Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία

του Φ. Ι. Κακριδή

Α3. Μέση Κωμωδία

1. Όπως φανερώνει και τ᾽ όνομά της, η Μέση Κωμωδία δεν είναι παρά η μεταβατική μορφή της Κωμωδίας, από την πρωταρχική Αρχαία ή Παλαιά Κωμωδία, στη Νέα. Η εποχή της ορίζεται, συμβατικά όπως πάντα, από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ως το θάνατο του Μεγαλέξανδρου (404-323 π.Χ.), εποχή όπου, μετά την κατάλυση και την παλινόρθωσή της, η αθηναϊκή δημοκρατία επιβιώνει ως σχήμα, αλλά αποβάλλει σταδιακά μεγάλο μέρος από την ιδεολογική της βάση και την πολιτική ακτινοβολία της.

 

2. Αντίστοιχα, στη Μέση Κωμωδία ατονούν, υποχωρούν και τελικά χάνονται τα περισσότερα δημοκρατικά χαρακτηριστικά: η παρρησία και το ονομαστί κωμωδείν, η καυστική πολιτική σάτιρα, oκεντρικός ρόλος του Χορού και η Παράβαση πάνω απ᾽ όλα. Παράλληλα, το πρόσεξε ο Αριστοτέλης (Ηθικ. Νικομ. 1128a), αμβλύνεται και η τάση για αισχρολογία και άσεμνα θεάματα. Έτσι, σιγά σιγά, όχι χωρίς διακυμάνσεις και πισωγυρίσματα, η έντονα λαϊκή, ελευθερόστομη και φαντασιακή αττική Αρχαία Κωμωδία μετασχηματίζεται σε πειθαρχημένο και ρεαλιστικό, πανελλήνιο κοινωνικό δράμα.

 

3. Ο πανελλήνιος χαρακτήρας της Μέσης Κωμωδίας φανερώνεται και από το μεγάλο αριθμό των κωμωδιογράφων -Αθηναίων, Ροδίων, Μιλησίων, Σικυωνίων, Θηβαίων, κλπ.- και των έργων τους, που σίγουρα δεν προορίζονταν όλα για τις αττικές μόνο σκηνές, αλλά και για τα πάμπολλα θέατρα που είχαν χτιστεί και λειτουργούσαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Γνωστά μάς είναι σήμερα, από διάφορες πηγές, σαράντα εννέα ονόματα ποιητών, ανάμεσά τους του Αντιφάνη από την Αθήνα και του Άλεξη από τους Θουρίους, που το μεσαιωνικό λεξικό της Σούδας τούς αποδίδει τριακόσιες εξήντα πέντε κωμωδίες στον πρώτο, και διακόσιες σαράντα πέντε στον δεύτερο! Οι αριθμοί δε θα μας φανούν υπερβολικοί, αν θυμηθούμε ότι έχουν σωθεί τετρακόσια πενήντα από τα εξακόσια τριάντα επτά δραματικά έργα που έγραψε ο ισπανός ποιητής Lope de Vega (1562-1635).

 

4. Από την τόσο πλούσια δραματική παραγωγή της Μέσης, ολόκληρες δε μας σώθηκαν παρά δύο κωμωδίες: οι Εκκλησιάζουσες (392 π.Χ.) και ο Πλούτος (388 π.Χ.), έργα του Αριστοφάνη, που φυσικό ήταν, έχοντας βιώσει τις περιπέτειες της Αθήνας και τις γενικότερες ιστορικές μεταβολές στο γύρισμα από τον 5ο στον 4ο π.Χ. αιώνα, να προσαρμόσει τα ύστερα έργα του στις νέες συνθήκες. Η μελέτη τους μας βοηθά να επισημάνουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά της Μέσης Κωμωδίας.

 

5. Αν και τον 4ο αι. π.Χ. δεν ήταν εύκολο να βρεθούν Χορηγοί να τον χρηματοδοτήσουν, ο Χορός δεν έχει καταργηθεί· συμβαίνει όμως ο ρόλος του να έχει σε πολλά υποβαθμιστεί, και να παρουσιάζει σημαντικές ιδιοτυπίες: οι χορευτές τυχαίνει για ένα διάστημα ν᾽ αποχωρήσουν, όπως στις Εκκλησιάζουσες, αφήνοντας άδεια την ορχήστρα· συμβαίνει συχνά τα εμβόλιμα τραγούδια του να μην έχουν καν καταγραφεί στο κείμενο, όπου στη θέση τους, κιόλας στις Εκκλησιάζουσες και στον Πλούτο,διαβάζουμε ως σκηνοθετική οδηγία την παρεπιγραφή ΧΟΡΟΥ. Όσο για την Παράβαση, οι Εκκλησιάζουσες και ο Πλούτος δεν έχουν καθόλου, αλλά ορισμένα αποσπάσματα από χαμένες κωμωδίες μαρτυρούν ότι δεν είχε αποκλειστεί τελείως. Το ίδιο σπάνια, παραλλαγμένα και απονευρωμένα παρουσιάζονται, όταν δεν απουσιάζουν, και τα σχήματα του Επιρρηματικού αγώνα και της Ιαμβικής συζυγίας.

