Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Rick Riordan

Ο Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι Ι: Η κλοπή της αστραπής

Μετάφραση: Αναστασία Λαμπροπούλου

(απόσπασμα)


ΟΧΤΩ

Κερδίζουμε το παιχνίδι της σημαίας

[...]

Εκείνο το βράδυ μετά το δείπνο ήταν όλοι ιδιαίτερα ανήσυχοι.

Επιτέλους, είχε έρθει η ώρα να παίξουμε το παιχνίδι της σημαίας.

Όταν μάζεψαν τα πιάτα, το βούκινο αντήχησε ξανά κι όλοι σταθήκαμε όρθιοι μπροστά στα τραπέζια μας.

Οι κατασκηνωτές φώναζαν και ζητωκραύγαζαν όταν είδαν την Άναμπεθ και δύο αδέρφια της να μπαίνουν στο κιόσκι ανεμίζοντας μια ασημένια σημαία. Είχε περίπου τρία μέτρα μήκος και γυαλιστερό γκρίζο χρώμα, με τη ζωγραφιά μιας κουκουβάγιας πάνω σε μια ελιά. Από την αντίθετη πλευρά, μπήκε τρέχοντας η Κλαρίς με τα φιλαράκια της κρατώντας μια άλλη σημαία ίδιου μεγέθους, μόνο που αυτή ήταν κατακόκκινη κι είχε πάνω της ζωγραφισμένο ένα ματωμένο δόρυ και το κεφάλι ενός κάπρου.

Στράφηκα στον Λιουκ και του φώναξα δυνατά για να μ’ ακούσει μέσα στη φασαρία:

«Αυτές είναι οι σημαίες;»

«Ναι.»

«Δηλαδή ο Άρης και η Αθηνά είναι οι αρχηγοί των ομάδων;»

«Όχι πάντα», είπε. «Αλλά συμβαίνει συχνά.»

«Δηλαδή, αν ένας άλλος θάλαμος πάρει τη σημαία, τί κάνετε… ξαναβάφετε τη σημαία;»

Μου χαμογέλασε.

«Θα δεις. Πρώτα πρέπει να την αρπάξουμε.»

«Με ποιά πλευρά είμαστε;»

Μου έριξε μια πονηρή ματιά, σαν να ήξερε κάτι που εγώ αγνοούσα. Το φως των δαυλών έδινε μια σχεδόν διαβολική όψη στο σημαδεμένο πρόσωπό του.

«Έχουμε συνάψει προσωρινή συμμαχία με την Αθηνά. Απόψε θα πάρουμε τη σημαία από τον Άρη. Και εσύ θα μας βοηθήσεις.»

Ανακοινώθηκαν οι ομάδες. Η Αθηνά είχε συνάψει συμμαχία με τον Απόλλωνα και τον Ερμή, τους δύο πολυπληθέστερους θαλάμους. Προφανώς είχαν δοθεί και τα απαραίτητα ανταλλάγματα —προτεραιότητα στις ντουζιέρες, βολικότερες ώρες μαθημάτων, καλύτερες δραστηριότητες— για να εξασφαλιστεί η υποστήριξη των άλλων θαλάμων.

Ο Άρης είχε συνάψει συμμαχία με όλους τους υπόλοιπους — τον Διόνυσο, τη Δήμητρα, την Αφροδίτη και τον Ήφαιστο. Από όσα είχα δει, τα παιδιά του Διόνυσου ήταν καλοί αθλητές, αλλά ήταν μόνο δύο. Τα παιδιά της Δήμητρας διέθεταν εξαιρετικές ικανότητες σε ό,τι είχε σχέση με τη φύση και τις αγροτικές εργασίες, αλλά δεν ήταν πολύ επιθετικά. Οι γιοι και οι κόρες της Αφροδίτης δεν πολυσκοτίζονταν για όλα αυτά. Ήταν σχετικά νωθροί σε όλα τα αθλήματα και κάθε τρεις και λίγο κοίταζαν τον αντικατοπτρισμό τους στα νερά της λίμνης, έσιαζαν τα μαλλιά τους και κουτσομπόλευαν. Τα παιδιά του Ήφαιστου δεν ήταν όμορφα και ήταν μόνο τέσσερα, αλλά ήταν μεγαλόσωμα και γεροδεμένα — όλη μέρα στο σιδηρουργείο δούλευαν. Αυτοί ήταν πιθανό να μας δημιουργούσαν πρόβλημα. Κι έπειτα φυσικά ήταν ο θάλαμος του Άρη — περίπου δώδεκα από τα πιο μεγαλόσωμα, τα πιο άσχημα και τα πιο κακόβουλα παιδιά στο Λονγκ Άιλαντ και σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ο Χείρωνας χτύπησε ρυθμικά την οπλή του στο μάρμαρο.

«Ήρωες!», ανήγγειλε. «Γνωρίζετε τους κανόνες. Το ποτάμι είναι το σύνορο των δύο επικρατειών. Όλο το δάσος είναι μέσα στα όρια του παιχνιδιού. Όλα τα μαγικά αντικείμενα επιτρέπονται. Η σημαία θα πρέπει να τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση και δεν πρέπει να τη φυλάνε πάνω από δύο φρουροί. Τους αιχμαλώτους μπορείτε να τους αφοπλίσετε, αλλά δεν μπορείτε να τους περιορίσετε ούτε να τους φιμώσετε. Δεν επιτρέπονται οι σκοτωμοί ούτε οι ακρωτηριασμοί. Εγώ θα είμαι ο διαιτητής και ο γιατρός του πεδίου της μάχης. Όπλα αναλάβατε!»

Άπλωσε τα χέρια του μπροστά και τα τραπέζια γέμισαν ξαφνικά με κάθε λογής εξοπλισμό: περικεφαλαίες, μπρούντζινα ξίφη, δόρατα, δερμάτινες ασπίδες με μεταλλική επικάλυψη…

«Ποπό!», είπα. «Δηλαδή μπορούμε στ’ αλήθεια να τα χρησιμοποιήσουμε όλα τούτα;»

Ο Λιουκ με κοίταξε λες κι είχα χάσει τα λογικά μου.

«Εκτός κι αν προτιμάς να σε κάνουν κομματάκια οι φίλοι μας από το θάλαμο πέντε. Ορίστε, ο Χείρωνας πιστεύει ότι αυτά θα σου κάνουν. Θα περιπολείς τα σύνορά μας.»

Η ασπίδα μου ήταν τόσο μεγάλη όσο το ταμπλό μιας μπασκέτας και στο κέντρο της είχε ένα μεγάλο κηρύκειο. Ζύγιζε πάνω από χίλια κιλά. Θα μπορούσα κάλλιστα να τη χρησιμοποιήσω και ως σκέιτμπορντ, αλλά ήλπιζα ότι κανείς δεν θα περίμενε να τρέξω γρήγορα. Η περικεφαλαία μου, όπως όλες οι περικεφαλαίες στην ομάδα της Αθηνάς, είχε μια γαλάζια αλογοουρά στην κορυφή της. Του Άρη και των συμμάχων του είχε κόκκινη αλογοουρά.

«Η γαλάζια ομάδα να προχωρήσει μπροστά!», φώναξε η Άναμπεθ.

Ζητωκραυγάσαμε, αρπάξαμε τα ξίφη μας και την ακολουθούσαμε στο μονοπάτι που οδηγούσε προς τη νότια πλευρά του δάσους. Η κόκκινη ομάδα μάς γιούχαρε ενώ κατευθυνόταν προς το βόρειο τμήμα του δάσους.

Κατάφερα να προφτάσω την Άναμπεθ χωρίς να σκοντάψω πάνω στα άρματά μου.

«Έι.»

Εκείνη όμως δεν σταμάτησε — συνέχισε την πορεία της.

«Ποιό είναι το σχέδιό μας;» τη ρώτησα. «Μήπως σου βρίσκεται κανένα παραπανίσιο μαγικό αντικείμενο να μου δανείσεις;»

Το χέρι της πήγε αυτόματα προς την τσέπη της σαν να φοβήθηκε μήπως της κλέψω κάτι.

