Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΑΛΚΜΑΝ

απ. 1 Page

[] Πωλυδεύκης·
[ οὐκ ἐγὼ]ν Λύκαισον ἐν καμοῦσιν ἀλέγω
[ Ἐνα]ρσφόρον τε καὶ Σέβρον ποδώκη
[]ν τε τὸν βιατὰν
5 []· τε τὸν κορυστὰν
[Εὐτείχη] τε ϝάνακτά τ᾽ Ἀρήιον
[]ά τ᾽ ἔξοχον ἡμισίων·

[]ν τὸν ἀγρόταν
[] μέγαν Εὔρυτόν τε
10 []πώρω κλόνον
[]· τε τὼς ἀρίστως
[] παρήσομες
[]αρ Αἶσα παντῶν
[] γεραιτάτοι
15 [ ἀπ]έδιλος ἀλκὰ
[μή τις ἀνθ]ρώπων ἐς ὠρανὸν ποτήσθω
[ μηδὲ πη]ρήτω γαμῆν τὰν Ἀφροδίταν
[ ϝ]άν[α]σσαν ἤ τιν᾽
[] ἢ παίδα Πόρκω
20 [ Χά]ριτες δὲ Διὸς δ[ό]μον
[]σιν ἐρογλεφάροι·

[]τάτοι
[]τ̣α δαίμων
[]ι φίλοις
25 []ωκε δῶρα
[]γαρέον
[]ώλεσ᾽ ἥβα
[]ρονον
[]·ταίας
30 []έβα· τῶν δ᾽ ἄλλος ἰῶι
[] μαρμάρωι μυλάκρωι
[]·εν Ἀΐδας
[]αυτοι
[]ʹπον· ἄλαστα δὲ
35 ϝέργα πάσον κακὰ μησαμένοι·

ἔστι τις σιῶν τίσις·
ὁ δ᾽ ὄλβιος, ὅστις εὔφρων
ἁμέραν [δι]απλέκει
ἄκλαυτος· ἐγὼν δ᾽ ἀείδω
40 Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ
ϝ᾽ ὥτ᾽ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν
Ἀγιδὼ μαρτύρεται
φαίνην· ἐμὲ δ᾽ οὔτ᾽ ἐπαινῆν
οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς
45 οὐδ᾽ ἁμῶς ἐῆι· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα
ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴτις
ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον
παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα
τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων·

50 ἦ οὐχ ὁρῆις; ὁ μὲν κέλης
Ἐνετικός· ἁ δὲ χαίτα
τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς
Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ
χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·
55 τό τ᾽ ἀργύριον πρόσωπον,
διαφάδαν τί τοι λέγω;
Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·
ἁ δὲ δευτέρα πεδ᾽ Ἀγιδὼ τὸ ϝεῖδος
ἵππος Ἰβηνῶι Κολαξαῖος δραμήται·
60 ταὶ Πεληάδες γὰρ ἇμιν
ὀρθρίαι φᾶρος φεροίσαις
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίαν ἅτε σήριον
ἄστρον ἀυηρομέναι μάχονται·

οὔτε γάρ τι πορφύρας
65 τόσσος κόρος ὥστ᾽ ἀμύναι,
οὔτε ποικίλος δράκων
παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα
Λυδία, νεανίδων
ἰανογ[λ]εφάρων ἄγαλμα,
70 οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι,
ἀλλ᾽ οὐ[δ᾽] Ἀρέτα σιειδής,
οὐδὲ Σύλακίς τε καὶ Κλεησισήρα,
οὐδ᾽ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·
Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο
75 καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα
Δαμαρ[έ]τα τ᾽ ἐρατά τε ϝιανθεμίς·
ἀλλ᾽ Ἁγησιχόρα με τείρει.

οὐ γὰρ ἁ κ[α]λλίσφυρος
Ἁγησιχ[ό]ρ[α] πάρ᾽ αὐτεῖ,
80 Ἀγιδοῖ . . . . αρμένει
θωστήρ[ιά τ᾽] ἅμ᾽ ἐπαινεῖ.
ἀλλὰ τᾶν [. .]. . . σιοὶ
δέξασθε· [σι]ῶν γὰρ ἄνα
καὶ τέλος· [χο]ροστάτις,
85 ϝείποιμί δ᾽, [ἐ]γὼν μὲν αὐτὰ
παρσένος μάταν ἀπὸ θράνω λέλακα
γλαύξ· ἐγὼ[ν] δὲ τᾶι μὲν Ἀώτι μάλιστα
ϝανδάνην ἐρῶ· πόνων γὰρ
ἇμιν ἰάτωρ ἔγεντο·
90 ἐξ Ἁγησιχόρ[ας] δὲ νεάνιδες
ἰρ]ήνας ἐρατ[ᾶ]ς ἐπέβαν·

