Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΣΟΛΩΝ

απ. 13 West

⊗ Μνημοσύνης καὶ Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἀγλαὰ τέκνα,
Μοῦσαι Πιερίδες, κλῦτέ μοι εὐχομένωι·
ὄλβον μοι πρὸς θεῶν μακάρων δότε, καὶ πρὸς ἁπάντων
ἀνθρώπων αἰεὶ δόξαν ἔχειν ἀγαθήν·
5 εἶναι δὲ γλυκὺν ὧδε φίλοις, ἐχθροῖσι δὲ πικρόν,
τοῖσι μὲν αἰδοῖον, τοῖσι δὲ δεινὸν ἰδεῖν.
χρήματα δ᾽ ἱμείρω μὲν ἔχειν, ἀδίκως δὲ πεπᾶσθαι
οὐκ ἐθέλω· πάντως ὕστερον ἦλθε δίκη.
πλοῦτον δ᾽ ὃν μὲν δῶσι θεοί, παραγίγνεται ἀνδρὶ
10 ἔμπεδος ἐκ νεάτου πυθμένος ἐς κορυφήν·
ὃν δ᾽ ἄνδρες τιμῶσιν ὑφ᾽ ὕβριος, οὐ κατὰ κόσμον
ἔρχεται, ἀλλ᾽ ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενος
οὐκ ἐθέλων ἕπεται, ταχέως δ᾽ ἀναμίσγεται ἄτηι·
ἀρχῆς δ᾽ ἐξ ὀλίγης γίγνεται ὥστε πυρός,
15 φλαύρη μὲν τὸ πρῶτον, ἀνιηρὴ δὲ τελευτᾶι·
οὐ γὰρ δὴ‹ν› θνητοῖς ὕβριος ἔργα πέλει,
ἀλλὰ Ζεὺς πάντων ἐφορᾶι τέλος, ἐξαπίνης δὲ
ὥστ᾽ ἄνεμος νεφέλας αἶψα διεσκέδασεν
ἠρινός, ὃς πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο
20 πυθμένα κινήσας, γῆν κάτα πυροφόρον
δηιώσας καλὰ ἔργα θεῶν ἕδος αἰπὺν ἱκάνει
οὐρανόν, αἰθρίην δ᾽ αὖτις ἔθηκεν ἰδεῖν,
λάμπει δ᾽ ἠελίοιο μένος κατὰ πίονα γαῖαν
καλόν, ἀτὰρ νεφέων οὐδ᾽ ἓν ἔτ᾽ ἐστὶν ἰδεῖν.
25 τοιαύτη Ζηνὸς πέλεται τίσις· οὐδ᾽ ἐφ᾽ ἑκάστωι
ὥσπερ θνητὸς ἀνὴρ γίγνεται ὀξύχολος,
αἰεὶ δ᾽ οὔ ἑ λέληθε διαμπερές, ὅστις ἀλιτρὸν
θυμὸν ἔχει, πάντως δ᾽ ἐς τέλος ἐξεφάνη·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν αὐτίκ᾽ ἔτεισεν, ὁ δ᾽ ὕστερον· οἳ δὲ φύγωσιν
30 αὐτοί, μηδὲ θεῶν μοῖρ᾽ ἐπιοῦσα κίχηι,
ἤλυθε πάντως αὖτις· ἀναίτιοι ἔργα τίνουσιν
ἢ παῖδες τούτων ἢ γένος ἐξοπίσω.
θνητοὶ δ᾽ ὧδε νοέομεν ὁμῶς ἀγαθός τε κακός τε,
εὖ ῥεῖν ἣν αὐτὸς δόξαν ἕκαστος ἔχει,
35 πρίν τι παθεῖν· τότε δ᾽ αὖτις ὀδύρεται· ἄχρι δὲ τούτου
χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα.
χὤστις μὲν νούσοισιν ὑπ᾽ ἀργαλέηισι πιεσθῆι,
ὡς ὑγιὴς ἔσται, τοῦτο κατεφράσατο·
ἄλλος δειλὸς ἐὼν ἀγαθὸς δοκεῖ ἔμμεναι ἀνήρ,
40 καὶ καλὸς μορφὴν οὐ χαρίεσσαν ἔχων·
εἰ δέ τις ἀχρήμων, πενίης δέ μιν ἔργα βιᾶται,
κτήσασθαι πάντως χρήματα πολλὰ δοκεῖ.
σπεύδει δ᾽ ἄλλοθεν ἄλλος· ὁ μὲν κατὰ πόντον ἀλᾶται
ἐν νηυσὶν χρήιζων οἴκαδε κέρδος ἄγειν
45 ἰχθυόεντ᾽ ἀνέμοισι φορεόμενος ἀργαλέοισιν,
φειδωλὴν ψυχῆς οὐδεμίαν θέμενος·
ἄλλος γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν
λατρεύει, τοῖσιν καμπύλ᾽ ἄροτρα μέλει·
ἄλλος Ἀθηναίης τε καὶ Ἡφαίστου πολυτέχνεω
50 ἔργα δαεὶς χειροῖν ξυλλέγεται βίοτον,
ἄλλος Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς,
ἱμερτῆς σοφίης μέτρον ἐπιστάμενος·
ἄλλον μάντιν ἔθηκεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων,
ἔγνω δ᾽ ἀνδρὶ κακὸν τηλόθεν ἐρχόμενον,
55 ὧι συνομαρτήσωσι θεοί· τὰ δὲ μόρσιμα πάντως
οὔτε τις οἰωνὸς ῥύσεται οὔθ᾽ ἱερά·
ἄλλοι Παιῶνος πολυφαρμάκου ἔργον ἔχοντες
ἰητροί· καὶ τοῖς οὐδὲν ἔπεστι τέλος·
πολλάκι δ᾽ ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίγνεται ἄλγος,
60 κοὐκ ἄν τις λύσαιτ᾽ ἤπια φάρμακα δούς·
τὸν δὲ κακαῖς νούσοισι κυκώμενον ἀργαλέαις τε
ἁψάμενος χειροῖν αἶψα τίθησ᾽ ὑγιῆ.
Μοῖρα δέ τοι θνητοῖσι κακὸν φέρει ἠδὲ καὶ ἐσθλόν,
δῶρα δ᾽ ἄφυκτα θεῶν γίγνεται ἀθανάτων.
65 πᾶσι δέ τοι κίνδυνος ἐπ᾽ ἔργμασιν, οὐδέ τις οἶδεν
πῆι μέλλει σχήσειν χρήματος ἀρχομένου·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν εὖ ἔρδειν πειρώμενος οὐ προνοήσας
ἐς μεγάλην ἄτην καὶ χαλεπὴν ἔπεσεν,
τῶι δὲ κακῶς ἔρδοντι θεὸς περὶ πάντα δίδωσιν
70 συντυχίην ἀγαθήν, ἔκλυσιν ἀφροσύνης.
πλούτου δ᾽ οὐδὲν τέρμα πεφασμένον ἀνδράσι κεῖται·
οἳ γὰρ νῦν ἡμέων πλεῖστον ἔχουσι βίον,
διπλάσιον σπεύδουσι· τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας;
κέρδεά τοι θνητοῖς ὤπασαν ἀθάνατοι,
75 ἄτη δ᾽ ἐξ αὐτῶν ἀναφαίνεται, ἣν ὁπότε Ζεὺς
πέμψηι τεισομένην, ἄλλοτε ἄλλος ἔχει. ⊗

