Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Κωνσταντίνος Μπούρας

Ανδρομάχη

(Μονόλογος)


Τώρα ετοιμάζομαι για τον τρίτο γάμο με τον αντραδελφό μου Έλενο στη χώρα των Μολοσσών. Για να βρει ο γιος μου βασίλειο να βασιλέψει, για να μη χαθεί το γένος του Πριάμου και το γένος του Πηλέα. Δούλη στο παλάτι του Νεοπτόλεμου γέννησα τον εγγονό του Αχιλλέα και παραλίγο να κακοπάθω εγώ κι αυτός από τα κοφτερά νύχια της Ερμιόνης, της κόρης του Μενέλαου και της Ελένης της καταραμένης. Τώρα όλα τελειώσανε: ο Νεοπτόλεμος κείτεται νεκρός στους Δελφούς, κι ο Ορέστης παντρεύτηκε τη λυσσασμένη Ερμιόνη.

Τώρα πορεύομαι για κει που δεν υπάρχει σκοτεινιά, τώρα πορεύομαι για εκεί που η τρίτη μέρα ανέφελη ανατέλλει. Τώρα επιστρέφω στην παιδική αγκαλιά του αντραδελφού μου του Έλενου, του βυθισμένου για ώρες στη νάρκη, να μου χαϊδεύει αργά το ριζαύτι κι άλλοτε τη δειλή μου χαίτη. Απολιθωθήκαμε βαθιά στη θάλασσα που κολυμπούσαμε από τη λάβα ενός ηφαιστείου που μας κατέκαψε πλημμυρίζοντας με χρώματα την όρασή μας. Θα μας βρουν μετά από δύο ή τρεις ή δέκα εκατομμύρια χρόνια και θα μας μισήσουν που είχαμε την πολυτέλεια ν’ απομείνουμε αναλλοίωτοι την ώρα που χύναμε σπονδές στην Αφροδίτη.

Είναι περίεργο που δεν θυμάμαι πια ο Έκτορας πώς ήταν, πώς αγκάλιαζε, πώς έπιανε με το δεξί του χέρι το ακόντιο, πώς χάιδευε το κεφάλι που μου φέρανε λιωμένο στα βράχια. Έπειτα τα λησμόνησα όλα, όπως χωνεύει η θάλασσα το χρυσάφι του δειλινού στη μαυρίλα της νύχτας. Ακολούθησα τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του πιο μεγάλου εχθρού του Έκτορα, τον γιο του αντίπαλου του άντρα μου. Κάποιες νύχτες, όταν το λυχνάρι τρεμόπαιζε, έμοιαζαν τόσο Νεοπτόλεμος και Έκτορας! Τότε κατάλαβα τον έρωτα και την αμάχη των αντρών, που είναι στο βάθος το ίδιο πράγμα: η δίψα ν’ αλλάξουνε ψυχές, να μεταγγίσουν ομορφιά και τόλμη· κι εκείνο το σπινθήρισμα στα μάτια που γυναικώνε μήτρα δεν χωράει. Ο Έκτορας έγινε ο Αχιλλέας σκοτώνοντάς τον. Κοιμόμουνα με τον Αχιλλέα μένοντας πιστή στον Έκτορα, κοιμόμουνα με τον Έκτορα μένοντας πιστή στον γιο του Αχιλλέα επίσης. Πάλι αυτή η σκοτεινιά που βελονιάζει τα φρένα μ’ απολιθώματα γύψου. Ποια είμαι, τι είμαι; Η αιώνια χήρα που θρηνεί τα σκοτωμένα παιδιά της; Η νόμιμη πόρνη σφαγιασμένων εραστών; Και τα παιδιά μου είναι όλων τους παιδιά, τους μοιάζουν μ’ έναν δαιμονικό και φωτεινό συνάμα τρόπο, όπως όλα τα ηλιοτρόπια μοιάζουν στον πατέρα τους τον ήλιο.

Σιγή. Τώρα θα γυρίσω πίσω στον Έλενο και στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Τώρα θα του χαϊδεύω τα μαλλιά τις ατέλειωτες ώρες της βύθης, και τα παιδιά που θα κλωνίσω στη σάρκα μου θα είναι όλων μια συναίρεση, Ελλήνων και Τρώων, του Έκτορα και του Αχιλλέα, του Πηλέα και της Εκάβης, της Θέτιδας και του Πριάμου· και η τρελή αδελφή μου, η μάντισσα, στα τέκνα μου θα ενοικήσει, κι η σκοτεινή παρθενιά της αδελφής μου της Πολυξένης σαν αζουρίτης λίθος στα σπλάχνα μου θ’ ανθίσει. Σιωπή! Μιλώ πολύ. Θαρρώ πως θα μπορούσα να φτάσω σε βαθιά γεράματα αν αφηνόμουνα απλώς ν’ αναπνέω. Όμως οι πόλεμοι, το μίσος, το θανατικό παφλάζουν με τα λουλούδια των ηφαιστείων, και το ασπράδι των ματιών μας θειάφι, κι η κόρη των ματιών σου αιματίτης, ν’ απηχεί τη νοσταλγία των αιώνων που απηχούσε η γη, την αγνή αιμοβορία των τεράτων. Τώρα η σκοτεινιά θρέφει στην ψυχή μου το ρόδο της ερήμου, τώρα η σιγαλιά απλώνει τη ματιά μου για να χωρέσουν γαλαξίες και ήλιοι και σβησμένα άστρα, που καλύτερα να έμεναν αναφτά και ν’ απηχούσαν τους σταλαγμίτες αυλούς των αιώνων.

Είμαι η Ανδρομάχη. Τώρα ετοιμάζομαι για τον τρίτο γάμο με τον αντραδελφό μου Έλενο στη χώρα των Μολοσσών. Για να βρει ο γιος μου βασίλειο να βασιλέψει, για να μη χαθεί το γένος του Πριάμου και το γένος του Πηλέα.

Τα επαναλαμβάνω σαν ηχώ, στο απολίθωμα που είμαστε φυλακισμένοι, ψάρια στον βυθό της ευτυχίας, την ώρα που χύναμε σπονδές στην Αφροδίτη.


Κωνσταντίνος Μπούρας. 1997. Στον αστερισμό της Εκάτης. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη.