Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΣΗΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ

απ. 1 West

⊗ ὦ παῖ, τέλος μὲν Ζεὺς ἔχει βαρύκτυπος
πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ καὶ τίθησ᾽ ὅκηι θέλει,
νοῦς δ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἀνθρώποισιν, ἀλλ᾽ ἐπήμεροι
ἃ δὴ βοτὰ ζόουσιν, οὐδὲν εἰδότες
5 ὅκως ἕκαστον ἐκτελευτήσει θεός.
ἐλπὶς δὲ πάντας κἀπιπειθείη τρέφει
ἄπρηκτον ὁρμαίνοντας· οἱ μὲν ἡμέρην
μένουσιν ἐλθεῖν, οἱ δ᾽ ἐτέων περιτροπάς·
νέωτα δ᾽ οὐδεὶς ὅστις οὐ δοκεῖ βροτῶν
10 Πλούτωι τε κἀγαθοῖσιν ἵξεσθαι φίλος.
φθάνει δὲ τὸν μὲν γῆρας ἄζηλον λαβὸν
πρὶν τέρμ᾽ ἵκηται, τοὺς δὲ δύστηνοι βροτῶν
φθείρουσι νοῦσοι, τοὺς δ᾽ Ἄρει δεδμημένους
πέμπει μελαίνης Ἀΐδης ὑπὸ χθονός·
15 οἱ δ᾽ ἐν θαλάσσηι λαίλαπι κλονεόμενοι
καὶ κύμασιν πολλοῖσι πορφυρῆς ἁλὸς
θνήσκουσιν, εὖτ᾽ ἂν μὴ δυνήσωνται ζόειν·
οἱ δ᾽ ἀγχόνην ἅψαντο δυστήνωι μόρωι
καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος.
20 οὕτω κακῶν ἄπ᾽ οὐδέν, ἀλλὰ μυρίαι
βροτοῖσι κῆρες κἀνεπίφραστοι δύαι
καὶ πήματ᾽ ἐστίν. εἰ δ᾽ ἐμοὶ πιθοίατο,
οὐκ ἂν κακῶν ἐρῶιμεν, οὐδ᾽ ἐπ᾽ ἄλγεσιν
κακοῖς ἔχοντες θυμὸν αἰκιζοίμεθα.

Παιδί, το τέλος όλων όσα υπάρχουν

ο Δίας ο βαριοβρόντης το κρατάει

και το ρυθμίζει καταπώς το θέλει·

κι είναι κρυφή η βουλή του απ᾽ τους ανθρώπους

μα πάντα εμείς οι πρόσκαιροι, σαν ζώα

ζούμε χωρίς να ξέρουμε καθόλου

ποιο τέλος στον καθένα ο θεός θα δώσει.

Κι η ελπίδα κι η πεποίθηση όλους θρέφει,

τ᾽ αδύνατα σαν ονειρεύουνται· άλλοι

νά ᾽ρθουνε τ᾽ απαντέχουν σε μια μέρα

κι άλλοι με τα γυρίσματα των χρόνων.

Κι ούτε κανένας άνθρωπος υπάρχει,

που δε νομίζει ότι ο καινούριος χρόνος

θά ᾽ρθει γεμάτος αγαθά και πλούτη.

Όμως τα γερατειά τ᾽ αζήλευτ᾽ άλλον,

προτού σ᾽ εκείνο, που ποθεί, να φτάσει,

τον προλαβαίνουν· και κακές αρρώστιες

τρώνε άλλους· κι απ᾽ τον Άρη χαλασμένους

κάτω απ᾽ τη μαύρη γη στέλνει άλλους ο Άδης.

Και μες στη θάλασσ᾽ άλλοι απ᾽ τη φουρτούνα

κι από τα πλήθια κύματα τού μαύρου

πελάου συνταραζούμενοι πεθαίνουν,

όταν να καλοζούνε κατορθώσουν.

Και θάνατο κακότυχο άλλοι βρίσκουν

με την κρεμάλα και το φέγγος του ήλιου

το αφήνουν, μοναχοί τους σκοτωμένοι.

Κι έτσι κανένα απ᾽ τα κακά δε λείπει.

Μα υπάρχουν τρόποι αμέτρητοι θανάτου

και ξαφνικές κακομοιριές και πάθη

για τους ανθρώπους· αλλά αν ίσως πίστη

ηθέλανε στα λόγια μου να δώσουν,

τις συφορές δε θα ποθούσαμ᾽ έτσι

και δε θα τυραννιούμαστε γυρνώντας

το λογισμό μας σ᾽ έγνοιες πονοδότρες.

 

Για κάθε πράγμα ο Δίας κρατά ο βαρύβροντος,

παιδί, το τέρμα, και όλα τα ρυθμίζει αυτός

έτσι όπως θέλει· οι άνθρωποι δε νιώθουνε·

περνούμε σαν τα ζώα τις μέρες μας, χωρίς

να ξέρουμε ο θεός πού πάει το καθετί.

Όλους η ελπίδα θρέφει κι η πεποίθηση,

μα οι κόποι μάταιοι· σήμερα άλλοι καρτερούν

την αλλαγή, στο γύρισμα άλλοι της χρονιάς.