Της Μνημοσύνης και του Διός παιδιά χαριτωμένα,

Πιερίδες Μούσες, προσευχήν ακούστε σιγαλή.

Πλούτη από λόγου των θεών γιά δώστε μου κι εμένα

και από τον κόσμο υπόληψη χαρίστε μου καλή·

γλυκύς στους φίλους να ᾽μ᾽ εγώ, πικρός στους αντιπάλους, 5

σ᾽ εκείνους να ᾽μαι σεβαστός και σ᾽ τούτους τρομερός·

χρήματα να ᾽χω ορέγομαι, αμή ν᾽ αρπάζω απ᾽ άλλους

δεν θέλω· γιατί πληρωμής θά ᾽ρθ᾽ ύστερα καιρός.

Το βιος, που χάρισ᾽ ο θεός στον άνθρωπο, απομένει

πάντα σιδεροκέφαλο και βάση έχει γιερή· 10

μα κείνο, που ξεδιάντροπα το κυνηγούν, πηγαίνει

του κάκου, και σαν να τραβούν τα κρίματα, βαρεί

και δεν προκόβει· γρήγορα οργή τ᾽ ανακατώνει·

προβάλλει πρώτα σαν μικρή μια σπίθα, κατιτί,

π᾽ αρχίζει πρώτ᾽ ασήμαντη και θλιβερά τελειώνει, 15

γιατί τ᾽ αδικομάζωτο το κέρδος δεν κρατεί.

