Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Cocteau

Δαιμόνια μηχανή

Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος

(αποσπάσματα)


ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΟΙΔΙΠΟΔΑ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΑΣ


ΦΩΝΗ

Θεαταί, ας φανταστούμε μια επιστροφή στο χρόνο, και ας ξαναζήσουμε μαζί μερικές στιγμές. Πράγματι, το φάντασμα του Λάιου προσπαθεί να προφυλάξει την Ιοκάστη, εμφανιζόμενο σ’ ένα σημείο των επάλξεων, ενώ η Σφίγγα και ο Οιδίποδας συναντιούνται σ’ ένα ύψωμα της πόλης. Ίδιοι οι ήχοι της τρομπέτας, ίδιο φεγγάρι, ίδια αστέρια, ίδια κοκόρια.


ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ

Έρημο μέρος σ’ ένα ύψωμα της Θήβας, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Σε πρώτο πλάνο (απ’ τ’ αριστερά προς τα δεξιά) ο δρόμος που οδηγεί στη Θήβα. Μια ψηλή, κυρτή πέτρα, που η βάση της στηρίζεται κάτω από μια εξέδρα, σχηματίζει έναν ορθοστάτη προς τ’ αριστερά. Πίσω απ’ τα χαλάσματα ενός μικρού ναού, ένας γκρεμισμένος τοίχος. Στη μέση του τοίχου ένα βάθρο, δείχνει πως αυτή θα ήταν η είσοδος του ναού, και φέρει ίχνη μιας χίμαιρας: ένα φτερό, ένα πόδι και τα πισινά.

Κολόνες καταστραμμένες. Για την παρουσίαση των φαντασμάτων, του Άνυβου και της Νέμεσης, ένας δίσκος κατάλληλος για να μπορούν οι ηθοποιοί απ’ το πίσω μέρος να απαγγέλουν τους διαλόγους, επιτρέποντας στην ηθοποιό να μιμηθεί το νεαρό νεκρό κορίτσι, με κεφάλι τσακαλιού.

Με το άνοιγμα της αυλαίας, μια νεαρή κοπέλα ντυμένη στ’ άσπρα, κάθεται πάνω σ’ ένα βάθρο. Το κεφάλι ενός τσακαλιού που το σώμα του μένει αόρατο πίσω της, ξεκουράζεται στα γόνατά της. Από μακριά ακούγονται τρομπέτες.


ΣΦΙΓΓΑ

Άκου.


ΤΣΑΚΑΛΙ

Ακούω.


ΣΦΙΓΓΑ

Είναι το τελευταίο κουδούνισμα, είμαστε ελεύθεροι. (Ο Άνυβος σηκώνεται, βλέπουμε πως το κεφάλι του τσακαλιού ανήκει σ’ αυτόν).


ΤΟ ΤΣΑΚΑΛΙ ΑΝΥΒΟΣ

Είναι το πρώτο κουδούνισμα. Μένουν άλλα δύο ώσπου να κλείσουν οι πόρτες της Θήβας.


ΣΦΙΓΓΑ

Είναι το τελευταίο, το τελευταίο, είμαι σίγουρη!


ΑΝΥΒΟΣ

Είσαι σίγουρη γιατί επιθυμείς το κλείσιμο των θυρών, μα αλίμονο! Είμαι υποχρεωμένος να σας πω το αντίθετο: δεν είμαστε ελεύθεροι. Είναι το πρώτο κουδούνισμα. Ας περιμένουμε λοιπόν.


[...]