«Να προσέχεις μήπως σε τρυπήσει η Κλαρίς με το δόρυ της», μου είπε. «Καλύτερα να μη σ’ αγγίξει αυτό το πράγμα. Για τα υπόλοιπα, μην ανησυχείς. Θα πάρουμε τη σημαία από τον Άρη. Σου είπε ο Λιουκ τί πρέπει να κάνεις;»

«Περιπολία των συνόρων, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.»

«Πανεύκολο. Θα στέκεσαι δίπλα στο ποτάμι και θα απωθείς τους κόκκινους. Τα υπόλοιπα άφησέ τα σε μένα. Η Αθηνά πάντα έχει σχέδιο.»

Κι έπειτα προχώρησε πιο γρήγορα, αφήνοντάς με στο σκοτάδι.

«Εντάξει», μουρμούρισα. «Χαίρομαι που με πήρες στην ομάδα σου.»

Ήταν μια ζεστή, υγρή νύχτα. Το δάσος ήταν σκοτεινό και οι πυγολαμπίδες λαμποκοπούσαν δεξιά κι αριστερά. Η Άναμπεθ με τοποθέτησε δίπλα σ’ ένα ρυάκι, σ’ ένα σημείο όπου το νερό κελάρυζε πάνω από τα βράχια. Έπειτα, η ίδια και η ομάδα της σκόρπισαν ανάμεσα στα δέντρα.

Καθώς στεκόμουν εκεί μονάχος με τη μεγάλη γαλάζια φτερωτή περικεφαλαία μου και την τεράστια ασπίδα, ένιωσα ηλίθιος. Το μπρούντζινο ξίφος, όπως όλα τα ξίφη που είχα δοκιμάσει ώς τώρα, μου φαινόταν ότι δεν ισορροπούσε σωστά στο χέρι μου. Η δερμάτινη λαβή του με βάραινε σαν μπάλα του μπόουλινγκ.

Στο κάτω κάτω της γραφής δεν θα μου την έπεφτε κανένα τέρας. Θέλω να πω ο Όλυμπος θα είχε άλλες υποχρεώσεις, σωστά;

Από μακριά άκουσα τον ήχο του βούκινου. Άκουσα ξεφωνητά και ζητωκραυγές στο δάσος, μεταλλικούς κρότους, παιδιά να παλεύουν. Ένας σύμμαχος με γαλάζιο λοφίο από το θάλαμο του Απόλλωνα πήδηξε μπροστά μου σαν αγριοκάτσικο, πέρασε το ποτάμι και εξαφανίστηκε στην επικράτεια του εχθρού.

Τέλεια, σκέφτηκα. Θα χάσω όλη τη δράση, ως συνήθως.

Μετά όμως άκουσα θόρυβο, κι ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη· ήταν ένα σιγανό σκυλίσιο γρύλισμα που ερχόταν από κάπου κοντά.

Από ένστικτο σήκωσα την ασπίδα μου. Είχα την αίσθηση ότι κάποιος με παραμόνευε.

Μετά, το γρύλισμα σταμάτησε. Ένιωσα την αθέατη παρουσία να οπισθοχωρεί.

Στην άλλη όχθη του ρυακιού, οι θάμνοι τινάχτηκαν στον αέρα. Πέντε πολεμιστές του Άρη φώναζαν και ούρλιαζαν.

«Κάντε σκόνη το βλαμμένο!», φώναξε η Κλαρίς.

Τα άσχημα γουρουνίσια μάτια της έλαμψαν μέσα από τις σχισμές της περικεφαλαίας της. Κράδαινε ένα δόρυ ενάμισι μέτρο μήκος — στην αγκυλωτή μεταλλική αιχμή του μια κόκκινη λάμψη τρεμόπαιξε. Τα αδέρφια της κρατούσαν μόνο τα κλασικά μπρούντζινα ξίφη — όχι βέβαια ότι αυτό με ανακούφισε ιδιαίτερα.

Όρμησαν πάνω από το ποτάμι. Δεν έβλεπα βοήθεια πουθενά στον ορίζοντα. Μπορούσα να το βάλω στα πόδια. Ή να υπερασπιστώ τον εαυτό μου στην επίθεση που δεχόμουν από τον μισό θάλαμο του Άρη.