Όλων το τέλος ο θεός θωρεί το· και όπως παίρνει

άνεμος ξάφνου και σκορπά και σύννεφα πολλά

και το βυθό της θάλασσας σε κύμματ᾽ αναγέρνει

και απάνω στην γην εσοδειά πανέμορφη χαλά 20

και φθάνει και ως τον ουρανό, το θεϊκό παλάτι

κι άλλοτε πάλι αφήνει μας να δούμε ξαστεριά

και ξαναλάμπ᾽ ηλιοχαρά σ᾽ όλα της γης τα πλάτη

και δεν θωρείς πια καταχνιάν από καμιά μεριά,

παρόμοια ᾽ναι κι η πληρωμή του Διός, που δεν χολώνει 25

για κάθε μας κριμάτισμα, σαν άνθρωπος θνητός,

αμή για πάντα πονηρός κανείς δεν του γλιτώνει

και χωρίς άλλο φαίνεται στο τέλος τι ᾽ν᾽ αυτός·

άλλος πληρώνει γρήγορα και άλλος αργά· και αν πάλι

φύγουν αυτοί και των θεών δεν φθάσει οργή καμιά, 30

άφθαστα θά ᾽ρθει άλλη φορά· χωρίς αιτίαν άλλη

θενά πληρώσουν τα παιδιά ή πίσω όλη γενιά.

Οι άνθρωποι, καλοί κακοί, τον ίδιο νου κρατούμε·

καθείς δένει για σίγουρον ό,τι έχει στα μυαλά,

πριν πάθομε· τότ᾽ έκαστος τα κλάματ᾽ αρχινούμε 35

μόν᾽ ως τα τότε χάσκομε σ᾽ ονείρατα τρελά.

Όποιος, ας πούμε, βαρετές αρρώστιες έχει πάρει

όλο και συλλογίζεται πού υγειά θα ξαναβρεί

άλλος που ᾽ναι δειλόψυχος, πώς θά βγει παλικάρι

και όποιος γεννήθηκε άσχημος θα ᾽ναι κομψός θαρρεί 40

και άλλος αν είν᾽ απένταρος, και τον παιδεύει η φτώχια,

πώς θ᾽ αποκτήσει χρήματα δοκέται αυτός πολλά,

και τρέχει πια άλλος άλλοσε, κι αν πνέουν ανεμοβρόχια,

με τα καράβια, για να βρει για σπίτι του ψιλά,

και αν άνεμοι φυσομανούν, πελάγη ταξιδεύει 45

χωρίς να λυπηθεί ποσώς την δόλια του ψυχή.

Άλλος γη κόβει σύδενδρη και ολόχρονα δουλεύει

απ᾽ όσους με ζαβάλετρα παιδεύονται οι φτωχοί·

άλλος του Ηφαίστου το σφυρί, της Αθηνάς βελόνα

μαθαίνει τα, κι από χερός κερδίζει το ψωμί·

άλλον τον εδασκάλεψαν οι Μούσες του Ελικώνα,

κι έμαθε ωραία γράμματα κι έχει άμετρη τιμή·

σ᾽ άλλον ο Φοίβος έδωσε της μαντικής τα δώρα

και ξεύρει τούτος καθενός τι θά ᾽ρθει από μακρά

(άμα το θέλουν κι οι θεοί· γιατί την κακήν ώρα 55

ούτ᾽ οιωνοί μποδίζουν την, να πεις, ούτ᾽ ιερά)

και σύντεχνοι του Ασκληπιού άλλ᾽ είναι παινεμένοι

γιατροί· και ωστόσο θαύματα δεν κάνουν ουδ᾽ αυτοί·

από μικρό κάπου σπυρί μεγάλος πόνος βγαίνει

και δεν μπορεί με βότανα γλυκά να γιατρευτεί· 60

και πάλιν άλλον, που κακές αρρώστιες πολλές σέρνει,

μ᾽ ένα του ᾽γγίξιμο ο γιατρός καλά τον κάνει ευθύς.

