδή και την Αντωδή την τραγουδούσε ο Χορός ολόκληρη ή μοιρασμένη στα ημιχόρια, το Επίρρημα και το Αντεπίρρημα απαγγέλλονταν από τον ή τους Κορυφαίους.

 

3. Το παραπάνω αυστηρό σχήμα ακολουθούν οι Παραβάσεις στους Αχαρνείς (626-718), στους Ιππείς (498-610), στους Σφήκες (1009-1121) και στους Όρνιθες (676-800)· όμως ελεύθερος όπως πάντα ο Κωμωδιογράφος, και υπηρετώντας τις ανάγκες του καθενός έργου χωριστά, παράλειψε στις Νεφέλες το Πνίγος (510-624), στη Λυσιστράτη τους Αναπαίστους (614-705), στην Ειρήνη το Επίρρημα και το Αντεπίρρημα (729-816), στους Βατράχους ολόκληρο το πρώτο αστροφικό μέρος (674-737), και στις Θεσμοφοριάζουσες, το Κομμάτιον, την Ωδή, την Αντωδή και το Αντεπίρρημα (785-845). Ιδιαίτερα περιορισμένες ήταν οι δεύτερες Παραβάσεις, στους Ιππείς (1264-1315), στην Ειρήνη (1127-1190) και στους Όρνιθες (1058-1117), όπου παραλείπεται ολόκληρο το πρώτο μέρος, και στις Νεφέλες (1113-1130), όπου δεν απόμειναν παρά το Κομμάτιον και το Επίρρημα.

 

4. Οι Εκκλησιάζουσες και ο Πλούτος, που ανήκουν στη Μέση Κωμωδία δεν έχουν, όπως και οι κωμωδίες της Νέας, καθόλου Παράβαση· προσέχουμε όμως στις Εκκλησιάζουσες, ότι ο Χορός παρεμβάλλει στο τραγούδι της Εξόδου μια τυπικά παραβατική παρότρυνση στους κριτές του δραματικού αγώνα, να θυμηθούν να τον βραβέψουν!

 

5. Φιλόλογος των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, ο Πλατώνιος (3ος/4ος αι. μ.Χ.) έδωσε τον ακόλουθο ορισμό: Παράβασις δέ ἐστι τὸ τοιοῦτο· μετὰ τὸ τοὺς ὑποκριτὰς τοῦ πρώτου μέρους πληρωθέντος ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἀποχωρῆσαι, ὡς ἂν μὴ τὸ θέατρον ᾖ κενὸν καὶ ὁ δῆμος ἀργὸς καθέζηται, ὁ χορός, οὐκ ἔχων πρὸς τοὺς ὑποκριτὰς διαλέγεσθαι ἀπόστροφον ἐποιεῖτο πρὸς τὸν δῆμον. Τέλειος ο ορισμός δεν είναι· εκθέτει όμως με τον καλύτερο τρόπο τη λειτουργία της Παράβασης στις παραστάσεις της Αρχαίας Κωμωδίας.

 

6. Πραγματικά, μετά το πρώτο μέρος του έργου, όπου προετοιμαζόταν η κωμική κατάσταση, η Παράβαση έδινε την ευκαιρία στους Υποκριτές να ξεκουραστούν και ν᾽ αλλάξουν, στον Χορό, να μιλήσει ανοιχτά, εξηγώντας τη θέση του, επαινώντας τον ποιητή και το έργο, προτρέποντας τους κριτές να του δώσουν το πρώτο βραβείο. Στην οικονομία του έργου αυτή η πρώτη, όπως αργότερα και η δεύτερη, παραβατική διακοπή της παράστασης σημείωνε και δικαιολογούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα χρονικά άλματα που απαιτούσε η υπόθεση. Έτσι, παράδειγμα, στους Αχαρνείς η πρώτη Παράβαση καλύπτει το χρόνο που θα χρειαζόταν ο Δικαιόπολις για να στήσει την αγορά του, έτσι και στους Όρνιθες, η διακοπή της δεύτερης Παράβασης αντιστοιχεί στο χρόνο που απαιτούσαν η ιδρυτική θυσία και η κατασκευή του τείχους της Νεφελοκοκκυγίας.

 

7. Θεμελιακό για την Παράβαση, το τυπικό, τα μέρη και το περιεχόμενό της, είναι το βιβλίο του Γ. Σηφάκη, Parabasis and animal Chorus, London: Athlone 1971· βλ. ακόμα: K.J. Dover, Η Κωμωδία του Αριστοφάνη, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ. 21981, στο κεφάλαιο «Ψευδαίσθηση, νουθεσία και αναψυχή: Παράβαση», σ.79-85, A. M. Bowie, «The parabasis in Aristophanes: Prolegomena, Acharnians», CQ 32 (1982) 27-40, Ν. Χουρμουζιάδης, Περί Χορού, Αθήνα: Καστανιώτης 1998, σ. 96-105, και ειδικά για τα τραγούδια, E. Fraenkel, «Die Parabasenlieder» (1962), ανατύπωση στον τόμο H.-J. Newiger (επιμ.), Aristophanes und die Alte Komödie, Wege der Forschung 265, Darmstadt 1975, σ. 30-54.

