Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Maurice Blanchot

Το βλέμμα του Ορφέα

Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης


Όταν ο Ορφέας κατεβαίνει προς την Ευρυδίκη, η τέχνη είναι η δύναμη με την οποία ανοίγεται η νύχτα. Με τη δύναμη της τέχνης η νύχτα υποδέχεται την τέχνη, γίνεται η υποδειγματική μύχια περιοχή, η εννόηση και η σύμπνοια της πρώτης νύχτας. Όμως, για να πάει προς την Ευρυδίκη κατέβηκε ο Ορφέας. Γι’ αυτόν, η Ευρυδίκη είναι το ακρότατο σημείο όπου μπορεί να φτάσει η τέχνη· πίσω από ένα όνομα που την αποκρύπτει και πίσω από ένα πέπλο που την καλύπτει, είναι το βαθιά σκοτεινό σημείο προς το οποίο φαίνεται πως τείνουν η τέχνη, ο πόθος, ο θάνατος και η νύχτα. Η Ευρυδίκη είναι η στιγμή όπου η ουσία της νύχτας προσεγγίζεται ως η άλλη νύχτα.

Ωστόσο, το έργο του Ορφέα δεν συνίσταται στο να εξασφαλίσει, με την κάθοδό του στα βάθη, την προσέγγιση αυτού του «σημείου». Το δικό του έργο είναι να σύρει αυτό το σημείο στη μέρα και μέσα στη μέρα να του δώσει σχήμα, πρόσωπο και πραγματικότητα. Ο Ορφέας μπορεί τα πάντα εκτός από το να κοιτάξει καταπρόσωπο αυτό το «σημείο», εκτός από το να κοιτάξει το κέντρο της νύχτας μέσα στη νύχτα. Μπορεί να κατεβεί προς αυτό, μπορεί —κι αυτό είναι μια δύναμη ακόμα πιο μεγάλη— να το ελκύσει προς το μέρος του και να το εφελκύσει, μαζί με τον εαυτό του, προς τα επάνω, αποστρέφοντας όμως το πρόσωπό του από αυτό. Η αποστροφή αυτή είναι το μοναδικό μέσο για να το προσεγγίσει: αυτό είναι το νόημα της απόκρυψης η οποία αποκαλύπτεται μέσα στη νύχτα. Ο Ορφέας όμως, με την κίνηση της αποδημίας του, ξεχνά το έργο που οφείλει να πραγματοποιήσει και το ξεχνά αναγκαστικά, διότι η ύστατη απαίτηση της κίνησής του δεν είναι το να υπάρξει έργο αλλά το να βρεθεί κάποιος πρόσωπο με πρόσωπο με αυτό το «σημείο» και να συλλάβει την ουσία του εκεί όπου φανερώνεται, εκεί όπου είναι ουσιώδης και ουσιωδώς φανέρωμα, δηλαδή μέσα στην καρδιά της νύχτας.

Ο ελληνικός μύθος λέει πως δεν μπορούμε να κάνουμε έργο παρά μόνο εάν η υπέρογκη εμπειρία του βάθους —εμπειρία την οποία οι Έλληνες θεωρούν αναγκαία για το έργο, εμπειρία όπου το έργο υποβάλλεται στη δοκιμασία της ύβρεως του— δεν επιδιώκεται μόνο γι’ αυτήν καθεαυτήν την εμπειρία. Το βάθος δεν προσφέρεται καταπρόσωπο και δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο με το να αποκρύβεται μέσα στο έργο. Πρόκειται για μια θεμελιώδη και ανελέητη απάντηση. Ο μύθος όμως δείχνει επιπλέον πως η μοίρα του Ορφέα είναι και το να μην υποταχτεί σε αυτόν τον έσχατο νόμο, και ασφαλώς, με το να στρέφεται προς την Ευρυδίκη, καταλύει το έργο: το έργο ακαριαία αποσυντίθεται, και η Ευρυδίκη επιστρέφει μόνο της στη σκιά. Στο δικό του βλέμμα, η ουσία της νύχτας αποκαλύπτεται πως είναι το μη ουσιώδες. Με αυτόν τον τρόπο ο Ορφέας προδίδει και το έργο και την Ευρυδίκη και τη νύχτα. Το να μην στραφεί προς την Ευρυδίκη θα ισοδυναμούσε επίσης με προδοσία, με απιστία στη χωρίς μέτρο και φρόνηση δύναμη της κίνησης, η οποία δεν θέλει την Ευρυδίκη με την ημερήσια αλήθεια της και την καθημερινή της χάρη αλλά με το νυχτερινό σκοτάδι της και την απόμακρη στάση της, με το κορμί της σφαλισμένο και με το πρόσωπό της σφραγισμένο· η οποία θέλει να τη βλέπει όχι όταν είναι ορατή μα όταν είναι αόρατη, και όχι ως την ενδόμυχη περιοχή μιας ζωής οικείας αλλά ως την παραξενιά εκείνου που αποκλείει καθετί ενδόμυχο· η οποία δεν θέλει να δώσει ζωή στην Ευρυδίκη αλλά να κρατά ζωντανή μέσα της την πληρότητα του θανάτου της.

