Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Heiner Müller

Ηρακλής 13

(βασισμένο στον Ευριπίδη)

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου


1.
Δέκατη τρίτη εργασία του Ηρακλή ήταν η απελευθέρωση της Θήβας από τους Θηβαίους.

2.
Σφαχτά θυσίας κείτονταν μπροστά στου Δία την πυρά
για καθαρμό του Οίκου από το αίμα του Λύκου
αυτού που ο Ηρακλής είχε σκοτώσει
και το πτώμα πετάξει από τα δώματα
Το βωμό παραστέκαν τα παιδιά και
ο πατέρας του μαζί και η γυναίκα του Μεγάρα
ανάμεσα στα δόντια κρατούσαν σφαλισμένο το λόγο
ήχο ανόσιο σε θυσία ιερή
Κι αυτός με το δαυλό στο χέρι σωπαίνοντας
Τότε ξάφνου πρόβαλε από μέσα του ένας άντρας άλλος
Μορφή του Ηρακλή όχι ο Ηρακλής
αλλά από τα ανεστραμμένα μάτια εντελώς αλλιώτικος
Με αίμα βαμμένες οι ρίζες των βολβών
αφρός στη γενειάδα στάζοντας και μίλησε τρελά
Με ένα γέλιο που δεν ήταν το δικό του γέλιο
Προς τί πατέρα η θυσία πριν να
σκοτώσω και τον Ευρυσθέα
εύκολα θα το έκανα εγώ μια κι έξω
το σπίτι θα στόλιζα με του Ευρυσθέα την κεφαλή
Τα χέρια να ξεπλύνω από το θάνατο
που θα δεχθούν οι εχθροί μου τώρα
το νερό χύστε πετάξτε τα πανέρια
ο δρόμος μου είναι για τις Μυκήνες των Κυκλώπων
βάθρα με κόκκινο κανόνα και με σφυριά
αρμονισμένα να τα γκρεμίσω εγώ πρέπει με
λυγισμένο σίδερο Ποιός το τόξο θα μου δώσει
και τα βέλη μου στο χέρι το ρόπαλο
Ύστερα αφού ανέβηκε σε άρμα κανένα άρμα αυτός μονάχα
το είδες χτυπούσε τον άδειο αέρα
με το χέρι χτυπούσε τον άδειο αέρα
με το χέρι όπως με το καμουτσίκι τ’ άλογα
Στους υπηρέτες προκαλούσε γέλιο
τρόμο συγχρόνως ο ένας κοίταζε τον άλλον
και κάποιος είπε πλάκα μάς κάνει
ο αφέντης ή μπας και είναι μανιασμένος Αυτός όμως
στο σπίτι πάνω κάτω παραπατάει
λέει πως έχει έρθει στην πόλη του Νίσου
και καταγής ξαπλώνει για φαγοπότι
χωρίς να φάει ύστερα στη χαράδρα του Ισθμού
πιστεύει ότι τραβάει με τα ρούχα βγαλμένα
Γυμνός παλεύει έναν αγώνα με κανένα
τον εαυτό του νικητή ανακηρύσσει σε ανύπαρκτα αυτιά
Μετά ήταν στις Μυκήνες με τα λόγια
και πάλι με φοβέρες τον Ευρυσθέα απειλώντας
το υψωμένο για φονικό χέρι αρπάζει τώρα
Ο πατέρας Γιε μου από τί πάσχεις
και τέτοιο απόκοσμο φέρσιμο έχεις Ολότελα σε τρέλαναν
οι σκοτωμοί Όμως αυτός φαντάζεται τον πατέρα
πατέρα του Ευρυσθέα που με φόβο
και ικεσίες τού αγγίζει το χέρι τον Γέροντα σπρώχνει μακριά
στην καλοστολισμένη φαρέτρα ζητάει
τα βέλη για τα παιδιά τα δικά του
ότι θα σκοτώσει τα παιδιά του Ευρυσθέα πιστεύει
τα παιδιά τρέχουν μακριά τον πατέρα φοβούνται
το ένα από δω το άλλο από κει το ένα
στα φορέματα της μάνας της δύστυχης
το άλλο στη σκιά μιας κολόνας
το τρίτο χώνεται κάτω από το βωμό
ίδια πουλιά Η μάνα φωνάζει Γονιέ τί κάνεις
τα παιδιά θέλεις να σκοτώσεις Ο πατέρας φωνάζει
Φωνάζουν οι σκλάβοι Όμως αυτός γύρω από την κολόνα
με φοβερούς κύκλους κυνηγάει το αγόρι
και φοβερή στροφή κάνει προς τα πίσω Βέλος ξεσκίζει
το συκώτι και σωριασμένο ανάσκελα το αγόρι πιτσιλάει
τις πέτρινες πλάκες
βγάζει την τελευταία πνοή ζωής
Του Ευρυσθέα ένας νεογνός βρήκε θάνατο
έπεσε την πατρική έχθρα εκτίοντας
Τώρα προς το δεύτερο αγόρι στο βωμό χωμένο
επειδή πίστευε ότι εκεί ήταν ασφαλισμένο κατευθύνει το βέλος
πριν από το χτύπημα πέφτει ο γιος στα πόδια
του πατέρα τεντώνει ο άτυχος
το χέρι προς το λαιμό και το πηγούνι Πολυαγαπημένε πατέρα
ικετεύει μη με σκοτώσεις γιος δικός σου, γιος σου είμαι
του Ευρυσθέα το παιδί δεν εξοντώνεις
Όμως αυτός με το βλέμμα ν’ αγριεύει και να
γίνεται βλέμμα Γοργούς επειδή το αγόρι
βρισκόταν στο τρομερό πεδίο βολής του το ρόπαλο
σαν να σφυρηλατούσε το σίδερο σήκωσε
και σφυριχτό χτύπημα κατάφερε στο ξανθό κρανίο
ξεσκίζοντας με το ξύλο τα κόκαλα Μόλις το δεύτερο παιδί
εξολόθρευσε ρίχνεται στο τρίτο θύμα
για να σφάξει κι αυτό πλάι στα άλλα δύο Όμως αυτό
τελευταία της ευτυχία είχε η μάνα κιόλας
πάρει μέσα στο σπίτι και σφαλίσει την εξώθυρα
Αυτός τότε σαν να προχωρούσε εναντίον των Κυκλώπων
πέφτει με δύναμη στα φύλλα της πόρτας και σπάει τους παραστάτες
τη μάνα και το παιδί διαπερνάει ένα βέλος
ό,τι η γέννα χώρισε γίνεται ένα πτώμα
που το θανατηφόρο βέλος με θάνατο ξαναδένει
Ύστερα καλπάζει να σκοτώσει τον Γέροντα
Μια μορφή όμως κραδαίνοντας το δόρυ
ορατή και αόρατη από το σπίτι φανερώθηκε
Η Παλλάδα Αθηνά του πέταξε στο στήθος
λιθάρι που τερμάτισε την πορεία του φονιά
Και σε ύπνο τον έριξε Κατάχαμα αυτός πέφτει
χτυπώντας με την πλάτη σε κολόνα
διπλά σπασμένη όταν το σπίτι κατέρρεε
και σωριασμένη στο πλακόστρωτο Και μεις
έχοντας τα πόδια απαλλαγμένα από το φευγιό με βρόχια
γερά τον δέσαμε στα κομμάτια των κιόνων
έτσι που όταν θα τέλειωνε τον ύπνο του
να μην προσεργαζόταν άλλα σε όσα είχε διαπράξει
Γυναίκα και παιδιά σκοτώνοντας
κοιμάται ετούτος που η τύχη εγκατέλειψε έναν ύπνο
όχι ευτυχισμένο Και εγώ πια δεν ξέρω αν υπάρχει
ανάμεσα στους θνητούς άλλος κανένας
που να κουβαλάει απ’ αυτόν πιο μεγάλη αθλιότητα

(Από την κατά λέξη μετάφραση του Peter Witzmann.)

Heiner Müller. 1997. Μορφές από τον Ευριπίδη. Μετ. Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα. Τίτλος πρωτοτύπου: Herakles 13 (1989).