Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Roderick Beaton

Τα παιδιά της Αριάδνης

Μετάφραση: Αγορίτσα Μπακοδήμου

(απόσπασμα)


7

Ευρώπη


[…]

Ήταν η τελευταία μέρα του Μαρτίου του 1920. Είχαν ξεριζώσει τ’ αμπέλια από τη στενόμακρη επίπεδη κορυφή του Κουλάντεπε, μια λωρίδα ξερής γης ανάμεσα στους ελαιώνες. Στο σκοτάδι πριν από την αυγή, οι εργάτες που είχε επιστρατεύσει ο Λάιονελ από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν με τις αξίνες, τα φτυάρια και τα ψάθινα ζεμπίλια τους, στα οποία θα μάζευαν τα ευρήματα κάθε μέρας. Οι εργάτες ήταν περίπου εκατό, μισοί μουσουλμάνοι και μισοί χριστιανοί. Ο Λάιονελ είχε επιμείνει σ’ αυτό παρά τις διαμαρτυρίες του επισκόπου του Κάστρου, που τον είχε ενημερώσει ότι το όνειρο όλων των Ελλήνων ήταν ν’ απελευθερώσουν τους αδελφούς τους στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη από το μουσουλμανικό ζυγό. Όμως ο Λάιονελ ήταν ανένδοτος: στην Κρήτη, απ’ ό,τι έβλεπε, και οι δύο θρησκευτικές κοινότητες είχαν ζήσει η μια πλάι στην άλλη για αιώνες, και όλοι όσοι ζούσαν στο νησί έπρεπε να έχουν μερίδιο στις ανακαλύψεις στα Άνω Μέρη. Ο Λάιονελ ήταν αποφασισμένος να γίνουν όλα με δικαιοσύνη.

Τα ημερομίσθια που πλήρωνε ο μιλόρδος δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα εκείνες τις μέρες μετά τον πόλεμο που ήταν γεμάτες αβεβαιότητα. Η Κρήτη δεν είχε ανασκαφεί σε τέτοια κλίμακα από την εποχή των πρώτων ανασκαφών του Έβανς στην Κνωσό είκοσι χρόνια πριν. Τα μάτια των κατοίκων του νησιού —και του κόσμου ολόκληρου, ο Λάιονελ είχε φροντίσει γι’ αυτό— ήταν στραμμένα στα Άνω Μέρη εκείνη την παγερή μέρα του Μάρτη του 1920.

Οι άντρες τραγουδούσαν χωρίς συγχρονισμό καθώς ανέβαιναν με κόπο το μονοπάτι απ’ το χωριό. Ο Λάιονελ και η ομάδα του είχαν στήσει σκηνές λίγο πριν από την κορυφή του λόφου, κι ένας ένας οι Ευρωπαίοι ξεπρόβαλλαν απ’ τα ανοίγματα των σκηνών στο δυνατό αέρα. Στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των επιστατών και των ειδικών που δούλευαν στο χώρο θ’ αυξομειωνόταν ανάλογα με την τύχη των ανασκαφών, πάντως όμως ήταν ένα μικρό ποσοστό του αριθμού των Κρητών εργατών που απασχολούνταν εκεί. Εκείνη τη μέρα του Μάρτη υπήρχαν μόνο τέσσερις: ο Μπέρτι Σο, ένας αρχαιολόγος με μαλλιά στο χρώμα της άμμου και ήρεμη ομιλία από το Νότιγχαμ, τον οποίο ο Λάιονελ είχε βουτήξει το προηγούμενο καλοκαίρι από την Κοιλάδα των Βασιλέων· ο Άνγκους Κράμοντ, ένας τραχύς αρχιτέκτονας από τις δυτικές ακτές της Σκοτίας που ο Λάιονελ γνώριζε χρόνια και ήξερε πως ήταν, μεταξύ άλλων, έξοχος σχεδιαστής· ο Ράινχαρντ Κρόιτσενμπεργκερ, που ακόμα υπέφερε από την προσβολή που του έκαναν διαλέγοντάς τον μέσ’ από τους άνεργους αβανγκάρντ καλλιτέχνες του Μονάχου για ν’ αποκαταστήσει τις μινωικές τοιχογραφίες και ο ίδιος ο Λάιονελ. Ο αέρας που ανέβαινε όσο φώτιζε η μέρα τούς έκοβε την ανάσα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των εργατών που είχαν ώς τώρα σχηματίσει ομάδες, όλοι εκτός απ’ τον Λάιονελ έδεσαν μαντίλια μπροστά στο στόμα και τη μύτη τους. Μέχρι να τελειώσει η μέρα η σκόνη θα ήταν κάτι το τρομερό.

