Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jaroslaw Iwaszkiewicz

Ίκαρος

Μετάφραση: Σοφία Εμμ. Χατζιδάκη


Ένας πίνακας του Brueghel έχει τίτλο «Ίκαρος». Όταν κοιτάξει κανείς αυτή την εικόνα, θ’ αναγνωρίσει ένα χωρικό που πάνω στην ανηφορική ακροθαλασσιά οργώνει το χωράφι του, έναν τσοπάνη που βόσκει ήσυχα ήσυχα το κοπάδι του, έναν ψαρά που μαζεύει τα δίχτυα του και πέρα στο βάθος μια ειρηνική πολιτεία. Στο πέλαγος ένα καράβι αρμενίζει μ’ ολάνοιχτα πανιά. Έμποροι στέκονται στο κατάστρωμα, που φαίνονται να μιλούν για τις υποθέσεις τους. Με μια λέξη, αντικρίζουμε τη ζωή με τις καθημερινές φροντίδες, το μόχθο, ακόμα και την κακομοιριά των απλών ανθρώπων που αγωνίζονται κάτι να δημιουργήσουν. Όμως πού είναι ο Ίκαρος; Πού είναι, λοιπόν, εκείνος που αποζήτησε ν’ ανυψωθεί ώς τον ήλιο; Αν κοιτάξουμε τον πίνακα προσεχτικά, μόλις και θα διακρίνουμε σε μια γωνιά να εξέχουν από τα κύματα δυο πόδια και πάνω ψηλά στον αέρα δυο φτερούγες ν’ ακροζυγιάζονται, που αποσπάστηκαν με τ’ ορμητικό πέταγμα παρ’ όλη τη σοφή συγκόλληση. Φαίνεται να έχει περάσει μόλις μια στιγμή από την πτώση τού Ικάρου.

Ο τολμηρός που —σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο— ξετινάχτηκε και πέταξε ψηλά, έφτασε σε τέτοιο ύψος, ώστε να ζυγώσει τον ήλιο. Έλιωσαν οι ηλιαχτίδες το κερί που χρησιμοποιήθηκε για να στερεωθούν οι φτερούγες κι έτσι ο νέος κατακρημίστηκε.

Μια μοίρα, λοιπόν, τραγική. Νά πώς πνίγηκε και χάθηκε ο Ίκαρος μέσα στα κύματα. Ωστόσο κανείς από όσους εικονίζονται δε φαίνεται να το πήρε είδηση. Μήτε ο χωρικός που όργωνε το χωράφι, μήτε οι έμποροι που αρμένιζαν στο πέλαγος, ούτε κι ο βοσκός που μακάρια κοιτούσε τα σύννεφα. Κανείς δεν αντιλήφθηκε το θάνατο του Ικάρου. Μόνο ένας ποιητής ή ένας ζωγράφος θα’βλεπε το χαμό του και θα μπορούσε να τον μεταδώσει στους μεταγενέστερους.

Αυτόν τον πίνακα νομίζω πως έχω αδιάκοπα μπροστά στα μάτια μου, κάθε φορά που θ’ αναθυμηθώ ένα περιστατικό.

Θα ήταν Ιούνιος του 1942 ή του 1943. Ένα όμορφο σούρουπο καταλάγιαζε πάνω στη Βαρσοβία, μια ρόδινη λάμψη έριχνε γοητευτικές ανταύγειες πάνω σε γκρεμισμένους τοίχους και το ρεύμα όλων εκείνων που έτρεχαν να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν από την ώρα που είχε ορίσει η αστυνομία, στη βιασύνη του να προφτάσει το τραμ, έκρυβε μέσα στον τόσον συνωστισμό τούς στρατιωτικούς, που τότε κάπως είχαν αραιώσει. Αν τυχόν εκείνη τη στιγμή παρατηρούσε κανείς τον κόσμο και τους δρόμους της Βαρσοβίας, καθώς τους ομόρφαινε ο καλοκαιριάτικος Ιούνιος, ίσως και για ένα μόνο λεπτό να νόμιζε πως η πρωτεύουσα είχε απελευθερωθεί από τα στρατεύματα Κατοχής. Αλλά για ένα μόνο λεπτό…

Στεκόμουνα στη γωνιά των οδών Τρεμπάτσκα και Κρακοβίας, δηλαδή σε μια γωνιά, όπου υπήρχε και στάση του τραμ. Τα κόκκινα οχήματα περνούσαν κουδουνίζοντας, το ένα πίσω από το άλλο, την οδό Κρακοβίας. Ο κόσμος σπρωχνόταν στα σκαλοπάτια των τραμ, γαντζωνόταν πίσω στον προφυλαχτήρα και κρεμόταν σαν σταφύλια. Κάπου κάπου αγκομαχούσε κανένα κόκκινο λεωφορείο, ειδικό μόνο για γερμανούς, αλλά και γι’ αυτό σχεδόν άδειο. Αρκετή ώρα περίμενα ίσως και περάσει κανένα όχημα όχι και πολύ γεμάτο. Όταν έφτασε κάποιο, ένιωσα πως δεν είχα πια διάθεση ν’ ανεβώ. Δοκίμαζα μιαν ευχαρίστηση, έτσι καθώς βρισκόμουνα μέσα σε κείνο το πλήθος, που τόσο αδιάφορη τού ήταν η ύπαρξή μου.

Ο ποιητής Μιτσκιέβιτς στεκόταν μπροστά μου, ψηλά πάνω στο βάθρο του, λουλούδια ανάδιναν το άρωμά τους γύρω στο μνημείο, αυτοκίνητα έστριβαν στριγκλίζοντας μπροστά στην εκκλησία των Καρμηλιτών, κάτι νεαροί διαλαλούσαν τις εφημερίδες τους, ένα σωρό γυρολόγοι, που πουλούσαν τσιγάρα και γλυκά, μυρμήκιαζαν μπροστά σ’ ένα κατάφωτο κατάστημα, ρολά κατέβαιναν με δυνατό θόρυβο, κάγκελα έκλειναν. Στα πάρκα νέοι και γέροι κάθονταν σε όλα τα παγκάκια και οι σπουργίτες, που πριν από λίγο είχαν κουρνιάσει σε καχεκτικά δεντράκια, φλυαρούσαν. Όλ’ αυτά λες και βούλιαζαν σιγά σιγά μέσα στο γαλάζιο σύθαμπο της βραδιάς. Απότομα ένιωσα το σφυγμό της πολιτείας και ασυναίσθητα ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος, για να ζήσω ακόμα λίγο μαζί του και να χαρώ κοντά του αυτό το καλοκαιριάτικο απόβραδο της Βαρσοβίας.

Ξαφνικά μου έκαν’ εντύπωση ένα παλικαράκι που από κάποια μεριά της οδού Μπεντνάρσκα εντελώς απερίσκεπτα ξεφύτρωσε πίσω από ένα τραμ. Σταμάτησε στη νησίδα με το πρόσωπο προς το δρόμο, με την πλάτη όμως προς τα οχήματα, χωρίς μήτε και κείνη τη στιγμή να σηκώσει τα μάτια του από ένα βιβλίο. Μαζί μ’ αυτό το βιβλίο αναδύθηκε μέσ’ από το γκρίζο σούρουπο. Θα ήταν πάνω κάτω δεκαπέντε χρόνων, το πολύ δεκάξι. Διαβάζοντας τίναζε κάθε τόσο έν’ ανοιχτόξανθο σγουρό και παραμέριζε τα μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό του. Ένα άλλο βιβλίο εξείχε από την πλαγιανή του τσέπη. Αυτό που κρατούσε ανοιχτό μπροστά στα μάτια του ήταν ολοφάνερο πως το είχε πάρει από κάποιον φίλο ή θα τα είχε πετύχει σε καμιά δανειστική βιβλιοθήκη και ήθελε, αντί να περιμένει να γυρίσει πρώτα σπίτι του, ακόμα και στο δρόμο να γνωρίσει το περιεχόμενο. Λυπόμουνα που δεν μπορούσα να μάθω τι είδους να ήταν το βιβλίο. Από μακριά φαινόταν σαν σχολικό. Μα ένα τέτοιο ίσως να μην ξυπνούσε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον σ’ ένα νεαρό. Να ήταν στίχοι; Δεν το ξέρω.

Ο νέος στάθηκε για λίγο στη νησίδα βυθισμένος στο διάβασμα. Δεν έβλεπε ότι τον έσπρωχναν, ότι ο κόσμος συνωστιζόταν, για να μπει στο τραμ. Για λίγες στιγμές τα οχήματα σαν κόκκινες λουρίδες πέρασαν πίσω του. Όμως αυτός δεν μπόρεσε καθόλου να ξεκολλήσει τα μάτια του από το βιβλίο. Και τότε —ίσως να στάθηκαν αφορμή τα σπρωξίματα και ο θόρυβος ολόγυρα, ίσως όμως γιατί ένιωσε υποσυνείδητα την ανάγκη να πάει γρήγορα σπίτι του, πάντα όμως με το βιβλίο μπροστά στα μάτια— τον είδα που κατέβηκε από τη νησίδα στο κατάστρωμα του δρόμου. Αμέσως βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αυτοκίνητο που έτρεχε σαν δαιμονισμένο. Τα φρένα στρίγκλισαν, τα λάστιχα σύρθηκαν ζουλιγμένα πάνω στην άσφαλτο, το όχημα στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει τη σύγκρουση με το νεαρό, τράβηξε απότομα στο πλάι και ξαφνικά σταμάτησε στη γωνιά της οδού Τρεμπάτσκα. Με τρόμο αναγνώρισα πως ήταν όχημα της Γκεστάπο.

Ο νεαρός με το βιβλίο προσπάθησε να προσπεράσει το αυτοκίνητο. Όμως εκείνη τη στιγμή άνοιξε η μικρή πίσω πόρτα και δυο άτομα με τις γνωστές νεκροκεφαλές στα κράνη πήδησαν έξω. Έτσι βρέθηκαν αμέσως σιμά στο νέο. Ο ένας τού φώναζε με λαρυγγιστή φωνή, ο άλλος με μια ευγενική —όλο επιτήδευση— χειρονομία τον καλούσε ν’ ανεβεί στο αυτοκίνητο.

Ακόμα και σήμερα βλέπω τον νέον άνθρωπο, πώς στεκόταν κοντά στη μικρή πόρτα του αυτοκινήτου, σαστισμένος, καταντροπιασμένος. Τον βλέπω να δικαιολογείται κουνώντας αρνητικά το κεφάλι με αφέλεια, σαν παιδάκι που υπόσχεται πως δεν θα το ξανακάμει. «Μα δεν έκαμα τίποτα», φαινόταν να λέει, «ήμουνα μονάχα…» κι έδειχνε το βιβλίο σαν αιτία της απροσεξίας του. Λες και ήταν τώρα δυνατή καμιά εξήγηση. Με όση δύναμη έμενε στη χαμένη πια ζωή του αρνήθηκε ν’ ανεβεί.

Ο ένας από τους στρατιωτικούς ζήτησε από το νέο την ταυτότητά του, την άρπαξε από το χέρι του και με μια βίαιη κίνηση τον έσπρωξε μέσα στο όχημα. Ο άλλος τον βοήθησε. Αφού ο νέος μπήκε στο ειδικό χώρισμα του αυτοκινήτου, οι άνδρες της Γκεστάπο τον ακολούθησαν. Η πόρτα έκλεισε δυνατά, πισωδρόμησε για λίγο το όχημα και με ταχύτητα πολύ μεγάλη κατευθύνθηκε προς τη λεωφόρο Szucha…