Τί θες; η μοίρα το κακό και το καλό μάς φέρνει

και τα κανίσκια των θεών δεν έχει ν᾽ αρνηθείς.

Κάθ᾽ έργον έχει κίνδυνο· κανείς να ιδεί δεν φθάνει 65

πώς θα τελειώσει άμ᾽ αρχινά δουλειά ποτέ καμιά.

Ένας που όλα ζυγιάζει-τα καλά, κάτι ξεχάνει

και σε μεγάλην έπεσε και χαλεπή ζημιά·

και πάλι ο θεός μια συντυχιά τυχερή δίδει τούτου,

που ποτέ δεν καλομετρά, και σάζεται ο μωρός. 70

Το τέλος δεν είναι γνωστό στον άνθρωπο του πλούτου

κι όσοι τώρά ᾽χουν από μας το πιο μεγάλο βιος

αυτοί γυρεύουν τα διπλά· ποιος όλους θα χορτάσει;

αλήθεια κέρδη στους θνητούς ο Ύψιστος σκορπά

μόν᾽ απ᾽ αυτά αναφαίνεται οργή, που καθώς φθάσει 75

για να πληρώσει, πότ᾽ εδώ και πότ᾽ αλλού κτυπά.

 

Της Μνημοσύνης και του Δία του Ολύμπιου κόρες λαμπρές Μούσες από την Πιερία, εισακούστε την προσευχή μου:

Δώστε μου ευημερία, το δώρο των μακάριων θεών, και όνομα καλό στην κοινωνία να ᾽χω παντοτινά,

να ᾽μαι ευλογία στους φίλους, κατάρα στους εχθρούς μου, και να με αντικρίζουν με σεβασμό οι πρώτοι, με τρόμο οι άλλοι.

Πλούτο επιθυμώ βέβαια ν᾽ αποκτήσω, με άδικα όμως μέσα να τον αποκτήσω, όχι, αυτό δεν το θέλω· γιατί η δίκαιη τιμωρία έρχεται κάποια στιγμή εξάπαντος·

ο πλούτος ο δοσμένος από τους θεούς συνοδεύει τον άνθρωπο για πάντα, από τη βάση ως το στόμιο του πίθου·

ο πλούτος όμως που τιμούν οι άνθρωποι έρχεται όχι με τη δέουσα τάξη αλλά με βίαιο τρόπο,

αθέλητά του έρχεται και υποκύπτοντας σε έργα άδικα γρήγορα μπλέκεται στο δίχτυ της καταστροφής· η καταστροφή, σαν τη φωτιά, αρχίζει από το λίγο,

ασήμαντη αρχικά, οδυνηρή τελειώνει· των θνητών τα αλαζονικά έργα δεν έχουν μακρά ζωή,

γιατί ο Δίας ελέγχει την κατάληξη των πάντων, κι αιφνιδιαστικά, σαν τον άνεμο τον ανοιξιάτικο, σκορπίζει τις νεφέλες·

στη στιγμή ταράζει τον πυθμένα του πόντου —ατέλειωτα τα κύματα, άπειρη η σοδειά του—· αφανίζει, στη γη που τρέφει το σιτάρι,

τις όμορφες καλλιέργειες των ανθρώπων και υψώνεται ως τον υψηλό ουρανό, των θεών την κατοικία, και μετά, ιδού, πάλι ο ουρανός ξανοίγει.

Όμορφα λάμπει τότε ο δυνατός ήλιος πάνω στην εύφορη γη, κι ούτε ένα συννεφάκι δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Τέτοια είναι η δίκαιη εκδίκηση του Δία. Η οργή του, αντίθετα με των κοινών θνητών, δεν σπεύδει να εκδηλωθεί με κάθε αφορμή,

κι όμως δεν της ξεφεύγει για πολύ, ή για πάντα, άνθρωπος που στο στήθος του κρύβονται ανόσιες προθέσεις· στο τέλος αυτός πάντα αποκαλύπτεται με κάποιο τρόπο·

με τη διαφορά ότι ο ένας πληρώνει αμέσως, κι ο άλλος αργότερα· αλλά κι ο ίδιος να ξεφύγει, και να μην τον προλάβει η θεόσταλτη μοίρα,

η τιμωρία έρχεται και πληρώνουν οι αναίτιοι, ή τα παιδιά του ή των παιδιών του η γενιά.