Την ώρα που ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω απ’ τις οδοντωτές απόκρημνες κορυφές του Γιούχτα στην άλλη άκρη της πεδιάδας, όλα ήταν έτοιμα για ν’ αρχίσει η επίθεση. Είχαν μετρήσει τα χαντάκια και τα αναχώματα και τα είχαν σημαδέψει με σπάγγο και πασσάλους. Κύκλοι από πέτρες υποδείκνυαν τα σημεία όπου θα στοιβαζόταν το χώμα που θα έβγαζαν απ’ τα χαντάκια. Ο Λάιονελ, εγκατεστημένος σαν στρατηγός στο κέντρο των επιχειρήσεων της περιοχής, κάλεσε τον επικεφαλής του. Ο Μανόλης Λάσκαρης, που μαζί με τον αδελφό του τον Γιάννη είχαν διωχτεί από την κορυφή του λόφου του Κουλάντεπε, έκανε ένα βήμα μπροστά με μια λαμπερή καινούρια σφυρίχτρα στο λαιμό του. Ο Μανόλης, που από καιρό σούφρωνε αρχαία από το χώρο και, όπως αναγνώριζε με την ψυχή του ο Λάιονελ, ήταν αξεπέραστος στο να μαντεύει το σωστό σημείο του εδάφους και να διακρίνει και τα πιο μικρά αντικείμενα που μπορούσαν να βρεθούν από κάτω, ήταν η πρώτη επιλογή του Λάιονελ για επικεφαλής των εργατών. Στην αρχή ο Μανόλης είχε αρνηθεί απότομα ακόμα και να το σκεφτεί, δεν ήθελε καν να μιλήσει με τους μεσάζοντες που του έστελνε ο Λάιονελ. Όμως ακόμα κι ο Μανόλης, που είχε γυρίσει σκληραγωγημένος και λιγομίλητος από το μακεδονικό μέτωπο, στο τέλος υποχώρησε. Ο Μπέρτι Σο ήταν επιφυλακτικός ως προς το διακανονισμό: πώς το έλεγαν, βάλ’ τον κλέφτη να σου πιάσει τον κλέφτη; Όμως ο Λάιονελ ήταν ανένδοτος και τώρα, απ’ ό,τι φαινόταν, κανείς δεν είχε μαγευτεί τόσο πολύ από τον μιλόρδο όσο ο Μανόλης, ο οποίος, τη στιγμή που ο θείος του σπαταλούσε μήνα το μήνα ό,τι είχε απομείνει από την οικογενειακή περιουσία σ’ ένα μάταιο δικαστικό αγώνα ν’ ακυρώσει την αγοραπωλησία της γης και να διώξει το μισητό κατακτητή, είχε ήδη αρχίσει να κερδίζει το σεβασμό των συγχωριανών του για τη σύνεση με την οποία ασκούσε την εξουσία που του είχε παραχωρήσει ο Λάιονελ.

Τώρα, καθώς ο Λάιονελ σήκωσε το χέρι του σαν να χαιρετούσε τον ήλιο που είχε ανατείλει, ο Μανόλης σφύριξε τη σφυρίχτρα του. Με στρατιωτική ακρίβεια η επίθεση ξεκίνησε ταυτόχρονα σε πολλά μέρη του χώρου. Η σκόνη σηκωνόταν σύννεφο από την κορυφή του Κουλάντεπε. Οι εργάτες έσκυβαν και ξανασηκώνονταν, πολλοί απ’ αυτούς, καθώς προχωρούσε η μέρα, γυμνοί απ’ τη μέση και πάνω· τα ζεμπίλια γέμιζαν και μεταφέρονταν στη σκηνή με τα ευρήματα για να γίνει αργότερα το ξεδιάλεγμα· παραφορτωμένα καροτσάκια κυλούσαν στα στενά αναχώματα και τις σανίδες που οδηγούσαν στους σωρούς με τα μπάζα που υψώνονταν ολόγυρα. Εκείνο το πρωινό ο Λάιονελ σκεφτόταν πως αυτό το μέρος είχε να δει τόση κίνηση από την εποχή που ανέβηκαν εδώ πάνω οι πρώτοι χτίστες, με τους λειασμένους κυβόλιθους και τις ομάδες δούλων τους, για ν’ αρχίσουν την κατασκευή του ανακτόρου που τώρα, μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια, άρχιζε να ξαναβγαίνει στο φως της μέρας.