Με ένα πλάγιο βήμα κατάφερα ν’ αποφύγω το χτύπημα του πρώτου αντιπάλου, αλλά τα παιδιά αυτά δεν ήταν τόσο ηλίθια όσο ο Μινώταυρος. Με περικύκλωσαν, και η Κλαρίς όρμησε εναντίον μου με το δόρυ της. Απέκρουσα το χτύπημά της με την ασπίδα μου, κι ένα επώδυνο μυρμήγκιασμα διαπέρασε το κορμί μου. Ένιωσα της τρίχες του κεφαλιού μου να σηκώνονται όρθιες. Το χέρι μου που κρατούσε την ασπίδα μούδιασε… και ο αέρας μύριζε σαν να κάηκε κάτι…

Ηλεκτρισμός. Το ηλίθιο δόρυ της ήταν ηλεκτροφόρο. Έκανα ένα βήμα πίσω.

Ένας άλλος από την ομάδα του Άρη χτύπησε το στέρνο μου με το σπαθί του κι έπεσα στη λάσπη.

Θα μπορούσαν να με κάνουν πράγματι σκόνη, αλλά έβαλαν τα γέλια.

«Εγώ λέω να τον κουρέψουμε σαν αρνί», είπε η Κλαρίς. «Πιάστε τον από τα μαλλιά.»

Κατάφερα να σηκωθώ όρθιος. Σήκωσα το σπαθί μου, αλλά η Κλαρίς το παραμέρισε μ’ ένα βίαιο κούνημα του δόρατός της εξαπολύοντας χιλιάδες σπίθες. Τώρα και τα δύο χέρια μου ήταν μουδιασμένα.

«Ποπό!», είπε η Κλαρίς. «Πόσο τον φοβάμαι αυτόν τον τύπο. Τρέμει το φυλλοκάρδι μου από το φόβο.»

«Η σημαία είναι προς τα εκεί», της είπα. Ήθελα να ακουστώ θυμωμένος, αλλά η φωνή μου δεν ήταν καθόλου σταθερή.

«Ναι, το ξέρουμε», είπε ένα από τα αδέρφια της. «Αλλά, βλέπεις, εμάς δεν μας ενδιαφέρει η σημαία. Μας ενδιαφέρει ο τύπος που γελοιοποίησε το θάλαμό μας.»

«Μόνοι σας γελοιοποιηθήκατε, δίχως τη βοήθειά μου», τους είπα. Δεν ήταν και το πιο έξυπνο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό.

Δύο παιδιά με πλησίασαν. Οπισθοχώρησα προς το ρυάκι προσπαθώντας να υψώσω την ασπίδα μου, αλλά η Κλαρίς ήταν πολύ πιο γρήγορη. Το δόρυ της με χτύπησε στα πλευρά. Αν δεν φορούσα τον μεταλλικό θώρακα, θα με είχε κάνει σουβλάκι. Όπως ήταν επόμενο, η ηλεκτροφόρα αιχμή έκανε τα δόντια μου να τρανταχτούνε μέσα στο στόμα μου. Ένας από τους συντρόφους της χάραξε το χέρι μου με το σπαθί του, σχηματίζοντας μια αρκετά μεγάλη πληγή.

Όταν είδα το αίμα μου να ρέει, ζαλίστηκα: αισθάνθηκα ότι ζεσταινόμουν και ότι κρύωνα ταυτόχρονα.

«Δεν επιτρέπονται οι ακρωτηριασμοί», κατάφερα να ψελλίσω.

«Ουπς!», είπε το αγόρι. «Τί κρίμα που δεν θα φάω επιδόρπιο!»

Μ’ έσπρωξε στο ρυάκι κι έπεσα φαρδύς πλατύς με ένα δυνατό σπλατς. Όλοι έβαλαν τα γέλια. Σκέφτηκα ότι, αφού διασκέδαζαν τόσο, καλύτερα να πέθαινα. Όμως εκείνη τη στιγμή κάτι συνέβη. Αισθάνθηκα ότι το νερό ξυπνούσε τις αισθήσεις μου, σαν να ’χα καταβροχθίσει ένα σακουλάκι ζελεδάκια με γεύση διπλού εσπρέσο από το μαγαζί όπου δούλευε η μητέρα μου.