τῶ]ι τε γὰρ σηραφόρωι
. .]τῶς εδ . . . . . . . . . . .
τ[ῶι] κυβερνάται δὲ χρὴ
95 κ[ἠ]ν νᾶϊ μάλιστ᾽ ἀκούην·
ἁ δὲ τᾶν Σηρην[ί]δων
ἀοιδοτέρα μ[ὲν οὐχί,
σιαὶ γάρ, ἀντ[ὶ δ᾽ ἕνδεκα
παίδων δεκ[ὰς ἅδ᾽ ἀείδ]ει·
100 φθέγγεται δ᾽ [ἄρ᾽] ὥ[τ᾽ ἐπὶ] Ξάνθω ῥοαῖσι
κύκνος· ἁ δ᾽ ἐπιμέρωι ξανθᾶι κομίσκαι
[]
[]
[]
[]

...........................................................

............. ο Πολυδεύκης

Το Λύκαιο μέσα στους παθούς

δε λογαριάζω· μα τον Εναρσφόρο,

μα τον γοργόποδο το Σέρβο

μα τον πολεμιστή τον Άλκιμο

και τον Ιππόθοο τον χαλκόκρανο

και τον Ευτείχη και τον ήρω᾽ Αρήϊο

και τον Άκμονα,

που μέσα στους ημίθεους

ήταν ο πιο ξεχωριστός λεβέντης, λογαριάζω.

 

Μα λες τον μέγα πολεμαρχηγό

τον Σκαίο να λησμονήσουμε ή τον Εύρυτο

και τον Άλκμονα που ήταν των ηρώων

ο αθέρας, ένα κι ένα; Πέρα ως πέρα

του Πεπρωμένο τούς ελύγισε

κι ο Θάνατος, οι πιο αρχαίοι

θεοί· κι η δύναμή τους

δε βοήθησε σε τίποτε ... Άνθρωπος κανείς

μη βουληθεί στα ουράνια να πετάξει

μηδέ τη δέσποινα της Πάφου ταίρι του

την Αφροδίτη να χαρεί, μηδέ

καμιά απ᾽ του Πόρκου του θαλάσσιου

τις κόρες πὄχουν ασημόφεγγο

το θώρι· κι οι γλυκοβλεπούσες

έχουν παλάτι οι Χάριτες τ᾽ άγιο του Δία παλάτι·

 

....................................................................

κι απ᾽ αυτούς άλλους έφαγε η σαγίτα

κι άλλους σκληρή μυλόπετρα, ώσπου ο Άδης

δεν άφησε κανένα τους· τις Μοίρες τους

τράβηξαν μονάχοι τους

με τα παράβολά τους

που πράξαν· και στο νου

κακά μηχανευτήκανε, μα τρις χειρότερα είδαν.

 

Υπάρχει εκδίκηση των θεών

κι ευτυχισμένος είν᾽ ο που χαρούμενα

τις μέρες της ζωής του υφαίνει δίχως δάκρυ.

Μα εγώ το φως της Αγιδώς

να τραγουδήσω θέλω·

σαν τον Ήλιο θωρώ ν᾽ αστραφταλίζει

που ν᾽ αναλάμψει στο στερέωμα

τον εξορκίζει.

Μα η ξακουστή που σέρνει το χορό

μήτε να την παινέσω, μήτε να την ψέξω

μ᾽ αφήνει· — Θε μου! φαίνεται

κι ωραία και μεγαλόπρεπη

σαν άλογο καλόθρεφτο

βουερόποδο άλογο αθλοφόρο

μες στα κοπάδια αν το ᾽στηνες των φτερωτών ονείρων.

 

Δε βλέπεις; Είναι Ενετική

τ᾽ αλόγου η φλέβα· μα κι η πλούσια κόμη

της ξαδέρφης μου ανθός Ηγησιχόρης

καθώς χρυσάφι στεφανώνει αμόλευτο

την ασημόφεγγη θωριά της.

Τι πιο καθάρια να τα πω;

και ποιος δεν ξέρει την Ηγησιχόρη;

Δεν ξεπερνάει στην ομορφιά την Αγιδώ

μα δεύτερη της πέφτει· και θα παρατρέξει

σαν του Κολάξαϊ άλογο

μ᾽ άλογο Ιβηνό.

Κι οι περιστέρες μας οι δυο

με μας που στην Ορθρία

τώρα τον πέπλο φέρνουμε

συνερίζουν

και φέγγουνε καθώς σηκώνονται

μέσ᾽ απ᾽ τη νύχτα τη θεϊκή καθώς του Σείριου τ᾽ άστρο.

 

― Τέτοια περίσσεια από πορφύρα

δεν έχω εγώ να συνερίσω,

δεν έχω εγώ φιδοβραχιόλι

χρουσάφι ατόφιο σκαλιστό

δεν έχω εγώ το Λυδικό τον κεφαλόδεσμο,

στολίδι για τις κόρες τις γλυκοβλεπούσες.

― Μήτε και τα μαλλιά έχω της Ναννώς

μήτε τη θεόμορφην Αρετή·

τη Φυλακίδα εγώ δεν έχω

μήτε την Κλεησιθήρα.

― Μήτε στης Αινησιμβρότας σας έρθεις θα πεις:

Δώσε μου την Άσταφη

κι άσε να με βλέπουν η Φιλύλλα

και η Δημαρέτη

και η ζηλεμένη

η Ιανθεμίς.

Η Ηγησιχόρη εμέ μου φτάνει σα μου παραβγείς.

 

― Μα η Ηγησιχόρη η ομορφοστράγαλη

δεν είναι πια κοντά σου κόρη μου.

― Στέκεται πλάι στην Αγιδώ

και τα Θωστήριά μου δοξολογάει.

― Μα εσείς, θεοί, τις προσευχές τους

καλοδεχτείτε· τι στα χέρια σας

των όλων βρίσκεται το πέρας.

― Κι εγώ θα κλείσω το τραγούδι μου

με κάτι που έχω να σου πω: ― Σαν κουκουβάγια

που στα χαμένα κράζει από το πάτερο

λάλησα εγώ· μη σε πικραίνει.

― Μα εγώ στην Άωτι

το πρώτ᾽ απ᾽ όλα λαχταρώ ν᾽ αρέσω

και το χρωστάμε στην Ηγησιχόρη σου

και την ειρήνη οι κοπελιές τη ζηλευτή πια βρήκαν.

 

― Καθώς στο πλάγι τ᾽ ακρινού

τ᾽ αλόγου στ᾽ άρμα τ᾽ άλλα τρέχουνε

έτσι και οι άλλες δίπλα της δρομούνε μια την άλλη.

Κι ο καπετάνιος τάχα στο καράβι του

δεν είναι χρεία φωνή να ᾽χει μεγάλη;

Δε λέω γλυκότερα πως τραγουδά

κι απ᾽ τις Σειρήνες, τι είναι θέαινες

αυτές μα ενάντια σ᾽ έντεκα

σα δέκα τραγουδώντας συνερίζει.

Θε μου, και σαν τον κύκνο τραγουδά

που κελαηδάει στα νάματα του Ξάνθου.

― Μα κι η Αγιδώ με τα λαχταριστά

τ᾽ ανάλαφρα μαλλιά της

...........................................................................

 

 

στ. 1-7

Πολυδεύκης. Ανάμεσα στους νεκρούς δεν αριθμώ τον Λύκαισο (αλλά) τον Εναρσφόρο και το γοργοπόδη Σέβρο και … τον … και … με το κράνος, και τον Ευτείχη, και το βασιλιά Άρειο, και … τον ισχυρότερο από τους ημίθεους·

 

στ. 8-21

… το γεωργό … τον μεγάλο, και τον Εύρυτο, σύναξη … τους καλύτερους … (δεν) θα παραλείψουμε. (Αυτοί δαμάστηκαν από) τη Μοίρα (του θανάτου) και τον Πόρο, τους πιο παλιούς θεούς. Η δύναμή τους δεν ήταν στέρια· [15] κανείς ας μην πετά ψηλά στον αιθέρα, μήτε να προσπαθεί να πάρει για γυναίκα την Αφροδίτη … τη βασίλισσα, μήτε καμιά … κόρη του Πόρκου … και τις Χάριτες, με την αγάπη ζωγραφιστή στα πρόσωπά τους … το παλάτι του Δία. […]

 

στ. 34-35

για τα άδικα έργα που στοχάστηκαν έπαθαν τόσα που δεν πρόκειται να ξεχαστούν.