Ο Λάιονελ είχε ήδη ενημερώσει τους εκπροσώπους του παγκόσμιου τύπου πριν από μια βδομάδα, στο σαλόνι του ξενοδοχείου Εξέλσιορ στο Κάστρο: αυτό που ήλπιζε να βρει η αποστολή ήταν ένα μικρό ανάκτορο της μινωικής δυναστείας των ιερέων-βασιλιάδων, που σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις ήταν εξαιρετικά πλούσιο σε έργα τέχνης, τέτοιας ποιότητας και σε τόσο καλή κατάσταση που όμοιά τους δεν είχαν βρεθεί ώς τότε στο νησί. Η γεμάτη αυτοπεποίθηση αισιοδοξία του, όπως το περίμενε, αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά από τους κυρίους του τύπου και σήμερα ανταμειβόταν: με μεγάλη του ευχαρίστηση έβλεπε ότι μερικοί απ’ αυτούς είχαν υπομείνει τις δυσκολίες του ταξιδιού ώς τα Άνω Μέρη και είχαν τρυπώσει με προσμονή, κρατώντας σημειωματάρια και φωτογραφικές μηχανές, μέσα στα κλαδιά των λιόδεντρων στην άκρη του χώρου. Όταν οι άντρες έκαναν διάλειμμα για κολατσιό, ένα απλό πρωινό από παξιμάδια, ελιές και τυρί, και τσικουδιά από παλιά ασκιά που μύριζαν κατσικίλα, ο Λάιονελ φρόντισε να πάνε λίγο και σ’ αυτούς που ήταν πάνω στις ελιές. Οι δημοσιογράφοι ήθελαν τα πράγματα που θα προκαλούσαν αίσθηση να γίνουν γρήγορα. Ο Λάιονελ, ως αρχαιολόγος, ήξερε πως είχε όλο τον καιρό μπροστά του. Λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά και ως αρθρογράφος, συμμεριζόταν την ανυπομονησία των δημοσιογράφων. Ένα θεαματικό εύρημα σήμερα άξιζε τέσσερα ή πέντε ευρήματα αύριο ή σε μια βδομάδα. Και παρακινημένος από αυτές τις σκέψεις, περιδιάβαινε στο χώρο όσο διαρκούσε η αναγκαστική διακοπή για το κολατσιό, σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας τις γροθιές του, με τα νύχια του να χώνονται βαθιά στις παλάμες του.

Καθώς η μέρα προχωρούσε και από τη φαλακρή κορυφή του Κουλάντεπε άρχιζαν να αναδύονται γυμνά και άκαμπτα τα κόκαλα και οι συσπασμένοι μύες του προϊστορικού οικοδομήματος, οι υπεύθυνοι της ανασκαφής συνειδητοποίησαν πως το αρχαίο ανάκτορο που έφερναν στο φως είχε τελειώσει τις μέρες του βίαια. Είχαν καταστραφεί πόρτες και γιγάντιες μυλόπετρες είχαν αναποδογυρίσει. Τα αγγεία, που ήταν άφθονα και γέμιζαν σειρές από ξέχειλα ζεμπίλια, ήταν σκορπισμένα σε μεγάλα τόξα πάνω στα αρχαία πατώματα. Όπου ο σοβάς έμενε ακόμα κολλημένος στις σπασμένες παραστάδες, ήταν ραγισμένος και σε πολλές μεριές μαυρισμένος από τη φωτιά, όπως είχε δει ο Λάιονελ και στην Κνωσό. Πού και πού ο Λάιονελ έδειχνε στην ομάδα του πώς είχαν γλείψει τους τοίχους οι γλώσσες τις φωτιάς, που τα ίχνη τους αναγνωρίζονταν στα κυματιστά μαύρα σημάδια, ενισχυμένες από τον ίδιο νότιο άνεμο που σήμερα σήκωνε τη σκόνη γύρω από τα πόδια τους και τη μετέφερε μακριά πάνω απ’ την εύφορη πεδιάδα μέχρι τη θάλασσα. Ακόμα και στην έξαψη εκείνου του πρώτου πρωινού ο Λάιονελ ένιωθε ξανά τη μελαγχολία που είχε αισθανθεί χρόνια πριν στην Κνωσό. Μια σύγχυση, σχεδόν θυμό: ποιος θα μπορούσε να το είχε κάνει αυτό πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια ή και παραπάνω; Και γιατί;

Όμως πριν τελειώσει το σκάψιμο εκείνο το πρωινό, η ανυπομονησία του Λάιονελ ανταμείφθηκε. Ο Μανόλης ήταν (φυσικά) αυτός που παρατήρησε το διαφορετικό χρώμα και την υφή ενός αντικειμένου που προεξείχε από το μαυρισμένο έδαφος στη διατομή του χαντακιού, εκείνος το έσκαψε επιδέξια γύρω γύρω μ’ ένα μυστρί μέχρι που, σαν τη μαία που βγάζει το μωρό στον κόσμο, σκέφτηκε ο Λάιονελ, κατάφερε να τραβήξει ένα αντικείμενο ακανόνιστου σχήματος, περίπου δέκα πόντους μακρύ, γκριζόμαυρο απ’ το μισοκαμένο πηλό στον οποίο βρισκόταν, από την τρύπα που είχε ανοίξει και να το παραδώσει στον Λάιονελ.

Στα διπλανά χαντάκια η δουλειά είχε σταματήσει, όλοι τέντωναν τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν.

«Πίσω στη δουλειά!» μούγκρισε ο Λάιονελ σε αποτελεσματικά, αν και χωρίς ιδιωματικά στοιχεία, κρητικά ελληνικά.