Η Κλαρίς και τα φιλαράκια της πλησίασαν το ρυάκι για να με αποτελειώσουν, όμως πια ήμουν έτοιμος να τους αντιμετωπίσω. Ήξερα τί έπρεπε να κάνω. Με την επίπεδη πλευρά του σπαθιού μου χτύπησα το κεφάλι του πρώτου αγοριού και του έκοψα την περικεφαλαία στη μέση. Τον χτύπησα με τόση δύναμη, που είδα τα μάτια του να τρεμοπαίζουν προτού σωριαστεί στο νερό.

Τότε όρμησαν καταπάνω μου το κακάσχημο νούμερο δύο και το κακάσχημο νούμερο τρία. Χτύπησα τον πρώτο στο πρόσωπο με την ασπίδα μου και με το σπαθί μου έκοψα το πλουμιστό λοφίο του άλλου. Και οι δυο οπισθοχώρησαν αμέσως. Το κακάσχημο νούμερο τέσσερα δεν έδειχνε να βιάζεται να μου επιτεθεί, αλλά η Κλαρίς ερχόταν ακάθεκτη καταπάνω μου, με την αιχμή του δόρατός της να σχίζει τον αέρα. Μόλις χίμηξε εναντίον μου, σφήνωσα το κοντάρι του δόρατός της ανάμεσα στην ασπίδα και στο σπαθί μου και το έκοψα στα δύο σαν κλαδάκι.

«Α!», φώναξε. «Ηλίθιε! Απαίσιο σκουλήκι!»

Πιθανόν να έλεγε κι άλλα, αλλά την κοπάνησα ανάμεσα στα μάτια με την άκρη της λαβής του ξίφους μου και την ανάγκασα να οπισθοχωρήσει τρεκλίζοντας έξω από το ρυάκι.

Τότε άκουσα φωνές, χαρούμενες ιαχές, και είδα τον Λιουκ να τρέχει προς το όριο των δύο επικρατειών κρατώντας ψηλά την κόκκινη σημαία. Δεξιά κι αριστερά του έτρεχαν δυο αγόρια από το θάλαμο του Ερμή για να τον καλύπτουν από τα πλάγια, ενώ μερικά παιδιά από το θάλαμο του Απόλλωνα πίσω τους πάλευαν να αποκρούσουν τα παιδιά του Άρη. Η ομάδα του Άρη σηκώθηκε και η Κλαρίς μουρμούρισε ζαλισμένη μια κατάρα.

«Κόλπο!», φώναξε. «Ήταν κόλπο!»

Άρχισαν να τρέχουν πίσω από τον Λιουκ — αλλά ήταν πια πολύ αργά. Οι πορείες τους συνέκλιναν τη στιγμή που ο Λιουκ διάβαινε το ρυάκι κι έμπαινε στην επικράτειά μας. Οι δικοί μας ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Η κόκκινη σημαία τρεμόπαιξε και πήρε ασημένια απόχρωση. Ο κάπρος και το δόρυ αντικαταστάθηκαν από ένα τεράστιο κηρύκειο: το σύμβολο του θαλάμου έντεκα. Οι παίκτες της γαλάζιας ομάδας σήκωσαν τον Λιουκ στους ώμους τους και ξεκίνησαν για το γύρο του θριάμβου. Ο Χείρωνας βγήκε τριποδίζοντας από το δάσος και φύσηξε στο βούκινο.

Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Είχαμε κερδίσει.

Ετοιμαζόμουν να πάρω μέρος στις χαρές και στα πανηγύρια, όταν άκουσα τη φωνή της Άναμπεθ δίπλα μου στο ποταμάκι να λέει: «Δεν τα πήγες καθόλου άσχημα, ήρωα…»

Κοίταξα, αλλά δεν την είδα πουθενά.

«Πού στο καλό έμαθες να πολεμάς έτσι;», με ρώτησε.

Ο αέρας τρεμόφεξε και η Άναμπεθ παρουσιάστηκε μπροστά μου κρατώντας ένα καπελάκι του μπέιζμπολ σαν να το ’χε βγάλει μόλις από το κεφάλι της.

Ένιωσα το θυμό να με πνίγει. Δεν με εξέπληξε το γεγονός ότι είχε την ικανότητα να γίνεται αόρατη.