Χάθηκε από τα μάτια μου. Κοίταξα ολόγυρά μου, μήπως ήταν εκεί και κανένας άλλος που να έδειξε ενδιαφέρον, που να συμπόνεσε γι’ αυτό που έγινε, γιατί ο νέος άνθρωπος με το βιβλίο ήταν οπωσδήποτε χαμένος. Με μεγάλη μου κατάπληξη αναγνώρισα πως κανείς δεν πρόσεξε το περιστατικό. Όλα όσα περιέγραψα έγιναν τόσο γρήγορα, τόσο κεραυνοβόλα και ο καθένας από το πλήθος ήταν τόσο βιαστικός, ώστε η απαγωγή του νέου να μη γίνει αντιληπτή.

Πλάι μου μερικές γυναίκες συζητούσαν ποιο τραμ θα ήταν προτιμότερο να πάρουν, δυο άντρες άναβαν τσιγάρα πίσω από τον στύλο της στάσης, μια γυναίκα του λαού, μ’ ένα καλάθι που το είχε στήσει στον τοίχο ενός σπιτιού, φώναζε αδιάκοπα σαν ξόρκι βουδιστικό: «Λεμόνια, ωραία λεμόνια…», νεαροί έτρεχαν στο δρόμο, για να προφτάσουν τα τραμ, ενώ κινδύνευαν να βρεθούν ανάμεσα σε αυτοκίνητα…

Ο Μιτσκιέβιτς πάνω στο βάθρο του στεκόταν ατάραχος, τα λουλούδια ανάδιναν το άρωμά τους, αεράκι ανάλαφρο σάλευε γύρω στο μνημείο τα μικρά δέντρα. Η εξαφάνιση εκείνου του ανθρώπου δεν είχε σημασία για κανένα. Εγώ ήμουνα ο μοναδικός μάρτυρας. Ο Ίκαρος είχε πνιγεί.

Έμεινα για πολύ ακόμα στη στάση περιμένοντας ν’ αραιώσει ο κόσμος. Φανταζόμουνα τους γονείς του νέου που θα περίμεναν το γυρισμό του, τους δικούς του, τη μητέρα του που θα ετοίμαζε το βραδινό φαγητό και δεν συλλογίστηκα πως αυτή ποτέ δεν θα μάθαινε με ποιον τρόπο χάθηκε ο γιος της. Γνώριζα καλά τις συνήθειες των κατακτητών μας. Ο νέος δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τα νύχια τους. Είχε πέσει στα χέρια τους τόσο αστόχαστα! Η ανήκουστη αυτή απαγωγή με συντάραξε ώς τα κατάβαθα της ψυχής μου κι ακόμα ώς σήμερα με συγκλονίζει.

Εκείνοι που πέφτουν την ώρα που αγωνίζονται, εκείνοι που γνωρίζουν για ποιο λόγο πεθαίνουν, ίσως να βρίσκουν παρηγοριά στη σκέψη πως ο θάνατός τους θα έχει κάποιο νόημα. Κι όμως, πόσοι να είναι κείνοι που από μια τόσο παράλογη αφορμή, όπως ο δικός μου ο Ίκαρος, βυθίστηκαν στη θάλασσα της λήθης;

Σκοτείνιαζε. Η Βαρσοβία έπεφτε σ’ έναν ύπνο πυρετικό και νοσηρό. Στο τέλος αποσπάστηκα από τον στύλο, άφησα πίσω μου το μνημείο Μιτσκιέβιτς και τράβηξα πεζή για το σπίτι… Όμως αδιάκοπα καταδίωκε τη σκέψη μου η εικόνα του νέου που σήκωνε το κεφάλι αρνητικά, σάμπως να ’λεγε: «Όχι, όχι, γι’ αυτό φταίει μονάχα το βιβλίο… τώρα πια στο μέλλον θα προσέχω…».


Jaroslaw Iwaszkiewicz. 1978. "Ίκαρος". Μετ. Σοφία Εμμ. Χατζιδάκη. Νέα Εστία 1212:43–45.