(Ο Οιδίποδας μετράει. Φαίνεται να συμβαίνει ένα παράξενο γεγονός. Η Σφίγγα ορμάει προς τα χαλάσματα, εξαφανίζεται πίσω απ’ τον τοίχο και ξαναεμφανίζεται, φαίνεται ν’ ασχολείται ανεβασμένη στο βάθρο, με το πάνω μέρος του σκηνικού, δηλαδή φαίνεται κρεμασμένη πάνω στο βάθρο με τα χέρια παράλληλα με το μπούστο της, και το κεφάλι ψηλά. Η ηθοποιός κάθεται όρθια και αφήνει να φαίνεται μόνο το μπούστο της και τα χέρια που είναι σκεπασμένα με γάντια που έχουν απάνω στίγματα. Τα χέρια της γραπώνουν τις άκρες απ’ τα σπασμένα της φτερά κι έτσι βγαίνουν καινούρια φτερά, μεγάλα, κιτρινωπά, φωτεινά. Ένα κομμάτι αγάλματος συμπληρώνει το αόρατο μέρος τους κορμιού της, και φαίνεται να είναι η προέκτασή της. Ο Οιδίποδας ακούγεται να μετρά σαράντα επτά, σαράντα οκτώ, σαράντα εννέα, περιμένει λίγο και φωνάζει πενήντα. Γυρίζει από την άλλη πλευρά).


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Εσείς!


ΣΦΙΓΓΑ

(Με μια φωνή μακρινή, δυνατή, χαρούμενη και τρομερή):

Εγώ! Εγώ! η Σφίγγα!


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Ονειρεύομαι!


ΣΦΙΓΓΑ

Δεν είσαι ονειροπαρμένος, Οιδίποδα. Αυτό που θέλεις, το θέλεις, το ήθελες. Σιωπή. Εδώ, εγώ διατάζω. Πλησίασε.


(Ο Οιδίποδας με τα χέρια σαν παράλυτα προσπαθεί με λύσσα να ελευθερωθεί).


ΣΦΙΓΓΑ

Προχώρα. (Ο Οιδίποδας πέφτει στα γόνατα). Αφού τα πόδια σου αρνούνται να σε βοηθήσουν, πήδα, κάνε μικρά πηδηματάκια… Είναι πολύ ωραία ένας ήρωας να γίνεται γελοίος. Εμπρός, πήγαινε, πήγαινε! ήσυχα. Δεν υπάρχει κανείς για να σε δει.


(Ο Οιδίποδας πνίγεται απ’ την οργή, προχωρεί με τα γόνατα).


ΣΦΙΓΓΑ

Ωραία. Αλτ! Και τώρα…


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τη μέθοδό σας και με ποιά τεχνάσματα καλοπιάνετε και σφάζετε τους ταξιδιώτες.


ΣΦΙΓΓΑ

…και τώρα θα σου παρουσιάσω ένα θέαμα. Θα σου δείξω τί θα γινόταν εδώ, Οιδίποδα, αν ήσουν ένα οποιοδήποτε όμορφο αγόρι της Θήβας κι αν δεν είχες το προνόμιο να μ’ αρέσεις.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Ξέρω τί αξίζουν οι φιλοφρονήσεις σας. (Χτυπιέται, αγωνίζεται).


ΣΦΙΓΓΑ

Παραδόσου. Μην προσπαθείς ν’ αντισταθείς. Παραδόσου. Αν αντισταθείς δε θα πετύχεις παρά να κάνεις την πληγή πιο ευαίσθητη και θα κινδυνέψω να σου κάνω κακό.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Θ’ αντισταθώ. (Κλείνει τα μάτια, γυρίζει το κεφάλι απ’ την άλλη πλευρά).