Κι ο Μανόλης ακολούθησε σφυρίζοντας με τη σφυρίχτρα του. Καθώς οι εργάτες γύριζαν πίσω στα χαντάκια τους, ο Λάιονελ είπε στον Μπέρτι Σο, που έτυχε να στέκεται πιο κοντά του:

«Σο, κατέβασε σε παρακαλώ αυτούς τους πιθήκους απ’ τα δέντρα. Αυτό θα τους ανοίξει τα μάτια».

Έφεραν νερό από το πηγάδι και καθάρισαν το αντικείμενο απ’ τον πηλό που είχε απομείνει πάνω του. Ο Λάιονελ και ο στενός κλοιός από αρχαιολόγους και δημοσιογράφους που μαζεύονταν τώρα γύρω του είχαν μάτια μόνο για τη γυναικεία μορφή με το αλλοιωμένο χρώμα που ερχόταν στο φως. Ήταν φτιαγμένη από λεπτή πορσελάνη που κάποτε ήταν ζωγραφισμένη. Οι μπογιές είχαν τρέξει κι είχαν ανακατευτεί με το χώμα στο οποίο είχε βρεθεί. Η πελώρια φούστα σε σχήμα καμπάνας με τις επτά πτυχές, η απίστευτα λεπτή μέση και τα πλούσια γυμνά στήθη ήταν ήδη γνωστά στον Λάιονελ από παρόμοιες μορφές που είχε δει σε φωτογραφίες και στο μουσείο του Κάστρου. Στο κεφάλι της φορούσε ένα επίπεδο καπέλα ή τιάρα, που έδινε την εντύπωση ότι διέστρεφε τα χαρακτηριστικά της ελαφρά προς τα κάτω. Αυτό που τράβηξε την προσοχή όσων κοίταζαν ήταν το έξοχο πλάσιμο του προσώπου. Το σαγόνι της ήταν μυτερό και το στόμα της παριστανόταν με μια σταθερή, ευθεία γραμμή. Κάτω από τα τοξωτά φρύδια της τα μάτια της ήταν τεράστια, με έντονα βαμμένες κόρες που έδειχναν διεσταλμένες και φαίνονταν να κοιτάζουν με παράξενη ένταση. Ο Λάιονελ πέρασε το δάχτυλό του πάνω απ’ τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά της. Ήταν το πρόσωπο ενός μικρού κοριτσιού. Ξανάβλεπε σ’ αυτό την υπόσχεση της θηλυκής ομορφιάς, του ύφους και του γέλιου που είχε αντικρίσει για λίγο στο δέμα που είχαν ξεδιπλώσει μπροστά του ο Μανόλης και ο Γιάννης και το είχαν ξανακλείσει άρον άρον εκείνο το μακρινό απόγευμα στην Κνωσό που τον είχε κάνει να ξεκινήσει για τα Άνω Μέρη. Στα μάτια αυτής της πορσελάνινης μορφής υπήρχε και κάτι άλλο: ήταν τα μάτια μιας ιέρειας ή μιας θεάς, που είχαν το προνόμιο να βλέπουν μέσα στα μυστήρια των πραγμάτων.

Όμως αυτή η θεά είχε φθαρεί από τη μακρά παραμονή της κάτω απ’ τη γη. Τα χέρια της, που κάποτε θα πρέπει να ήταν προτεταμένα, έλειπαν, κομμένα ακριβώς κάτω απ’ τον ώμο. Ο χρόνος την είχε αφήσει ελκυστικά και μελαγχολικά ευάλωτη. Ο Λάιονελ αισθάνθηκε την κτητική τρυφερότητα ενός πατέρα καθώς σήκωσε το αγαλματάκι και το ζύγισε στο χέρι του, νιώθοντας το ελάχιστο βάρος του στην παλάμη του.

Έπειτα, ξυπνώντας απ’ την ονειροπόλησή του, σήκωσε ψηλά το αγαλματάκι προς τους δημοσιογράφους που συνωστίζονταν.

«Κύριοι, επιτρέψτε μου να σας συστήσω. Αυτή είναι η Αριάδνη, η παρθένα ιέρεια και κόρη του βασιλιά Μίνωα. Η Αριάδνη που έδωσε στον Θησέα το μίτο για να μη χαθεί μέσα στο Λαβύρινθο. Χωρίς την Αριάδνη ο Θησέας ποτέ δεν θα κατάφερνε να σκοτώσει τον Μινώταυρό και να βγει απ’ το Λαβύρινθο ζωντανός. Χωρίς την Αριάδνη κανένας παρείσακτος δεν θα είχε μάθει ποτέ το μυστικό του. Αριάδνη, σου παρουσιάζω τους κυρίους του Τύπου. Καλωσορίσατε, κύριοι, στο θερινό ανάκτορο της Αριάδνης!»

Ακούστηκαν επευφημίες κι όλοι άρχισαν να γράφουν βιαστικά στα σημειωματάρια. Φωτογραφικές μηχανές βούιζαν κι έκαναν το χαρακτηριστικό κλικ. Μέσα σ’ εκείνη τη μαρτιάτικη ανεμοθύελλα του 1920 κάτι είχε γεννηθεί στο φως της ημέρας και είχε πάρει το όνομα που έπρεπε. Η Αριάδνη και το θερινό της ανάκτορο ήταν ξανά μέρος της Ιστορίας.


Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή μιας σειράς ανακαλύψεων που συντάραξαν και ενθουσίασαν τον εξαντλημένο κόσμο εκείνη τη δεύτερη μεταπολεμική άνοιξη. Μέσα στη μεθυστική επιτυχία εκείνων των ημερών, οι τίτλοι των εφημερίδων και οι ιστορίες στα εικονογραφημένα περιοδικά έφταναν σ’ ολόκληρο τον κόσμο και διαβάζονταν παντού. «Τα καλύτερα των Βρετανών!», έτσι διαφήμιζαν τα λαϊκά δημοσιεύματα τον αναμφισβήτητο συνδυασμό τύχης και διαίσθησης που ήταν το σήμα κατατεθέν εκείνης της πρώτης θριαμβευτικής περιόδου, ενώ η Μόρνινγκ Ποστ έγραφε με πιο λυρικό τρόπο ότι ο ήλιος δεν θα έδυε ποτέ στην Αυτοκρατορία όσο τα προικισμένα τέκνα της θα συνέχιζαν να περιδιαβαίνουν στον κόσμο με αυτοπεποίθηση και με έντονη ανεξαρτησία πνεύματος και μέσων, ακολουθώντας ταυτόχρονα τα χνάρια των μεγάλων Βρετανών πρωτοπόρων και εξερευνητών του προηγούμενου αιώνα.

Και πρέπει να πούμε εδώ ότι ο Λάιονελ απολάμβανε όλη αυτή τη δόξα. Είχε κλείσει απότομα τις καταρρακτές που οδηγούσαν στη δική του ακρωτηριασμένη προηγούμενη ζωή. Ο Λάιονελ εκείνους τους πρώτους μήνες του θριάμβου ζούσε μονάχα για ένα παρελθόν που είχε τελειώσει τρεις χιλιάδες χρόνια πριν· το μέλλον του ήταν το μέλλον της ανασκαφής. Της δικής του ανασκαφής. Η σφραγίδα του Λάιονελ Ρόμπερτσον ήταν η εγγύηση για τα ευρήματα που μετέφεραν τώρα κάρα ολόκληρα στο μουσείο του Κάστρου για να μελετηθούν περαιτέρω και τελικά να εκτεθούν — όπου βρίσκονται ακόμα σήμερα, ανάμεσα στους σπουδαιότερους θησαυρούς εκείνου του αυστηρού οικοδομήματος από χρωματισμένο σκυρόδεμα, με τους δύστροπους φύλακες και τις αποχετεύσεις που σίγουρα θα αηδίαζαν κάθε Μινωίτη. Και χάρη στο γρήγορο μυαλό και στην αποφασιστική φαντασία του κατάφερε να βάλει τάξη σ’ όλο το συνονθύλευμα από γκρεμισμένους τοίχους και θεμέλια, στη λαβυρινθώδη πολυπλοκότητα των αποθηκών και των εργαστηρίων, των διαδρόμων και των κλιμακοστάσιων, και να ανασυστήσει για χάρη του κόσμου το θερινό ανάκτορο της Αριάδνης. Εξάλλου ο Λάιονελ, ατρόμητος μπροστά στον κίνδυνο, ήταν ο πρώτος που εισχώρησε στη σφραγισμένη αίθουσα του θρόνου, στο χαμηλότερο πάτωμα της δυτικής πτέρυγας, που θα ανακάλυπταν ότι έκρυβε, όπως πίστευε ακλόνητα μέχρι το θάνατό του, το μυστικό του αρχαιότερου πολιτισμού στην Ευρώπη.

Η αίθουσα του θρόνου χρωστούσε την επιβίωσή της σ’ έναν τυχαίο συνδυασμό περιστάσεων. Ανήκε σε μια σειρά από δωμάτια που είχαν χτιστεί σε επάλληλες πεζούλες στην απότομη δυτική πλαγιά του λόφου και είχαν κρατηθεί στη θέση τους μέσα στους αιώνες χάρη στο γιγάντιο αντέρεισμα που είχε τραβήξει την προσοχή του Λάιονελ όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά το χώρο. Η κατάρρευση των δωματίων από πάνω της, πιθανότατα στην εποχή της πυρκαγιάς που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου ανακτόρου, έφραξε την είσοδο του δωματίου αφήνοντάς το σχεδόν ανέπαφο. Μολονότι τα περιεχόμενά του είχαν πάθει μεγάλη ζημιά από την υγρασία, κι οι στριφτές ρίζες των λιόδεντρων, που ήδη κι αυτά ήταν πιθανότατα εκατοντάδων χρόνων, είχαν τρυπήσει κάποια στιγμή την οροφή του, εντούτοις αυτό το δωμάτιο είχε τουλάχιστον γλιτώσει από την καταστροφή της πυρκαγιάς.

