Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θ. Δ. Φραγκόπουλος

Το τελευταίο ταξίδι


Η θάλασσα, το βουνό και στο βάθος ο ήλιος —
τοπίο στιλπνό, θανατηφόρο, χωρίς έλεος.

Το πλοίο που θα έφευγε κείνο το απόγεμα
ήταν γεμάτο από γνωστούς θορύβους ταξιδιών,
καρβουνιασμένες συγκινήσεις, θερμά χρώματα,
ένταση τελευταίων στιγμών μιας παρουσίας,
εξάψεις αποχωρισμού και νέων ελπίδων.
Κανένας δεν τον πρόσεξε, όπως μπήκε,
ωχρός, μαυροντυμένος, με λευκά γάντια,
αναδίνοντας μια οσμή λιβανωτού και μόσχου.
Κρατούσε μια μικρά βαλίτζα μαύρη,
και προχωρούσε ανάμεσα στο πλήθος
παραμερίζοντας αποφασιστικά, μα χωρίς βία,
όσους του στέκονταν στο διάβα του.
Επήγε
αμίλητος κατά την πρώτη θέση και
κλειδώθηκε σε μια καμπίνα.

Μια γάτα, όπως τον είδε, οπισθοχώρησε
ορθώνοντας το τρίχωμά της.

Το πλοίο θα έφτανε στον Πειραιά τ’ απόγεμα αύριο.

Το βράδυ διόλου δε φάνηκε στο τραπέζι,
αν και διαρκούσε μια θαυμάσια νηνεμία.

Τον είδαν μόνο αργότερα, στη γέφυρα,
να παραλλάζει το πρόσωπό του στο φεγγάρι
μιλώντας ακατάληπτες εκφράσεις, για μητέρα κι αδελφές.
Κάποια κυρία περίεργη, ρωτώντας τον
την άλλη μέρα, γιατί τάχα ταξίδευε,
επήρε την απάντηση πως είχε μια δίκη,
για κάτι οικογενειακά, στον Άρειο Πάγο.
Κι όλο κοιτούσε, κατά πέρα, στον ορίζοντα,
όπου είχαν αρχίσει να μαζεύονται τα σύννεφα,
κι ήταν ανήσυχος σαν κάτι να περίμενε,
ανώνυμο, αλλά πολύ δυσάρεστο,
σίγουρο ωστόσο για την άφιξή του.
Ύστερα, με μια γρήγορη προσπάθεια,
ανασηκώθηκε απ’ τη θέση του και τράβηξε
γοργά για την καμπίνα του, σαν να φοβόταν
πως κάποιος τον ακολουθούσε,
και μπήκε μέσα κλειδώνοντας την πόρτα.
Ήταν περίεργο το φέρσιμό του, κι οι επιβάτες
—κάμποσοι απ’ αυτούς— έτρεξαν να μάθουν
τί μέρος λόγου ήταν ο χλωμός νέος,
και τράβηξαν στον αρχικαμαρότο, να τους πει
τουλάχιστον ποιό ήταν τ’ όνομά του.
Και στο βιβλίο που άνοιξεν εκείνος
είδαν μια φράση, που τους κατεθορύβησε κομμάτι
και ίσως τους χάλασε αρκετά και το ταξίδι,
γιατί είχε γράψει ο νέος ταξιδιώτης:
όνομα δ’ Ορέστης

Θ. Δ. Φραγκόπουλος. 1975. Τα ποιήματα (1945–1956). Αθήνα: Διογένης.