 

στ. 36-49

Υπάρχει εκδίκηση από τους θεούς. Μακάριος αυτός που ευφρόσυνα υφαίνει τη μέρα του χωρίς δάκρυ. Εγώ όμως τραγουδώ τη λάμψη της Αγιδώς. Την αντικρίζω σαν το ήλιο, που η Αγιδώ τον καλεί να φέξει για μάρτυράς μας. Ούτε να την υμνήσω ούτε να την ψέξω με κανέναν τρόπο δεν μου επιτρέπει ο ξακουστός αρχηγός του χορού. Γιατί η ίδια μοιάζει να στέκεται τόσο πάνω απ᾽ όλα, που ξεχωρίζει, όπως το βραβευμένο άλογο των αγώνων πλάι στα κοπάδια, δυνατό, με οπλές που αντηχούν, βγαλμένο μέσ᾽ από το φτερωτό όνειρο.

 

στ. 50-63

Πώς, δεν βλέπεις; Ο δρομέας είναι ενητικός· τα μαλλιά της ανεψιάς μου της Αγησιχόρας ανθούν απάνω της σαν ατόφιο χρυσάφι, και το ασημένιο της πρόσωπο – μα γιατί να απαριθμώ λεπτομέρειες; Αυτή είναι η Αγησιχόρα: δεύτερη στην ομορφιά, ξοπίσω από την Αιγιδώ μονάχα, θα τρέξει σαν κολαξαίο άλογο για ένα ιβηνιακό. Γιατί οι Πλειάδες της αυγής ανεβαίνουν μέσα στην αμβροσία νύχτα, όπως τ᾽ αστέρι ο Σείριος, και μας μάχονται, καθώς μοχθούμε πάνω στ᾽ αλέτρι.

 

στ. 64-77

Γιατί εμείς δεν έχουμε μήτε περίσσια πορφύρα να καλύψουμε το πρόσωπό μας, μήτε φίδι ολόχρυσο και πλουμιστό, μήτε λυδικό σκουφί, χαρά των κοριτσίστικων απαλών ματιών, μήτε καν τα μαλλιά της Ναννώς, μήτε την Αρέτα τη θεϊκιά, μήτε την Κλεησισήρα, μήτε συ θα πήγαινες στης Αινησιμβερότας το σπίτι να πεις: «Να γινόταν ν᾽ αποχτήσω την Ασταφίδα, η Φιλύλλα να ᾽ριχνε πάνω μου ένα βλέμμα και η Δαμαρέτα κι η τρυφερή Ιάνθεμις» · όμως εμένα με μαραζώνει η Αγησιχόρα.

 

στ. 78-91

Γιατί, μήπως δεν είναι πλάι μου η Αγησιχόρα με τους καλοφτιαγμένους αστραγάλους; Στέκεται πλάι στην Αγιδώ κι επιδοκιμάζει το γιορτάσι μας. Θεοί μου, δεχτείτε τις προσευχές τους! Γιατί οι θεοί ᾽ναι που τα φέρνουν όλα βολικά και τα τελεύουν. Πρωτοχορεύτρα, θα φωνάξω, δεν είμ᾽ εγώ, παρά παρθένα σαν τις άλλες, άδικα έσυρα κραυγή σαν γλαύκα απ᾽ το δοκάρι της στέγης· θέλω όμως πάν᾽ απ᾽ όλα ν᾽ αρέσω της Κυράς της Αυγής. Γιατί αυτή πάντα στάθηκε στο πλάι μας με γιατρικά του πόνου, κι ακόμη, χάρη στην Αγησιχόρα οι κορασιές βρήκαν τη γαλήνη που λαχταρούσαν.

 

στ. 92-101

Γιατί έτσι και το πιο γρήγορο μπροστάρικο άτι… κι όλοι στο πλεούμενο υπακούουν στον κυβερνήτη πάν᾽ απ᾽ όλα. Οι δέκα κοπελιές του χορού μας (μπορεί να μην είμαστε) γλυκόφωνες σαν τις Σειρήνες, γιατί αυτές στο κάτω κάτω είναι θεές, όμως τραγουδούμε σαν έντεκα. Οι φωνές του (=του χορού), σαν του κύκνου πάνω στα νερά του Ξάνθου. Κι αυτή με τα λαχταριστά ξανθά μαλλιά της …