Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Heiner Müller

Η απελευθέρωση του Προμηθέα

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου


Ο Προμηθέας που παρέδωσε την αστραπή στους ανθρώπους χωρίς όμως να τους μάθει πώς να τη χρησιμοποιήσουν ενάντια στους θεούς, επειδή ήταν ομοτράπεζος των θεών σε δείπνα που αν τα είχε μοιραστεί με τους ανθρώπους θα ήσαν λιγότερο πλουσιοπάροχα, καρφώθηκε γι’ αυτήν την πράξη, μάλλον την αμέλειά του, από τον Ήφαιστο τον σιδηρουργό, με εντολή των θεών, στον Καύκασο κι εκεί ένας σκυλοκέφαλος αετός του ’τρωγε καθημερινά το συκώτι που φύτρωνε διαρκώς ξανά. Επιπλέον ο αετός που τον είχε περάσει για κομμάτι του βράχου, εν μέρει φαγώσιμο, ικανό όμως να κάνει μικροκινήσεις και μάλιστα όταν το τρώει να τραγουδάει παράφωνα, άφηνε τις κουτσουλιές επάνω του. Τα περιττώματα έγιναν η τροφή του. Κι όταν τα έκανε δικά του περιττώματα, τα έδινε παραπέρα, στην πέτρα από κάτω του, έτσι που όταν ο ελευθερωτής Ηρακλής ανέβηκε ύστερα από τρεις χιλιετίες στην έρημη οροσειρά, μολονότι μπορούσε να διακρίνει από απόσταση τον δεσμώτη, κάτασπρο απ’ τις κουτσουλιές, αναγκάστηκε να κάνει κύκλους γύρω από τα όρη για τρεις χιλιετίες ακόμη, επειδή τον απωθούσε κάθε τόσο το τείχος της δυσωδίας, ενώ στο μεταξύ ο σκυλοκέφαλος αετός συνέχιζε να τρώει το συκώτι του δεσμώτη και να τον τρέφει με τα περιττώματά του (έτσι ώστε η δυσωδία να μεγαλώνει ενόσω τη συνήθιζε ο ελευθερωτής). Επιτέλους, ευνοημένος από μια βροχή που κράτησε πεντακόσια χρόνια, ο Ηρακλής κατάφερε να πλησιάσει σε απόσταση βολής. Όλο αυτό το διάστημα κρατούσε με το ένα χέρι τη μύτη του κλειστή. Τρεις φορές του ξέφυγε ο αετός γιατί μόλις τραβούσε το χέρι απ’ τη μύτη για να τεντώσει το τόξο, παρέλυε από τα κύματα της δυσωδίας που έρχονταν καταπάνω του κι έκλεισε άθελά του τρεις φορές τα μάτια. Το τρίτο βέλος πλήγωσε τον δεσμώτη ελαφρά στο αριστερό πόδι, το τέταρτο σκότωσε τον αετό. Ο Προμηθέας, λένε, έκλαψε γοερά για το πουλί, τον μοναδικό του σύντροφο επί τρεις χιλιάδες χρόνια και τροφοδότη για δύο επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Θα φάω μήπως τα βέλη σου; φώναξε και ξεχνώντας ότι είχε δοκιμάσει κι άλλη τροφή, είπε: μπορείς, χωριάτη, να πετάξεις με τα κοπρίσια πόδια σου. Κι έκανε εμετό απ’ τη σταβλίλα που είχε ποτίσει τον Ηρακλή, από τότε που ’πλυνε τους στάβλους του Αυγεία, γιατί η μπόχα της κοπριάς έφτανε μέχρι τα ουράνια. Φάε τον αετό, είπε ο Ηρακλής. Ο Προμηθέας όμως δεν μπορούσε να συλλάβει το νόημα των λόγων του. Βεβαίως ήξερε πως ο αετός ήταν ο τελευταίος σύνδεσμος με τους θεούς, τα καθημερινά του ραμφίσματα, η μνήμη τους στο κορμί του. Κινητικότερος όσο ποτέ στις αλυσίδες του, ο δεσμώτης έβριζε τον ελευθερωτή δολοφόνο και προσπαθούσε να τον φτύσει κατάμουτρα. Ο Ηρακλής, που διπλώθηκε στα δύο από αηδία, έψαχνε την ίδια στιγμή να βρει τα δεσμά που ακινητοποιούσαν τον φρενιασμένο στην ειρκτή του. Ο χρόνος, ο καιρός και τα περιττώματα είχαν κάνει τη σάρκα και το μέταλλο να φαίνονται ένα, σαν πέτρα και τα δύο. Χαλαρωμένα από τις βίαιες κινήσεις του δεσμώτη, ξεχώρισαν. Φάνηκε να τα έχει φάει η σκουριά. Μόνο στα γεννητικά όργανα η αλυσίδα είχε φυτρώσει με τη σάρκα, μια κι ο Προμηθέας τις τρεις πρώτες τουλάχιστον χιλιετίες, δεμένος στην πέτρα, πότε πότε αυνανιζόταν. Αργότερα ξέχασε ακόμη και το όργανό του. Από το λύσιμο έμεινε κάποια ουλή. Εύκολα θα μπορούσε ο Προμηθέας να ελευθερωθεί μόνος του, αν δεν είχε φοβηθεί τον αετό, άοπλος και εξουθενωμένος έτσι όπως ήταν από τις χιλιετίες. Το ότι φοβόταν την ελευθερία περισσότερο από το πουλί, φαίνεται από τη συμπεριφορά του την ώρα της απελευθέρωσης. Ουρλιάζοντας και βρίζοντας υπεράσπιζε με νύχια και με δόντια τις αλυσίδες του απ’ τη λαβή του ελευθερωτή. Ελευθερωμένος, στα τέσσερα, κλαίγοντας απ’ τον πόνο για το μαρτύριο της μετακίνησης, με μουδιασμένα τα άκρα, αναζητούσε με κραυγές την ήσυχη θέση του πάνω στο βράχο, κάτω απ’ τις φτερούγες του αετού, όπου δεν υπήρχε άλλη μετακίνηση παρά αυτή που χάριζαν σπάνια οι θεοί με τους σεισμούς. Όταν κατάφερε πάλι να σταθεί όρθιος, αρνιόταν πεισματικά να κατέβει, σαν θεατρίνος που δεν θέλει να εγκαταλείψει τη σκηνή. Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να τον κουβαλήσει πέρα απ’ το βουνό, στους ώμους. Η κάθοδος προς τους ανθρώπους κράτησε άλλες τρεις χιλιάδες χρόνια. Ενώ οι θεοί ξερίζωναν την οροσειρά, έτσι ώστε η κάθοδος μέσα στη δίνη των βράχων να ισοδυναμεί μάλλον με γκρεμοτσάκισμα, ο Ηρακλής έσφιξε την πολύτιμη λεία του σαν παιδί στην αγκαλιά, για να μην πάθει κανένα κακό. Πιασμένος σφιχτά γύρω από το λαιμό του ελευθερωτή, ο Προμηθέας τον κατατόπιζε χαμηλόφωνα για τη φορά των βλημάτων έτσι ώστε να παρακάμπτουν τα περισσότερα. Συγχρόνως ομολογούσε δημόσια, με φωνές προς τον ουρανό, που ’χε σκοτεινιάσει από τη δίνη των βράχων, πως δεν έφταιγε για την ελευθέρωσή του. Επακολούθησε η αυτοκτονία των θεών. Ο ένας μετά τον άλλο ρίχτηκαν απ’ τον ουρανό τους στην πλάτη του Ηρακλή και τσακίστηκαν στους πέτρινους σωρούς. Ο Προμηθέας σκαρφάλωσε τότε με κόπο στους ώμους του ελευθερωτή του και πήρε τη στάση νικητή που καλπάζει πάνω σε κάθιδρο παλιάλογο προς τις επευφημίες του πλήθους.


1972 – Κείμενο από το θεατρικό έργο Zement.


Heiner Müller. 2001. Δύστηνος άγγελος. Επιλογή από κείμενα για το θέατρο, ποιήματα και πεζά. Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα. Τίτλος πρωτοτύπου: "Die Befreiung des Prometheus" (1972).