Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Bertolt Brecht

Το σάνδαλο του Εμπεδοκλέους

Μετάφραση: Θ. Δ. Φραγκόπουλος


Όταν ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος
κέρδισε τις τιμές των συμπολιτών του μαζί
με το σπάσιμο του γήρατος,
αποφάσισε να πεθάνει. Επειδή όμως
αγαπούσε ακόμα μερικούς, που κι αυτοί
τον αγάπαγαν, δεν ήθελε να εκμηδενισθεί
από κείνους, αλλά κάλλιο να γίνει εκείνος Μηδέν.
Τους κάλεσε να πάνε μαζί του μια εκδρομή,
όχι όλους, μερικούς τούς απέκλεισε, έτσι που
στην επιλογή, όπως σ’ όλο το εγχείρημα,
να παίξει το ρόλο της και η Τύχη.
Ανέβηκαν στην Αίτνα. Ο κόπος της ανάβασης
προκάλεσε σιωπή. Κανείς δεν έδειξε πως
ένιωσε την έλλειψη σοφών λόγων κι αποφθεγμάτων.
Ψηλά, ανάσαναν λαχανιασμένοι για να ξανάβρουν
το χαμένο τους σφυγμό. Απασχολημένοι με τη θέα,
χαρούμενοι που έφτασαν στο τέρμα τους.
Απαρατήρητος τους εγκατέλειψε ο διδάσκαλος.
Σαν ξαναρχίσαν να μιλάνε, δεν ένιωσαν
την απουσία του, μόνον αργότερα
τους έλειψε εδώ κι εκεί ο λόγος του και ψάξαν
ολόγυρα να τονε βρούνε.
Εκείνος όμως βρισκόταν κιόλας
από ώρα πολλή στο φρύδι του κρατήρα.
Κι όχι που βιάστηκε. Για λίγο
έμεινε ακίνητος κι ύστερα
άκουσε μακρινές τις φωνές τους πίσω απ’ το φρύδι.
Λόγια δεν ξεχώριζε. Ο θάνατος
είχε κιόλας αρχίσει.
Καθώς στεκόταν στον κρατήρα
με πρόσωπο αποστρεφόμενο, χωρίς
να θέλει να ξέρει το μελλούμενο
που άλλωστε πια και δεν τον αφορούσε
έσκυψε ο γέρος αργά, έλυσε προσεχτικά
το σάνδαλό του από το πόδι του
το ’ριξε, χαμογελώντας, ένα δυο βήματα πιο πέρα.
Έτσι που να μην μπορέσουν να τό ’βρουν αμέσως,
αλλά αρκετά νωρίς. Δηλαδή, πριν σαπίσει.
Τότε μόνο
πήγε στον κρατήρα.
Σαν οι φίλοι του
γύρισαν κάτω χωρίς αυτόν, έχοντας ψάξει για κείνον
άρχισε, τις επόμενες εβδομάδες και τους μήνες
να νιώθεται
ο θάνατός του, έτσι ακριβώς όπως το θέλησε.
Σιγά σιγά, σαν σύννεφα
που απομακραίνουν στον ουρανό,
αναλλοίωτα, μόνο μικρότερα γινόμενα,
γλιστρώντας προς τα πέρα
άμα πάψει να τα βλέπει κανείς
μακριά, πολύ μακριά άμα ξανά τα αναζητήσει,
ίσως κιόλας
μπερδεύοντας το ένα μέσα στο άλλο τους το σχήμα τους
έτσι ο ίδιος ξεμάκραινε από τη μνήμη τους,
από τις συνήθειές τους, κατά τρόπο
συνηθισμένο, συνηθιζόμενο.
Και τότε διαδόθηκε η φήμη πως δεν
πέθανε, γιατί δεν ήτανε θνητός, έτσι ελέχθηκε.
Μυστήριο τον περιέβαλε. Θεωρήθηκε πιθανό
πως έξω από τον γήινο υπήρχε κι άλλος κόσμος,
πως στην τροχιά του ανθρώπινού του βίου
υπάρχουν και παραλλαγές για τον μοναδικό, τον ένα·
τέτοιες ανόητες φλυαρίες ακούστηκαν.
Ωστόσο, κείνον τον καιρό, βρέθηκε το σαντάλι του
το πέτσινο, το απτό, το φθαρμένο, το γήινο!
Αφημένο εκεί για όσους
αρκεί να μην βλέπουν κάτι
για ν’ αρχίσουν να το πιστεύουν.
Τα τέλη των ημερών του
ξανάγιναν έτσι φυσικά.
Είχε πεθάνει, σαν όλους τους άλλους, όμοια.

Bertolt Brecht. 1978. "Το σάνδαλο του Εμπεδοκλέους". Μετ. Θ. Δ. Φραγκόπουλος. Το Δέντρο 5 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1978): 220-221.