Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΚΑΛΛΙΝΟΣ

απ. 1 West

μέχρις τέο κατάκεισθε; κότ᾽ ἄλκιμον ἕξετε θυμόν,
ὦ νέοι; οὐδ᾽ αἰδεῖσθ᾽ ἀμφιπερικτίονας
ὧδε λίην μεθιέντες; ἐν εἰρήνηι δὲ δοκεῖτε
ἧσθαι, ἀτὰρ πόλεμος γαῖαν ἅπασαν ἔχει
...........................................
5 καί τις ἀποθνήσκων ὕστατ᾽ ἀκοντισάτω.
τιμῆέν τε γάρ ἐστι καὶ ἀγλαὸν ἀνδρὶ μάχεσθαι
γῆς πέρι καὶ παίδων κουριδίης τ᾽ ἀλόχου
δυσμενέσιν· θάνατος δὲ τότ᾽ ἔσσεται, ὁππότε κεν δὴ
Μοῖραι ἐπικλώσωσ᾽. ἀλλά τις ἰθὺς ἴτω
10 ἔγχος ἀνασχόμενος καὶ ὑπ᾽ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ
ἔλσας, τὸ πρῶτον μειγνυμένου πολέμου.
οὐ γάρ κως θάνατόν γε φυγεῖν εἱμαρμένον ἐστὶν
ἄνδρ᾽, οὐδ᾽ εἰ προγόνων ἦι γένος ἀθανάτων.
πολλάκι δηϊοτῆτα φυγὼν καὶ δοῦπον ἀκόντων
15 ἔρχεται, ἐν δ᾽ οἴκωι μοῖρα κίχεν θανάτου,
ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὐκ ἔμπης δήμωι φίλος οὐδὲ ποθεινός·
τὸν δ᾽ ὀλίγος στενάχει καὶ μέγας ἤν τι πάθηι·
λαῶι γὰρ σύμπαντι πόθος κρατερόφρονος ἀνδρὸς
θνήσκοντος, ζώων δ᾽ ἄξιος ἡμιθέων·
20 ὥσπερ γάρ μιν πύργον ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσιν·
ἔρδει γὰρ πολλὼν ἄξια μοῦνος ἐών.

Ως πότε πια κατάκοιτοι; ορμήν πότε θα βρείτε;

δεν ντρέπεσθε τους γείτονες για την οκνιάν αυτή;

Ε! παλικάρια, ειρηνικά πως κάθεστε θαρρείτε

και ωστόσο γύρω ο πόλεμος όλη την γη κρατεί…

Είναι τιμή κι είναι χαρά στο παλικάρι η μάχη

για την πατρίδα, την καλή γυναίκα, τα παιδιά.

Ο θάνατος τότε θα ᾽ρθει, όταν η Μοίρα λάχει·

μόνο καθείς ας ορθωθεί μ᾽ ατρόμητη καρδιά,

και ας δράξει αμέσως το σπαθί κι ας ζώσει τ᾽ άρματά του

και όσό ᾽ναι του πολέμου αρχή, ας δράμει εκεί μπροστά,

γιατί να φύγει αδύνατο την μοίρα του θανάτου,

και αν η γενιά του από θεούς αθάνατου ς βαστά·

κάποτ᾽ αν απ᾽ τον πόλεμο δειλά λιποτακτήσει,

μέσα στο σπίτι βρίσκει τον η ώρα του η στερνή.

Μα τούτον ποιος τον αγαπά και ποιος θα τον ποθήσει;

ενώ τον άλλο ένας λαός, αν πάθει, τον πονεί.

Γιατί ο λαός ολάκερος θρηνεί το παλικάρι,

σαν αποθάνει· κι έχουν τον ημίθεο όσο ζει

σαν πύργ᾽ όλοι κατάματα θωρούν τον με καμάρι

γιατί μονάχος κάμνει αυτός όσα πολλοί μαζί!

 

Πότε θα δείξετε θάρρος; Ως πότε θα κείτεστε χάμω,

νέοι; Τους γειτόνους λαούς πώς δεν τους ντρέπεστ᾽ εσείς

έτσι να κάθεστε ξέγνοιαστοι; Κάνετε ως να ᾽χουμε ειρήνη

κι όμως τη χώρα βαρύς πόλεμος ζώνει παντού.

…………………………………………………………………

Κι όταν σου βγαίνει η ψυχή, δώσε στερνή κονταριά.

Δόξα λαμπρή και τιμή, για πατρίδα, παιδιά και γυναίκα

να πολεμάς τους οχτρούς. Θάνατος; Τότε θα ᾽ρθει,

σα βουληθούν της ζωής να σου κόψουν οι Μοίρες το νήμα.

Έτσι, το ακόντιο ψηλά, και με καρδιά θαρρετή

απ᾽ της ασπίδας σου πίσω τη σκέπη, την ώρα που η μάχη

θα πρωτανάψει, γραμμή τράβα, και πήγαινε μπρος.

Κι αν στη γενιά του προγόνους αθάνατους έχει, το Χάρο

πάντως δεν είναι γραφτό να τον ξεφύγει κανείς·

είναι πολλοί που απ᾽ τη μάχη, απ᾽ των όπλων γλιτώσαν το βρόντο,

και στου σπιτιού τη γωνιά βρήκαν το θάνατο εκεί·

όμως γι᾽ αυτούς ο λαός ούτε πόθο δε νιώθει ούτ᾽ αγάπη·

ο άλλος αν πέσει, τον κλαιν όλοι, μεγάλοι μικροί.

Του αντρειωμένου η θανή φέρνει σ᾽ όλο τον κόσμο λαχτάρα,

κι ένας ημίθεος σωστός είναι γι᾽ αυτούς όσο ζει.

Τα έργα που μόνος του κάνει ζυγιάζουν όσο έργα ενός πλήθους

ναι, και γι᾽ αυτό τον θωρούν πύργο στα μάτια τους μπρός.