«Μου έστησες παγίδα», της είπα. «Μ’ έβαλες να φυλάω σκοπιά εδώ γιατί ήξερες ότι η Κλαρίς θα με κυνηγούσε, κι έστειλες τον Λιουκ στην άλλη πλευρά. Τα είχες υπολογίσει όλα.»

Η Άναμπεθ ανασήκωσε τους ώμους της.

«Μα σου το είπα. Η Αθηνά καταστρώνει πάντα τα καλύτερα σχέδια.»

«Ναι, σχέδια για να με εξαφανίσει.»

«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήμουνα έτοιμη να ριχτώ στη μάχη, αλλά…», είπε και ξανασήκωσε του ώμους. «Εξάλλου, δεν χρειάστηκες τη βοήθειά μου.»

Μετά παρατήρησε το τραύμα στο χέρι μου.

«Πώς το έπαθες αυτό;»

«Χαρακιά από σπαθί», της είπα. «Τί νόμισες;»

«Όχι. Ήταν χαρακιά από σπαθί. Για κοίτα.»

Το αίμα είχε εξαφανιστεί. Στο σημείο όπου βρισκόταν η πληγή, υπήρχε τώρα μια μακριά άσπρη γρατζουνιά… αλλά ακόμα κι αυτή σιγά σιγά ξεθώριαζε. Κι ενώ ακόμα την κοιτούσα, έγινε μια μικρή ουλή και — εξαφανίστηκε!

«Δεν… δεν καταλαβαίνω», είπα.

Το μυαλό της Άναμπεθ δούλευε πυρετωδώς. Μπορούσα σχεδόν να δω τα γρανάζια του μυαλού της να γυρνούν με ένταση. Κοίταξε τα πόδια μου, έπειτα το σπασμένο δόρυ της Κλαρίς και είπε:

«Βγες από το νερό, Πέρσι.»

«Τί…;»

«Απλώς κάνε ό,τι σου λέω.»

Βγήκα από το ρυάκι κι αμέσως ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει από την κούραση. Τα χέρια μου μούδιασαν πάλι. Η αδρεναλίνη σταμάτησε να ρέει στις φλέβες μου. Λίγο έλειψε να πέσω, αλλά η Άναμπεθ με κράτησε.

«Μα τη Στύγα! Δεν είναι καλό αυτό. Δεν ήθελα να… υπέθετα ότι ο Δίας…»

Προτού προλάβω να τη ρωτήσω τί εννοούσε, άκουσα ξανά το σκυλίσιο γρύλισμα, αυτή τη φορά πολύ πιο κοντά μου. Ένα ουρλιαχτό διαπέρασε το δάσος.

Οι ζητωκραυγές των κατασκηνωτών έσβησαν αμέσως. Ο Χείρωνας φώναξε κάτι στα αρχαία ελληνικά, που πολύ αργότερα αντιλήφθηκα ότι το είχα καταλάβει:

"Όλοι σε επιφυλακή! Το τόξο μου!"

Η Άναμπεθ τράβηξε το σπαθί της.

Στα βράχια ακριβώς από πάνω μας, παραμόνευε ένα μαύρο κυνηγόσκυλο στο μέγεθος ρινόκερου, με μάτια φλογισμένα σαν τη λάβα και πτερύγια αιχμηρά σαν στιλέτα να ξεπροβάλλουν από τα πλευρά του.

Είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω μου.

Κανείς δεν κουνήθηκε· μόνο η Άναμπεθ φώναξε:

«Πέρσι, τρέξε!»

Προσπάθησε να μπει μπροστά μου, αλλά το κυνηγόσκυλο ήταν πολύ πιο γρήγορο. Πήδηξε από πάνω της —μια τεράστια σκιά με κοφτερούς κυνόδοντες— και, καθώς έπεφτε πάνω μου, κι ενώ εγώ τρέκλιζα προς τα πίσω νιώθοντας τα κοφτερά σαν ξυράφια νύχια του να ξεσκίζουν την πανοπλία μου, ακούστηκε ένα πανδαιμόνιο από γδούπους, σαν να ’σκιζε κάποιος σαράντα κομμάτια χαρτί το ένα μετά το άλλο. Γύρω από το λαιμό του κυνηγόσκυλου είχαν καρφωθεί ένας σωρός βέλη. Το κτήνος έπεσε νεκρό στα πόδια μου.