ΣΦΙΓΓΑ

Ανώφελο να κλείνεις τα μάτια σου, να γυρίζεις το κεφάλι σου. Γιατί δεν επιχειρώ ούτε με το τραγούδι, ούτε με το βλέμμα. Αλλά, πιο επιδέξια από έναν τυφλό, πιο γρήγορα απ’ τη ροή μιας μονομαχίας, πιο επιτήδεια από έναν κεραυνό, πιο άκαμπτα κι από έναν αμαξά, πιο βαριά κι από μιαν αγελάδα, πιο ήσυχα από ένα μαθητή που σβήνει τους αριθμούς με τη γλώσσα του, πιο θεληματικά, πιο κρυφά, πιο σταθερά, πιο λικνιστικά κι από ένα πλεούμενο, πιο αδιάφορα κι από ένα δικαστή, πιο άπληστα από τα έντομα, πιο αιμόδιψα από τα όρνεα, πιο επινοητικά από τους ασιάτες δήμιους, πιο πανούργα κι από την καρδιά, πιο ύπουλα από ένα χέρι που κάνει απάτες, πιο μοιραία απ’ τ’ άστρα, πιο προσεκτικά από το φίδι που βρέχει το δέρμα του με σάλιο· εκκρίνω, ξεφεύγω απ’ τον εαυτό μου, ξεσφίγγω, κουβαριάζω, ξετυλίγω, τυλίγω έτσι, ώστε αυτοί οι κόμποι να με κάνουν να σκεφθώ αν θα τους σφίξω ή θα τους χαλαρώσω· θα σε έπιανα τόσο απαλά, τόσο μαλακά που θα φανταζόσουν πως είσαι θύμα ενός ψαριού και τόσο σκληρά που μια αδεξιότητα από μέρους μου θα σε ακρωτηρίαζε, και τόσο σφιχτά που ένα δοξάρι θ’ αποκτούσε ένα θεϊκό παράπονο· κατσαρό σαν τη θάλασσα, την κολόνα, το τριαντάφυλλο, ρωμαλέο σα χταπόδι φτιαγμένο σε διάκοσμο ονείρου, προ πάντων αόρατο, αόρατο και μεγαλοπρεπές σαν την κυκλοφορία του αίματος των αγαλμάτων, σα μια κλωστή που σφιχτοδένεται με την ευφράδεια των τρελών αραβουργημάτων του μελιού που πέφτει πάνω στο μέλι.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

(Με φωνή αδύνατη):

Ξεσφίχτε με! Χάρη…


ΣΦΙΓΓΑ

Και θα ζητάς χάρη και δε θα ντρέπεσαι, γιατί δε θα ’σαι ο πρώτος, άκουσα τους πιο περήφανους να φωνάζουν τη μητέρα τους κι είδα τους πιο αναιδείς να λιώνουν απ’ το κλάμα. Οι πιο επιδεικτικοί ήταν και οι πιο αδύνατοι, γιατί λιποθυμούσαν στο δρόμο και τότε έπρεπε εγώ να κάνω το βαλσαμωτή που στα χέρια του οι πεθαμένοι μοιάζουν με μπεκρήδες που μοιάζουν να μη ξέρουν να κρατούν όρθιο το κορμί τους.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Μερόπη!… Μαμά…


ΣΦΙΓΓΑ

Έπειτα, θα σου ζητούσα να προχωρήσεις λίγο κι εγώ θα σε βοηθούσα ξεσφίγγοντας τα πόδια σου. Εκεί! και θα σε βοηθούσα. Θα σε ρωτούσα για παράδειγμα: ποιό ζώο περπατάει με τα τέσσερα το πρωί, με τα δυο το μεσημέρι, με τα τρία το βράδυ; και συ θα έψαχνες και θα ξαναέψαχνες. Καθώς θα προσπαθούσες να το βρεις το μυαλό σου θα σταματούσε σ’ ένα μικρό μενταγιόν των παιδικών σου χρόνων ή θα επαναλάμβανες έναν αριθμό ή θα μετρούσες τ’ αστέρια ανάμεσα απ’ τις γκρεμισμένες κολόνες· και θα ξαναγύριζες στο θέμα όταν θα σου ξαναθύμιζα το αίνιγμα.

Αυτό το ζώο είναι ο άνθρωπος που περπατάει με τα τέσσερα όταν είναι μικρός, με τα δυο όταν είναι δυνατός, κι όταν γεράσει μ’ ένα τρίτο πόδι, το μπαστούνι.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Είσαι ένα κτήνος.


