Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θ. Δ. Φραγκόπουλος

Χρυσόθεμις


Το σπίτι εκείνο πάντοτε με τρόμαζε.
Παιδί, τα βήματά μου αντηχούσανε θλιβερά
κι οι τοίχοι ανταπέδιδαν ενοχλημένα τους αναστεναγμούς μου
για το σκοτάδι και την υγρασία και το φόβο.
Κοπέλα αργότερα, με δύσθυμη απειρία
κι άγνοια για όσον κόσμο άρχιζε έξω απ’ το δέρμα μου,
γλιστρούσα στους κλειστούς διαδρόμους, με τις πόρτες
ολόγυρα βουβές, που ανοίγονται σε ακατοίκητα δωμάτια.
Τ’ αδέρφια μου σπάνια τα ’βλεπα. Κι αν ήταν να
τα ξαναδώ όπως τ’ άφησα την τελευταία φορά,
καλύτερα να μην τα έβλεπα ποτέ μου.
Την Ιφιγένεια στο βωμό, με το μαχαίρι
πάνω στον παιδικό, λευκό λαιμό της,
με τον ανήξερο και έκπληκτό της βλέμμα καρφωμένο
πάνω στο δάσος από τα κατάρτια καραβιών,
ή την Ηλέκτρα με τη στάχτη στα μαλλιά της,
με ξεσχισμένο πρόσωπο, με ρούχα ματωμένα,
να καταριέται τη μητέρα, το θείο Αίγισθο
και το παλάτι αυτό της ανομίας.
Την νύχτα, σκιές περνούσαν από πάνω μου
τραβώντας στο δωμάτιο του πατέρα. Και το σπίτι
αρμένιζε, βογκούσε σαν καράβι
κάθε που ο Ορέστης έρχονταν απ’ το κολέγιο.
Το σπίτι τούτο πάντοτε με φόβιζε
μιλώντας ή σωπαίνοντας ή τραγουδώντας.
Τώρα πια, ο κύκλος του αίματος έχει κλείσει.
Φύγανε όσοι φταίξαν, όσοι τιμώρησαν
κι όσοι έφταιξαν γιατί τιμώρησαν το φονικό,
πληρώνοντας το αίμα με αίμα νέο.
Το σπίτι ρήμαξε. Οι προσωπίδες των νεκρών
βαστάν μαζί με την εντάφια σοβαρότητά τους
το φόβο και το πάθος του θανάτου.
Το σπίτι αυτό κρατά τη μοναξιά
σαν άνθος του καιρού μέσα στην πάχνη
της εγκατάλειψης. Τ’ αγάλματα
που σιωπηλά φυλάν την είσοδο
σαν γέρικα σκυλιά, παρατημένα
ανάμεσα σ’ αράχνες και πνιχτά βήματα
που προχωρούν, που προχωρούν και δε σε φτάνουν,
αφήνοντάς σε για να περιμένεις,
όπως και τότε, για το δείπνο του πατέρα
που αργούσε, και στο τέλος αναβλήθηκε,
και που στο τέλος έκλεισε σαν ένας τάφος.

Στο σπίτι αυτό, που κάθομαι μονάχη,
καθώς ο Τρόμος, αυτός ο κληρονόμος των Ατρειδών,
καραδοκεί στα σκοτεινά για να τ’ αρπάξει.

Θ. Δ. Φραγκόπουλος. 1975. Τα ποιήματα (1945–1956). Αθήνα: Διογένης.