Η στενή τρύπα, όπου αναπάντεχα είχε χωθεί η αξίνα ενός εργάτη αποκαλύπτοντας τον από πίσω χώρο, μεγάλωσε γρήγορα. Έφτιαξαν πριονίζοντας ξύλινα υποστυλώματα στο σωστό μέγεθος και δημιούργησαν ένα άνοιγμα αρκετά μεγάλο για να χωράει ένας άντρας να συρθεί μέσα του. Σφίγγοντας έναν δυνατό ηλεκτρικό φακό ανάμεσα στα δόντια του —θα είχε ανάγκη και τα δυο του χέρια για να κινείται εκεί μέσα και να απομακρύνει τα χαλάσματα που έδειχναν έτοιμα να πέσουν απ’ την οροφή από στιγμή σε στιγμή— ο Λάιονελ αγνόησε όλες τις διαμαρτυρίες κι έχωσε το κεφάλι και τους ώμους του στο σκοτεινό άνοιγμα.

Καθώς σηκώθηκε όρθιος στον περικλεισμένο χώρο και πέρασε το φακό στο χέρι του φωτίζοντας γύρω του, δεν μπόρεσε να πνίξει μια κραυγή θαυμασμού. Έβλεπε ό,τι είχε ανέκαθεν ονειρευτεί. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν ήταν δυνατό να είχε σταθεί εδώ μετά από την ημέρα της καταστροφής. Λαίμαργα, γεμάτος περιέργεια, ρουφούσε μέσα στα πνευμόνια του τον αέρα του θαλάμου που μύριζε κλεισούρα. Μύριζε υγρασία, χώμα και σαπίλα, εκείνος όμως φανταζόταν πως υπήρχε επίσης ένα πολύ λεπτό άρωμα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει και δεν θα ’ξερε πώς να το περιγράψει. Του θύμιζε τη μυρωδιά —μάλλον όχι τη μυρωδιά, πολύ δυνατή λέξη, την ατμόσφαιρα καλύτερα— ενός γαλλικού καφενείου τις πρώτες πρωινές ώρες, από πολυκαιρισμένο κρασί και από καπνό πούρου. Του θύμιζε αυτή την καπνίλα την ανακατεμένη με καφέ που έβραζε, μυρωδιά που είχε συνδυάσει με τους μεγαλύτερους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Ευρώπης· το επίμονο άρωμα από τηγανητό μπέικον και λαρδί στην κορυφή της πίσω σκάλας της λέσχης του στο Λονδίνο. Ο αέρας που εισέπνεε και γευόταν μ’ αυτά τα αντικρουόμενα συναισθήματα δεν έμοιαζε σε τίποτα με τις αναμνήσεις που ξυπνούσε μέσα του. Του έφερνε στο νου τη μυρωδιά της στάχτης από μια γλυκύτητα που είχε χαθεί από καιρό, τη μυρωδιά από μέλι και κρασί τόσο παχύρρευστο και μαύρο σαν μελάσα, κι ένα άρωμα γυναίκας. Όλα αυτά βέβαια ήταν στη φαντασία του: δεν θα μπορούσε να ονομάσει ούτε τότε ούτε αργότερα ποια ήταν ίσως τα ακριβή συστατικά του. Όμως καθώς έβγαζε τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του (και αναρωτιόταν εκ των υστέρων τι είδους ολέθριοι βάκιλοι να είχαν αναπτυχθεί ανεμπόδιστοι εδώ κάτω για να εκδικηθούν αυτόν που παραβίαζε το άδυτό τους), ήξερε πως είχε αγγίξει με τις αισθήσεις του την τελευταία διατηρημένη ανάσα ενός χαμένου πολιτισμού προτού αυτή σκορπιστεί στην περιβάλλουσα ατμόσφαιρα του σήμερα.

Τα πόδια του συνέθλιψαν τα συντρίμμια που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Το μοναδικό στοιχείο που θα αποδείκνυε μια για πάντα το σκοπό αυτού του δωματίου, ο οποίος ακόμα και στις μέρες του Νταν είναι αντικείμενο έντονων διαφωνιών μεταξύ των επαγγελματιών αρχαιολόγων, είναι σχεδόν βέβαιο ότι καταστράφηκε ολοκληρωτικά αυτά τα πρώτα λεπτά του θαυμασμού του Λάιονελ.

Επειδή εκείνος είχε στρέψει όλη του την προσοχή στους τοίχους.

Στη μέση του πλαϊνού τοίχου του θαλάμου υπήρχε ένα χαμηλό κάθισμα από στιλβωμένο γύψο. Ο θρόνος της Αριάδνης, αποφάνθηκε αμέσως. Αυτό όμως που δεν μπορούσε καλά καλά να πιστέψει, καθώς πηγαινοέφερνε το φακό του δεξιά και αριστερά του θρόνου, ήταν οι τοιχογραφίες που έπιαναν τις τρεις πλευρές του δωματίου. Η τέταρτη πλευρά ήταν ανοιχτή και μόνο οι πέτρινες βάσεις είχαν απομείνει από την κιονοστοιχία που στήριζε την οροφή. Ο Λάιονελ μάντευε πως παραπέρα θα υπήρχε μία από τις ορθογώνιες οπές οι οποίες, πριν καταρρεύσουν τα πάνω πατώματα, θα οδηγούσαν μέσω ενός φεγγίτη στον εξωτερικό αέρα και οι οποίες ήταν γνωστές στους αρχαιολόγους της εποχής ως «δεξαμενές καθαρμού». Δεν ήταν όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή του, καθώς ξανάρχισε να χτενίζει με το φακό του, πιο αργά αυτή τη φορά, τους τρεις τοίχους του θαλάμου που απέμεναν. Οι τοιχογραφίες ξεκινούσαν απ’ το πάτωμα κι έφταναν ώς το χαμηλό ταβάνι. Στο φως του φακού του οι Μινωίτες έπαιρναν ζωή μπροστά στα σαστισμένα μάτια του Λάιονελ. Σε μια βραχώδη ακτή νεαρά κορίτσια με εφαρμοστούς χιτώνες και φούστες με έντονες πτυχώσεις χόρευαν και έπαιζαν. Οι βράχοι, βαμμένοι με ζωηρά χρώματα, ξεκινούσαν απ’ το πάτωμα και είχαν κωνικά σπειροειδή σχήματα. Τα κορίτσια, όπως φαίνονταν στον Λάιονελ, κοίταζαν με αγωνία τη θάλασσα, μία μάλιστα είχε σηκώσει ελαφρά το πόδι της σαν να ετοιμαζόταν να μπει στο νερό. Νιώθοντας την έξαψή του να μεγαλώνει, ο Λάιονελ παρακολούθησε την ιστορία στο διπλανό τοίχο. Εδώ, στο βάθος ενός απαλού τιρκουάζ, ήταν ο ταύρος, που έμοιαζε πιο πολύ να γλιστράει πάνω στο νερό παρά να κολυμπάει, με τα δυνατά ισχία του να διακρίνονται πάνω απ’ τον αφρό που σήκωνε στο πέρασμά του. Καβάλα πάνω του καθόταν ένα κορίτσι που κρατιόταν σφιχτά απ’ τα κέρατά του, με τα πλούσια στήθη της γυμνά και μια έκφραση πιθανόν θρησκευτικού δέους στο πρόσωπό της, η οποία έμοιαζε να είναι το επίκεντρο ολόκληρης της περίπλοκης σύνθεσης: πριγκίπισσα, ιέρεια, θεά; Και στον τελευταίο τοίχο, κατεστραμμένη από την υγρασία αλλά αναγνωρίσιμη σε όλο το περίγραμμά της απ’ την εξημμένη φαντασία του Λάιονελ, βρισκόταν η Κρήτη, ένα βουκολικό τοπίο με αγριολούλουδα και πουλιά, οι χιονοσκέπαστες κορυφές της Ίδης, του σημερινού Ψηλορείτη, κι εκεί στον κάμπο οι προς τα κάτω λεπτυνόμενοι κίονες ενός ανακτόρου, ίσως του ίδιου του θερινού ανακτόρου της Αριάδνης, που από τις επίπεδες οροφές του έβγαιναν θριαμβευτικά ένα ζευγάρι σχηματοποιημένα κέρατα, τα κέρατα του θαλάσσιου ταύρου.

Ο ενθουσιασμός του Λάιονελ καθώς έβγαινε μπουσουλώντας έξω στο φως δεν μπορούσε να εκφραστεί με λογικές κουβέντες.

«Είναι η ιστορία της Ευρώπης», είπε ασθμαίνοντας, δείχνοντας προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει. «Η Ευρώπη και ο ταύρος. Εκεί μέσα, ζωγραφισμένη στους τοίχους. Η Ευρώπη που μεταφέρεται από τη θάλασσα στην Κρήτη. Είναι η αρχή, δεν το βλέπετε; Η αρχή των πάντων!»


Αργότερα την ίδια μέρα, με το μυαλό του κάπως περισσότερο συγκεντρωμένο, ο Λάιονελ κάθισε να γράψει την αναφορά του στη Μόρνινγκ Ποστ, που θα δημοσιευόταν ταυτόχρονα σε πολλές εφημερίδες του κόσμου. Αμέσως μετά την ανακάλυψη λίγο έλειψε να πιαστεί στα χέρια με τον ήπιο, γλυκομίλητο Μπέρτι Σο. Είχε δώσει εντολή αμέσως να στείλουν μέσα εργάτες να υποστυλώσουν την οροφή, ώστε να μπορέσει να γίνει σωστή εξέταση των παραστάσεων. Όμως ο Σο ήταν ανένδοτος. Πρώτα έπρεπε να καταγραφούν και να μεταφερθούν τα ευρήματα στο πάτωμα.