Ως εκ θαύματος, ήμουν ακόμα ζωντανός. Δεν είχε καμιά διάθεση να κοιτάξω μέσα από την πετσοκομμένη πανοπλία μου. Το στέρνο μου ήταν ζεστό και υγρό, και κατάλαβα ότι το τέρας με είχε τραυματίσει. Στο επόμενο δευτερόλεπτο θα με είχε κάνει κομματάκια.

Ο Χείρωνας κατέφθασε τριποδίζοντας με το τόξο στο χέρι και το πρόσωπο σκυθρωπό.

«Μά τον Δία!», είπε η Άναμπεθ. «Αυτό το δαιμονισμένο κυνηγόσκυλο προέρχεται από τα Τάρταρα. Δεν… υποθέτω ότι δεν…»

«Κάποιος το κάλεσε», είπε ο Χείρωνας. «Κάποιος από την κατασκήνωση.»

Μας πλησίασε ο Λιουκ· η σημαία στο χέρι του είχε ξεχαστεί, η στιγμή της δόξας του είχε χαθεί.

Η Κλαρίς φώναξε: «Ο Πέρσι φταίει για όλα! Ο Πέρσι το κάλεσε!»

«Σώπασε, παιδί μου», της είπε ο Χείρωνας.

Είδαμε το σώμα του κυνηγόσκυλου να γίνεται σκιά, να βουλιάζει στο έδαφος και στο τέλος να εξαφανίζεται από τα μάτια μας.

«Πληγώθηκες», μου είπε η Άναμπεθ. «Γρήγορα, Πέρσι, μπες στο νερό.»

«Καλά είμαι.»

«Όχι, δεν είσαι», μου είπε. «Χείρωνα, δες εδώ.»

Ήμουν τόσο αποκαμωμένος, που δεν έφερα αντίρρηση. Οπισθοχώρησα στο ρυάκι, και όλη η κατασκήνωση συγκεντρώθηκε γύρω μου.

Αμέσως ένιωσα καλύτερα. Ένιωσα τα τραύματα στο στέρνο μου να κλείνουν. Κάποια παιδιά έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

«Κοιτάξτε, θα… Α, δεν ξέρω γιατί», είπα προσπαθώντας να απολογηθώ. «Ζητώ συγγνώμη αν…»

Όμως εκείνοι δεν κοίταζαν τις πληγές που έκλειναν. Κοίταζαν πάνω από το κεφάλι μου.

«Πέρσι», είπε η Άναμπεθ δείχνοντάς μου με το δάχτυλο προς το επάνω. «Ωωω…»

Μέχρι να σηκώσω το κεφάλι μου, το σύμβολο είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Ωστόσο, πρόλαβα να διακρίνω το πράσινο λαμπερό ολόγραμμα που στριφογύριζε πάνω από το κεφάλι μου. Ήταν ένα δόρυ με τρεις αιχμές — μια τρίαινα.

«Ο πατέρας σου», μουρμούρισε η Άναμπεθ. «Αυτό δεν είναι καθόλου καλό.»

«Αναγνωρίστηκε λοιπόν», ανακοίνωσε ο Χείρωνας.

Ο γύρω μου γονάτισαν, ακόμα και τα παιδιά του Άρη, παρόλο που δεν φαίνονταν καθόλου ευχαριστημένα με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.

«Ο… πατέρας μου;», ρώτησα εντελώς σαστισμένος.

«Ο Ποσειδώνας», είπε ο Χείρωνας. «Ο θεός των σεισμών, των καταιγίδων, ο πατέρας των αλόγων. Χαίρε, Πέρσι Τζάκσον, Υιέ του Θεού της Θάλασσας.»


Rick Riordan. 2009. Ο Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι: Η κλοπή της αστραπής. Μετ. Αναστασία Λαμπροπούλου. Αθήνα: Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός. Τίτλος πρωτοτύπου: Percy Jackson and the Olympians: The Lightning Thief, (Glendale, CA: Disney Hyperion, 2005).