Κανείς δεν είναι που να μη θαρρεί πως πια

του χρόνου θ᾽ αποχτήσει πλούτη κι αγαθά.

Μα βρίσκουν άλλον, πριν πετύχει, τ᾽ άχαρα

τα γερατειά· θερίζουν άλλον οι κακές

αρρώστιες· κι άλλους, που έπεσαν στον πόλεμο,

τους στέλνει ο Άδης κάτω εκεί στη μαύρη γη·

πνίγονται αυτοί, δαρμένοι από τα κύματα

και τις φουρτούνες του πελάου του πορφυρού,

που εκεί η ανάγκη της ζωής τούς έριξε·

κρεμιούνται εκείνοι μόνοι τους —τέλος φριχτό!—

κι του ήλιου αφήνουν αυτοθέλητα το φως.

Παντού μαυρίλα· μύριες ζώνουν τους θνητούς

καταστροφές και συμφορές αφάνταστες

και βάσανα. Μα, αν μ᾽ άκουαν, δε θα τρέχαμε

ζητώντας το κακό, και δε θα ρίχναμε

στους πόνους την καρδιά, να τυραννιόμαστε …

 

Γιε μου, του Δία είν᾽ η στερνή και της βροντής του,

χτυπά κι όλα τα κυβερνά κατά το κέφι του,

κι έγνοια καμιά για τους θνητούς που πορευόμαστε

διαβατικοί σαν ζωντανά και μήτε ξέρομε

πώς ο θεός θ᾽ αποτελειώσει το καθένα.

Εμάς μια ελπίδα και μια πίστη όλους μάς θρέφει

για τ᾽ άπιαστα όνειρα: τα προσδοκάμε νά ᾽ρχονται

μόλις χαράξει ή με του κύκλου τα γυρίσματα.

Και ποιος δεν έλπισε ως του χρόνου πως θα γίνει

του πλούτου κι όλων των καλών ο αγαπημένος;

Μα τ᾽ άτιμα τα γηρατειά πριν κλείσει ο κύκλος

έρχονται πρώτα κι αθεράπευτες αρρώστιες

άλλους λυμαίνονται, άλλους θύματα πολέμου

τους κουβαλά στη σκοτεινιά της γης ο Άδης,

ή ναυαγοί μες στα φουρτουνιασμένα πέλαγα

πίσω από κύματα-βουνά θαλασσοπνίγονται,

χαροπαλεύοντας ώσπου να βγει η ψυχή τους·

κι άλλοι απομόνοι τους κακοθανατισμένοι,

με μια θηλιά απ᾽ το φως του ήλιου ξεμακραίνοντας.

Έτσι δε λείπει συμφορά κι έρχονται απάνω μας

θανατικά, αξαφνιές της τύχης, μύρια βάσανα.

Μα εμένα αν άκουγες, παιδί μου, δε θα πίναμε

οι ζωντανοί τόσα φαρμάκια και δε θα ᾽χαμε

στη θλίψη μέσα την καρδιά να βασανίζεται.

 

Το τέλος, γιε μου, για όλα τα πράγματα το κρατά στα χέρια του ο Δίας ο βαρύχτυπος και το ρυθμίζει καταπώς θέλει· άμυαλοι οι θνητοί, ζουν όπως το θέλει η μέρα, σαν τα βοσκήματα, αγνοώντας ολωσδιόλου πώς προτίθεται ο Θεός να τελειώσει το καθετί. Η ελπίδα τρέφει τους πάντες, και η πεποίθηση, και ο πόθος για το απραγματοποίητο. Άλλοι περιμένουν τον ερχομό της επόμενης ημέρας· άλλοι των εποχών το γύρισμα· κι ούτ᾽ ένας δεν υπάρχει που να μη πιστεύει ότι με τη νέα χρονιά δεν θα τον τιμήσουν με την εύνοιά τους ο Πλούτος και η υψηλή κοινωνία. Τον ένα, όμως, τον προλαβαίνουν τα αζήλευτα τα γηρατειά, προτού πετύχει τον σκοπό του· άλλους τους φθείρουν αγιάτρευτες ασθένειες· κι άλλους, θύματα του πολέμου, τους ξαποστέλνει ο Άδης κάτω στη μαύρη γη· άλλοι, πάλι, στη θάλασσα χάνονται, παραδέρνοντας μέσα στη θύελλα, στα κύματα τ᾽ ατελείωτα και στα βαθιά τα κατασκότεινα νερά — αφού στη στεριά δεν κατάφερναν να βγάλουν το ψωμί τους. Κι άλλοι περνούν μόνοι τους θηλιά στον τράχηλό τους (άθλιο τέλος!), και με την επιλογή τους αυτήν αφήνουν γεια το φως του ήλιου. Όχι μόνον, λοιπόν, δεν λείπουν οι συμφορές από τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα αναρίθμητοι είναι οι κίνδυνοι και απρόβλεπτα τα βάσανα που τους περιμένουν. Αν όμως ήθελε κανείς να μ᾽ ακούσει, τις επιθυμίες μας δεν θα τις κατευθύναμε σε ό,τι μάς προκαλεί τόσες συμφορές, ούτε τόσο πολύ θα λαχταρούσαμε ό,τι μάς πονεί αβάσταχτα — και θα παύαμε να βασανίζουμε τις ψυχές μας.