Θνητοί όλοι εμείς, κακοί και καλοί, θεωρούμε ότι τα ατομικά μας σχέδια καλά πορεύονται

—ως τη στιγμή που κάτι πάθουμε· τότε αρχίζουμε τους οδυρμούς· ως τότε όμως αμέριμνοι τερπόμαστε με κούφιες ελπίδες.

Π.χ., εκείνος που καταπιέζεται από βαριά αρρώστια πιστεύει ότι θα ξαναβρεί την υγεία του·

άλλος, άνθρωπος με μικρή υπόληψη στην κοινωνία, φαντάζεται πως είναι σπουδαίος· και ευειδής, αυτός που τον δέρνει η ασχήμια·

κι ο απένταρος, αυτός που τον ζώνει η φτώχεια, φαντασιώνεται ότι θα αποκτήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρήματα πολλά.

Και σπεύδουν όλοι αποδώ κι αποκεί· σε πέλαγα γεμάτα ψάρια αλωνίζει ο ένας, στα καράβια, ελπίζοντας να αποκομίσει κέρδος από το εμπόριο,

καθημερινά στο έλεος των θυελλωδών ανέμων, και δεν λυπάται ούτε τόσο δα τη ζωή του·

άλλος —δουλειά του είναι το καμπύλο αλέτρι— καθαρίζει τη γη απ᾽ τα πολλά δέντρα, και μοχθεί σα σκλάβος ολοχρονίς·

άλλος, έμπειρος στα έργα της Αθηνάς και του Ηφαίστου τις πολλές τέχνες, με τον μόχθο των χεριών του συλλέγει δραχμή δραχμή τα προς το ζην·

το ίδιο κάνει και ο άλλος, αυτός που, με τη χάρη των Μουσών του Ολύμπου, κατέχει τους νόμους της θαυμάσιας τέχνης της ποίησης·

άλλον μάντη τον αξίωσε να γίνει ο άνακτας Απόλλων, ο θεός που ενεργεί από μακριά, να είναι σε θέση (αν έχει την εύνοια των θεών) να διακρίνει το κακό που από μακριά έρχεται να βρει έναν άνθρωπο·

βέβαια, ό,τι μέλλεται καθενός δεν αποτρέπεται ούτε με οιωνούς ούτε με θυσίες·

άλλοι είναι θεραπευτές, εργάτες του Παιώνος, που κατέχει τα πολλά γιατρικά· ούτε στο δικό τους, όμως, χέρι βρίσκεται η τελική γιατρειά·

γιατί πολλές φορές μικρό πονάκι καταλήγει σε μεγάλο άλγος, που δεν ξεπερνιέται με ήπια φάρμακα·

κι αντίθετα, τον άλλον που βασανίζεται από οδυνηρές αρρώστιες ένα απλό άγγιγμα των χεριών τον ξανακάνει αμέσως υγιή.

Η Μοίρα είναι εκείνη που φέρνει στον εφήμερο άνθρωπο και το κακό και το καλό, τα δώρα των αθάνατων είναι αναπόδραστα.

Σ᾽ όλα τα έργα των ανθρώπων υπάρχει ένα ρίσκο, και κανείς δεν ξέρει τι τέλος θα λάβει ένα πράγμα την ώρα που αρχίζει.

Ωστόσο, όποιος καταπιάνεται με ένα ευγενές έργο, αν δεν έχει λάβει από την αρχή κάποιες πρόνοιες, μπορεί να πέσει σε μεγάλη και τρομερή καταστροφή.

Και σ᾽ όποιον μεθοδεύει το κακό, ο θεός μπορεί να του δώσει πλήρη επιτυχία, και διαφυγή από τις συνέπειες της αφροσύνης του.

Ο θεός δεν μας έχει αποκαλύψει όρια στον ανθρώπινο πλούτο· και η απόδειξη: όσοι από μας έχουν τις μεγαλύτερες περιουσίες

αυτοί ακριβώς δείχνουν διπλάσιο κτητικό ζήλο· τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους πάντες; Η αλήθεια είναι ότι οι θεοί πρόσφεραν στους θνητούς τα κέρδη που έχουν,

αλλά από αυτά πηγάζει η καταστροφή — η οποία, όταν την αποστείλει ο Δίας να απαιτήσει τη δίκαιη τιμωρία, πάει και βρίσκει πότε τον έναν άνθρωπο και πότε τον άλλο.