ΣΦΙΓΓΑ

Θα φώναζες: είσαι πολύ κτήνος! Όλοι σας το λέτε αυτό. Τότε αφού αυτή η φράση θα επισφράγιζε την αποτυχία σου, εγώ θα φώναζα τον Άνυβο το βοηθό μου. Άνυβε!


(Ο Άνυβος εμφανίζεται με τα χέρια σταυρωμένα, το κεφάλι προφίλ, όρθιος δεξιά απ’ το βάθρο).


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Ω! Κυρία!… Ω! όχι! όχι όχι! όχι! κυρία!


ΣΦΙΓΓΑ

Και θα σ’ έκανα να γονατίσεις. Εμπρός… Εμπρός… εκεί, εκεί… Κάτσε ήσυχα. Και θα κατέβαζες το κεφάλι… και ο Άνυβος θα πεταγότανε. Θα ’νοιγε τις μασέλες του που μοιάζουν με του λύκου! (Ο Οιδίποδας βγάζει μια κραυγή). Είπα: θα ’σκυβε, θα πεταγότανε… θα ’νοιγε… Δεν φρόντιζα πάντα να εκφράζομαι μ’ αυτό τον τρόπο; Γιατί αυτή η κραυγή; Γιατί αυτή η τρομερή φάτσα; Ήταν μια επίδειξη, Οιδίποδα, μια απλή επίδειξη. Είσαι ελεύθερος.


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Ελεύθερος!

(Κουνάει το ένα χέρι και το ένα πόδι… σηκώνεται, τρικλίζει, φέρνει το χέρι στο κεφάλι του).


ΑΝΥΒΟΣ

Συγγνώμη, Σφίγγα. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να βγει από δω χωρίς να υπομείνει τη δοκιμασία.


ΣΦΙΓΓΑ

Μα…


ΑΝΥΒΟΣ

Ρώτησέ τον…


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Μα…


ΑΝΥΒΟΣ

Σιωπή! Ρώτησε αυτό τον άνθρωπο.


(Σιγή. Ο Οιδίποδας γυρίζει την πλάτη, μένει ακίνητος).


ΣΦΙΓΓΑ

Θα το ρωτήσω… θα το ρωτήσω. Καλά. (Μ’ ένα έκπληκτο βλέμμα προς τον Άνυβο). Ποιό ζώο περπατάει με τα τέσσερα το πρωί; με τα δυο το μεσημέρι, με τα τρία το βράδυ;


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Ο άνθρωπος, βεβαίως! που σέρνεται στα τέσσερα όταν είναι μικρός, με τα δυο σαν μεγαλώσει κι όταν γεράσει μ’ ένα τρίτο, το μπαστούνι.


(Η Σφίγγα πάει προς το βάθρο).


ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

(Πηγαίνοντας προς τα δεξιά):

Νικητής!

(Τρέχει και βγαίνει απ’ τα δεξιά. Η Σφίγγα γλιστρά στην κολόνα, χάνεται πίσω απ’ τον τοίχο, ξαναεμφανίζεται χωρίς φτερά).


ΣΦΙΓΓΑ

Οιδίποδα! Πού είναι; Πού είναι;


ΑΝΥΒΟΣ

Έφυγε, πέταξε. Τρέχει λαχανιασμένος ν’ αναγγείλει τη νίκη του.


ΣΦΙΓΓΑ

Χωρίς να μου ρίξει μια ματιά, χωρίς μια λέξη, χωρίς ένα νεύμα αναγνώρισης.


ΑΝΥΒΟΣ

Περιμένατε διαφορετική στάση;


ΣΦΙΓΓΑ

Ο βλάκας! Δεν κατάλαβε λοιπόν τίποτα;


ΑΝΥΒΟΣ

Τίποτα.

[...]


Jean Cocteau. 1986. Δαιμόνια μηχανή ή: ένα έργο σε τέσσερις πράξεις. Μετ. Γιάννης Θηβαίος. Αθήνα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: La machine infernale. (Éditions Bernard Grasset, 1934).