 

Β7.1. Πνίγος (και Αντίπνιγος) ή Μακρόν

1. Πνῖγος στην αρχαία γλώσσα είναι το καῦμα, η μεγάλη ζέστη - τάχα δὴ καὶ τὴν ἀναπνοὴν ὅλως τὸ πνῖγος κωλύει, ὅθεν καὶ πνῖγος ὠνομάσθη· πνίγεται γὰρ καὶ πνιγομένῳ ὅμοιός ἐστι ὁ μὴ δυνάμενος ἀναπνεῖν (Θεόφρ. απόσπ. 10.2). Αυτή τη λέξη διάλεξαν οι αρχαίοι φιλόλογοι και σχολιαστές, για να χαρακτηρίσουν ορισμένα μέρη της Αρχαίας Κωμωδίας, όπου οι υποκριτές έπρεπε να τ᾽ απαγγείλουν τόσο γρήγορα, ώστε (σχεδόν) να τους κοπεί η ανάσα! Το Πνίγος λεγόταν και μακρόν, ακόμα και αν δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, γιατί καὶ διὰ τὸ ἀπνευστὶ λέγεσθαι ἐδόκει εἶναι μακρότερον (Ηφαιστ. π. Ποιημ. 9).

 

2. Στο παγιωμένο σχήμα της Αρχαίας Κωμωδίας το Πνίγος απαντά ενταγμένο σε μεγαλύτερες τυποποιημένες ενότητες, στην Παράβαση και στους Επιρρηματικούς Αγώνες, όπου η δίπτυχη δομή τους απαιτεί στο πρώτο Πνίγος ν᾽ αντιστοιχεί ένα παρόμοιο δεύτερο, που νεότεροι φιλόλογοι τ᾽ ονόμασαν Αντίπνιγος.

 

3. Στην Παράβαση το Πνίγος ακολουθεί, ή καλύτερα, συνεχίζει τους Αναπαίστους τόσο στο νόημα όσο και στο μέτρο, με τη διαφορά ότι ενώ οι Ανάπαιστοι είναι κατά κανόνα συνταγμένοι σε αναπαιστικά καταληκτικά τετράμετρα, το Πνίγος είναι συνταγμένο σε δίμετρα μ᾽ ένα και μόνο καταληκτικό μέτρο στο τέλος. Η νοηματική σύνδεση είναι τόσο στενή, ώστε σε μία περίπτωση η τελευταία φράση των Αναπαίστων να συνεχίζεται και να ολοκληρώνεται στο Πνίγος (Ιππ. 546κκ.). Σε μιαν άλλη περίπτωση, ο Χορός, ενώ στους Αναπαίστους αναφερόταν στον «διδάσκαλό» του σε τρίτο πρόσωπο, συνεχίζει στο Πνίγος σαν να είναι ο ίδιος ο ποιητής που μιλεί, σε πρώτο πρόσωπο! (Αχαρν. 658κκ.).

 

4. Στους Επιρρηματικούς Αγώνες το Πνίγος και το Αντίπνιγος είναι πάλι συνταγμένα στο ίδιο (αναπαιστικό ή ιαμβικό) μέτρο με το Επίρρημα και το Αντεπίρρημα που έχουν προηγηθεί, και συνεχίζουν το νόημά τους. Συμβαίνει όμως οι στίχοι τους να μην ανήκουν όλοι στον αγορητή που προηγήθηκε, αλλά και σε κάποιον δεύτερο, όπως π.χ. στις Νεφέλες (1089-1104), ή ακόμα και τρίτον, όπως π.χ. στη Λυσιστράτη (599-607), οπότε οι υποκριτές συναγωνίζονταν στην ταχύτητα της εκφοράς.

 

5. Στο πλαίσιο της παράστασης, λειτουργικά, η εντυπωσιακή απόληξη των μονολογικών αγορεύσεων ή άλλων ρητορικών συνόλων έδινε την ευκαιρία στους υποκριτές να επιδείξουν την απαγγελτική δεξιοτεχνία τους εκφέροντας ολοένα και πιο γρήγορα, μοναναπνιάς, ένα λεκτικό μακρυνάρι - επίτευγμα που τυχαίνει και σήμερα να το επαναλάβουν οι ηθοποιοί, στο θέατρο ποικιλιών, με τις παρλάτες τους. Παράλληλα, Πνίγος και Αντίπνιγος εντάσσονται και υπηρετούν τον φυσιολογικό ρυθμό των κωμικών παραστάσεων, την Επιτάχυνση.