«Ξέρεις πόση ζημιά έκανες κιόλας εκεί μέσα;» τον είχε επιτιμήσει με αχαρακτήριστη δριμύτητα ο Μπέρτι κι ο Λάιονελ ξέσπασε:

«Εκεί μέσα, Σο, υπάρχει το εύρημα του αιώνα. Η οροφή ίσως καταρρεύσει, τα χρώματα ίσως ξεθωριάσουν τώρα που είναι εκτεθειμένα στον αέρα. Κι εσύ το μόνο που σκέφτεσαι είναι η στρωματογραφία

Όμως ο Μπέρτι είχε περάσει το δικό του, προθυμοποιούμενος να μπει ο ίδιος μέσα με τον Μανόλη και να καταγράψει τη θέση τουλάχιστον των πιο σημαντικών από τα αντικείμενα στο πάτωμα. Κατά συνέπεια ο Λάιονελ δεν θα μπορούσε να ξαναεπισκεφθεί το εύρημά του παρά την επόμενη μέρα το νωρίτερο, και να καθησυχάσει τη βασανιστική ανησυχία του μήπως η απροφύλακτη έκθεση στον αέρα τις ώρες που μεσολαβούσαν έσβηνε τις γραμμές και τα χρώματα που είχαν ξεπηδήσει με τέτοια ζωντάνια στην ακτίνα του φακού του. Έτσι, αρκέστηκε να μείνει ξύπνιος ώς αργά στο φως μιας λάμπας πετρελαίου στη σκηνή του περιγράφοντας ό,τι είχε δει και ερμηνεύοντάς το, όπως ήταν η συνήθειά του, για τους μη ειδικούς αναγνώστες σ’ όλο τον κόσμο:


Ο μύθος της Ευρώπης, που την άρπαξε ο Δίας μεταμορφωμένος σε θαλάσσιο ταύρο και έκανε μαζί της τον Μίνωα, τον πρώτο βασιλιά της Κρήτης θεωρείται εδώ και πολύ καιρό μια από τις λιγότερο παιδαγωγικές ιστορίες με τις οποίες οι μορφωμένοι της κλασικής αρχαιότητας σκότωναν τις ώρες τις ανίας τους, γι’ αυτό και έχει υποβιβαστεί στο βασίλειο των καλαίσθητων παραμυθιών. Όμως η επιστήμη της αρχαιολογίας έχει κάνει τεράστια άλματα στο να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της πραγματικής ιστορίας πίσω απ’ τους ιστούς και το υφάδι των θρύλων που παραδόθηκαν πριν ακόμη επινοηθεί η γραφή: πίσω απ’ τους θρύλους του Ομήρου για την Τροία υπάρχει μια αληθινή ακρόπολη, τα πλούτη της οποίας ήρθαν στο φως απ’ τους αρχαιολόγους· πίσω απ’ το θρύλο του βασιλιά Μίνωα και του Λαβύρινθού του υπάρχουν τα δαιδαλώδη ανάκτορα της Κρήτης, από τα οποία το θερινό ανάκτορο της Αριάδνης είναι το τελευταίο, και ίσως το πλουσιότερο, που έρχεται στο φως.

Η σπουδαιότητα του σημερινού ευρήματος είναι ότι αποδεικνύει πόσο εκπληκτικά αρχαίος είναι ο μύθος της Ευρώπης. Γνωρίζοντας τώρα πλέον, χάρη στις ανακαλύψεις στα Άνω Μέρη, ότι οι ίδιοι οι Μινωίτες διηγούνταν αυτή την ιστορία για τον πολιτισμό τους και τις απαρχές του, ίσως για μια ακόμα φορά να βάλουμε τον απίθανο κόσμο των παραμυθιών να δουλέψει πλάι στο φτυάρι και την πρακτική επιστήμη της αρχαιολογίας. Αν αναλυθούν προσεκτικά, τι έχουν άραγε να μας πουν αυτές οι τοιχογραφίες για τις πραγματικές ιστορικές καταβολές αυτού του λαμπρού πολιτισμού, που ήταν ο πρώτος που κόσμησε ευρωπαϊκές ακτές; Το κλειδί για το μινωικό Λαβύρινθο, κι ίσως και για πολλά άλλα σημαντικά ανθρώπινα επιτεύγματα από τότε, βρίσκεται πια σε απόσταση αναπνοής.


Ή, όπως θα έθετε ο Λάιονελ το ζήτημα πιο λακωνικά, αν όχι κρυπτογραφικά, την επομένη σ’ ένα τηλεγράφημά του στον Βενιζέλο, ο οποίος δεν είχε χάσει ακόμα τις εκλογές που θα επιτάχυναν έναν καινούργιο Τρωικό Πόλεμο στην Ανατολία: Αντίκρισα την πιο παλιά πρόγονο όλων μας.

[…]


Roderick Beaton. 1999. Τα παιδιά της Αριάδνης. Μετ. Αγορίτσα Μπακοδήμου. Αθήνα: Καστανιώτης.