 

6. Η θεματική της Μέσης Κωμωδίας, όπως φανερώνεται από τους τίτλους και τ᾽ αποσπάσματα των χαμένων κωμωδιών, παρουσιάζει την ίδια με της Αρχαίας ποικιλία· όμως (α) οι πολιτικές κωμωδίες, που κατά κανόνα αναφέρονταν στην αθηναϊκή πραγματικότητα, σπανίζουν, ενώ πολλαπλασιάζονται οι κωμωδίες με θέματα πολιτειακά σαν των Εκκλησιαζουσών και κοινωνικά σαν του Πλούτου, με πανελλήνιο ενδιαφέρον· (β) άφθονες ήταν οι κωμωδίες με μυθολογικό περιεχόμενο: άλλες που παρωδούσαν τους μύθους αυτούς καθαυτούς, άλλες που μαζί με τους μύθους σατίριζαν και το χειρισμό τους στα έργα σύγχρονων ή προγενέστερων τραγικών ποιητών· (γ) αντικείμενο διακωμώδησης αποτελούσαν και οι φιλόσοφοι, όχι πια ο Σωκράτης και το φροντιστήριον, αλλά ο Πλάτωνας, οι Πυθαγόρειοι και οι σχολές τους.

 

7. Συνηθισμένο ήταν στη Μέση Κωμωδία και το φαινόμενο οι ποιητές να παρουσιάζουν κωμωδίες, που την υπόθεσή τους, αρχή και τέλος, την είχαν επινοήσει οι ίδιοι. Ένας από τους σημαντικούς κωμωδιογράφους της εποχής, ο Αντιφάνης, παραπονέθηκε ότι ενώ στις τραγωδίες έφτανε ν᾽ ακουστεί ένα όνομα και οι θεατές ήξεραν την υπόθεση, οι κωμωδιογράφοι … πάντα δεῖ / εὑρεῖν ὀνόματα καινά, <καινὰ πράγματα, / καινοὺς λόγους,> κἄπειτα τὰ διῳχημένα / πρότερον, τὰ νῦν παρόντα … κλπ.(απ. 191.17κκ.). Το φαινόμενο επιβεβαιώνει και ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, όταν υποστηρίζει ότι η ιστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει, ενώ η ποίηση μᾶλλον τὰ καθόλου, και συνεχίζει: αυτό είναι κιόλας φανερό στην περίπτωση της (Μέσης) Κωμωδίας, όπου (οι ποιητές) επινοούν πρώτα μια λογική και πιθανή υπόθεση και ύστερα βάζουν τα ονόματα στην τύχη· δεν κάνουν σαν τους ιαμβογράφους, που συνθέτουν ποιήματα για συγκεκριμένα πρόσωπα (1451b).

 

8. Στα έργα της Μέσης Κωμωδίας απαντούν συχνά και ερωτικές υποθέσεις. Αν μάλιστα πιστέψουμε το βυζαντινό λεξικό της Σούδας, τότε ήταν ο ρόδιος ποιητής Αναξανδρίδης, αυτός που πρῶτος… ἔρωτας καὶ παρθένων φθορὰς εἰσήγαγε. Δεν αποκλείεται το λεξικό να έχει δίκιο· ας θυμηθούμε όμως (α) ότι στον αρχαίο βίο του Αριστοφάνη διαβάζουμε πως στα γεράματά του ἔγραψε κωμῳδίαν τινὰ Κώκαλον, ἐν ᾧ εἰσάγει φθορὰν καὶ ἀναγνωρισμὸν καὶ τἆλλα, ἃ ἐζήλωσε Μένανδρος, και (β) ότι όχι μόνο ἔρωτας, αλλά και φθορὰς παρθένων και ἀναγνωρισμούς έχουμε πλήθος στις τραγωδίες του Ευριπίδη, που η επίδρασή τους στην Κωμωδία φαίνεται πως ξεκίνησε νωρίς.

 

9. Χαρακτηριστική για τη Μέση Κωμωδία είναι η μετάβαση από το ατομικό στο ομαδικό, από σημαδιακά πρόσωπα, που σατιρίζονταν επώνυμα, σε κατηγορίες ανθρώπων κοινών, όπως οι μάγειροι, οι δούλοι, οι πορνοβοσκοί, οι εταίρες, οι παράσιτοι, οι γριές - ανθρώπινοι χαρακτήρες που οι σατιρικές καταβολές τους βρίσκονται στην Παλαιά Κωμωδία, και θα τους ξανασυναντήσουμε τυποποιημένους στη Νέα.

 

10. Για τη Μέση Κωμωδία, βλ. B. Zimmermann, Η αρχαία ελληνική κωμωδία, Αθήνα: Παπαδήμας 2009, το κεφάλαιο «Από τον Αριστοφάνη στον Μένανδρο»· Τ.B.L. Webster, Studies in later Greek Comedy, Manchester University Press, 1953· βλ. ακόμα το άρθρο του K. Lever «Middle Comedy», CJ 53 (1953-4) 167κκ., τη μονογραφία του H.G. Nesselrath, Die attische mittlere Komödie, Berlin 1990 και το άρθρο της Α. Παπαχρυσοστόμου «Καλειδοσκόπιο στην Μέση Κωμωδία: η νομοτέλεια της αλλαγής στο αττικό δράμα», στον συλλογικό τόμο Αττική Κωμωδία. Πρόσωπα και Προσεγγίσεις, Αθήνα: Gutenberg 2011, σ. 90-102.