Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θοδωρής Γκόνης

Ο ξεπεσμένος δερβίσης


(αποσπάσματα)


[…]


ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ο τόπος μου είναι εδώ. Γέρνει η ζωή μου. Ήρθε η ώρα μου. Κοιτάξτε, ο χρόνος έγινε παράξενος…


ΔΕΡΒΙΣΗΣ

Τα πάντα είναι ορθά στη θέση τους. Άσε την έγνοια του θανάτου.


ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Καμία έγνοια. Μόνο έναν τόπο μυστικό!


ΔΕΡΒΙΣΗΣ

Χώμα που τρίβεται, γη που σείστηκε συθέμελα, νερό που χάθηκε στη θάλασσα, τα μυστικά που ήξερα. Τί άλλο να υπάρχει;


ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Χώμα και γη και νερό έγινα εγώ στο δρόμο μου. Το μυστικό μου θα σ’ το δείξω εκεί, στο φιλιατρό του τάφου μου. Θα σ’ οδηγήσω ο ίδιος, χωρίς κανένας να με κρατά από το χέρι. Εσύ όμως μην αποκαλύψεις ούτε πού κρύβεται ούτε πού βρίσκεται αυτός ο τόπος. Κι όταν θα φτάσεις στο τέλος της ζωής σου, να το εμπιστευτείς στον πιο άξιο, κι αυτός με τη σειρά του να το αποκαλύψει στον κατοπινό του. Γνώση κρυφή και μυστική, έτσι πάντα να γίνεται, να προχωρά η ζωή.

Ξένος σε ξένη γη, σαν λαθρομετανάστης, θα είμαι κρυμμένος μες στο θάνατο, θαμμένος, ενταφιασμένος, μέσα στη νύχτα μιας κρύπτης. Εγώ που ποθούσα όσο τίποτα να ταφώ στον τόπο μου…

Ταξίδεψα, γύρισα τους μεγάλους δρόμους, πλήρωσα ακριβά περάσματα, αινίγματα και διόδια. Εκεί συνάντησα πολλές φορές τους νεκρούς να περιμένουν τους συγγενείς τους, για να τους πάρουν, να τους πάνε στον τόπο τους. Είδα, διασταυρώθηκα με νεκροφόρες άδειες, γεμάτες, που έρχονταν και ξανάρχονταν κουβαλώντας τη μαύρη μύγα.

Το συζήτησα, το μοιράστηκα με τους φίλους μου, και όλοι με θεωρούσαν τρελό και παράξενο. Κανείς δεν με πίστεψε. Μέχρι που έχασαν κι αυτοί κάποιον δικό τους και κατάλαβαν. Μου έστειλαν γράμματα θερμά ζητώντας μου συγγνώμη. «Συγγνώμη, γιατί;» ρωτούσα εγώ.

Εγώ που ποθούσα να ταφώ στον τόπο μου…

Να έρθουν να με πάρουν τα παιδιά μου, οι δικοί μου, να με παραλάβουν πριν τα διόδια — να με ταξιδέψουν απ’ την παλιά διαδρομή, από τον παλιό δρόμο με τις στροφές τις επικίνδυνες, από τη Σκάλα την Κακιά, από εκεί που ήρθα. Να σταματήσουν στην επιστροφή, στο σταυροδρόμι που σταμάτησε η ζωή μου.

Να πάρω πίσω την απάντηση που έδωσα. Κέρμα χρυσό στα μπροστινά στραβά μου δόντια σφηνωμένο.

Εγώ που ποθούσα όσο τίποτα έναν τάφο στον τόπο μου…

Ελάτε, χωρίς να με αγγίζετε, κι αφήστε με ολομόναχο να βρω το ιερό μνήμα όπου η μοίρα μου θέλει να ταφώ σε τούτη τη χώρα. Από ’δω με οδηγούν μαζί θεοί ψυχοπομποί. Φως, αόρατο για τα μάτια μου, που όμως πριν ήσουν δικό μου για πολύ καιρό, το σώμα μου σε νιώθει σήμερα για τελευταία φορά. Φεύγω με τούτο το βήμα για να κρύψω μέσα στον Άδη την τελευταία μέρα της ζωής μου. Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη.


[…]


Εμφανίζεται η Αντιγόνη με μια αγκαλιά αγριολούλουδα.


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πού ν’ ακουμπήσω τα λουλούδια μου; Ζήτησες να πεθάνεις σε ξένη γη, αλλά γιατί πέθανες χωρίς εμένα; Έφυγες χωρίς έναν τάφο. Σε ποιά θάλασσα ν’ αφήσω τα λουλούδια σου; Κάνεις το πένθος μου πιο βαρύ κι απ’ το βουνό. Δώσ’ μου τον τάφο σου, δώσ’ μου το μάρμαρο να γράψω τα λόγια σου, να χαράξω τον σταυρό μου. Έρχομαι από τα βουνά, απ’ τους γκρεμούς κι από τα ρέματα. Στάθηκα στο σταυροδρόμι και σε φώναξα εφτά φορές. Τίποτα. Μόνο η ηχώ. Γιατί μου στερείς τα δάκρυα; Τα μάτια δεν είναι για να βλέπουμε αλλά για να θρηνούμε. Έτσι μ’ έμαθες.

Σου φέρνω τ’ αγριολούλουδα που αγαπούσες. Αυτά που μαζεύαμε με παγωμένα δάχτυλα στις σχισμάδες των βράχων. Μου μάθαινες τα ονόματά τους, τα διπλά, τα τρίδιπλα. Τα έδεσα σφιχτά όπως μου έδειξες, με βούρλα και αληπασιές, και σ’ τα έφερα. Με πήραν στο κατόπι οι σφήκες και οι μέλισσες. Γκρεμοτσακίστηκα. Με ξέσκισαν τ’ αγκάθια, μ’ έφαγαν τα τριβόλια κι οι βάτοι. Για δες, όλα εδώ, όπως μου τα ’μαθες:


Σχίνος, μυρτιά, ρείκι,

μελισσόχορτο — μέλισσα και μελισσάκι

άγριος λαλές — χωνάκι

νάρκισσος και μανουσάκι

υάκινθος — γιούλι — ζαμπάκι

κατσουλίτσα — λυχναράκι

Λίγη χλόη να κρυφτώ

σαν το μενεξέ κι εγώ…


Πού είσαι; Πού κρύφτηκες; Δώσε μου έναν τόπο να ανάβω το καντήλι σου, δρόμο να έρχομαι. Δώσ’ μου μια θέση για την εικόνα σου, μια κόχη να κρύψω το λάδι.

Πώς να πενθήσω το πένθος μου; Γιατί θες να τριγυρνώ σαν κουκουβάγια στα χαλάσματα;

[…]


Θοδωρής Γκόνης. 2007. Ο ξεπεσμένος δερβίσης. Αθήνα: Γαβριηλίδης.