Μόνο αυτό ήρθε να αναζητήσει ο Ορφέας στον Άδη. όλη η δόξα του έργου του, όλη η δύναμη της τέχνης του, ακόμη και ο πόθος για μια ζωή ευτυχισμένη μέσα στην όμορφη λάμψη της μέρας, τα πάντα θυσιάζονται σε αυτήν την μοναδική του μέριμνα: να κοιτάξει μέσα στη νύχτα αυτό που η νύχτα αποκρύβει, να κοιτάξει δηλαδή την άλλη νύχτα, την απόκρυψη που εμφανίζεται.

Πρόκειται για κίνηση απέραντα άδηλη, την οποία καταδικάζει η μέρα ως αναιτιολόγητη τρέλα ή ως έκτιση της ύβρεως. Για τη μέρα, είναι ήδη ύβρις η κάθοδος στον Άδη, η κίνηση προς το μάταιο βάθος. Είναι αναπόφευκτο το να αντιπαρέρχεται ο Ορφέας το νόμο που του απαγορεύει «να στραφεί», εφόσον, από τα πρώτα κιόλας βήματά του προς τους ίσκιους, έχει παραβιάσει το νόμο. Αυτή η παρατήρηση μάς κάνει να διαισθανθούμε πως, στην πραγματικότητα, ο Ορφέας δεν έπαψε ποτέ να είναι στραμμένος προς την Ευρυδίκη αφού την είδε αόρατη, αφού την άγγιξε ανέγγιχτη μέσα στην απουσία της, που ήταν παρουσία τής απεριόριστης απουσίας της. Εάν δεν την είχε κοιτάξει, δεν θα την είχε ελκύσει· αυτή, βέβαια, δεν είναι εκεί παρούσα, εκείνος όμως μέσα σε τούτο το βλέμμα είναι απών, είναι νεκρός όσο κι εκείνη, όχι νεκρός με τον ήρεμο θάνατο που δίνει ο κόσμος και που είναι ανάπαυση, σιωπή και τέλος, αλλά με τον άλλο θάνατο που δεν έχει τέλος, που είναι δοκιμασία της απουσίας τέλους.

Κρίνοντας η μέρα την ενέργειά του, του προσάπτει ακόμη ότι συμπεριφέρθηκε με ανυπομονησία. Στην περίπτωση αυτή το σφάλμα του Ορφέα φαίνεται πως έγκειται στον πόθο ο οποίος τον οδηγεί στο να κοιτάξει και να αποκτήσει την Ευρυδίκη, αυτός που άλλη μοίρα δεν έχει από το να την τραγουδήσει. Είναι Ορφέας μόνο μέσα στο άσμα, δεν μπορεί να έχει σχέση με την Ευρυδίκη παρά μόνο μέσα στην καρδιά του ύμνου, ζωή και αλήθεια δεν έχει παρά από και μετά το ποίημα, και η Ευρυδίκη δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο απ’ αυτήν τη μαγική εξάρτηση η οποία, όταν αυτός είναι έξω από το άσμα, τον μεταβάλλει σε ίσκιο και μόνο μέσα στο χώρο του ορφικού μέτρου τον κάνει ελεύθερο, ζωντανό και κυρίαρχο. Ναι, αυτό είναι αλήθεια, ο Ορφέας μόνο με το άσμα έχει εξουσία πάνω στην Ευρυδίκη, αλλά και με το άσμα έχει ήδη χαθεί η Ευρυδίκη. Κι ο ίδιος ο Ορφέας είναι ο διασκορπισμένος Ορφέας, ο «απεριόριστα νεκρός» στον οποίο πλέον τον έχει μεταβάλει η δύναμη του άσματος. Χάνει την Ευρυδίκη επειδή την ποθεί πέρα από τα μετρημένα όρια του άσματος, και μαζί χάνεται κι αυτός. Ο πόθος όμως αυτός και η χαμένη Ευρυδίκη και ο διασκορπισμένος Ορφέας είναι απαραίτητα στο άσμα, όπως είναι απαραίτητη στο έργο η δοκιμασία της αιώνιας αργίας.

Ο Ορφέας είναι ένοχος ανυπομονησίας. Το σφάλμα του είναι ότι θέλησε να εξαντλήσει το απεριόριστο, να θέσει τέρμα στο ατέρμονο, να μη διατηρήσει ατέρμονα την ίδια κίνηση της πλάνης του. Η ανυπομονησία είναι το λάθος όποιου θέλει να διαφύγει την απουσία χρόνου· η υπομονή είναι ο δόλος που επιδιώκει να επιβληθεί πάνω σε αυτήν την απουσία χρόνου, μετατρέποντάς την σ’ έναν άλλο χρόνο, σ’ ένα χρόνο που μετριέται αλλιώς. Η αληθινή υπομονή όμως δεν αποκλείει την ανυπομονησία· η αληθινή υπομονή είναι ενδόμυχη περιοχή της ανυπομονησίας, είναι η ανυπομονησία που υποφέρεται και υπομένεται ατέλειωτα. Κατά συνέπεια, η ανυπομονησία του Ορφέα είναι και μια σωστή κίνηση, διότι μέσα σε αυτήν αρχίζει εκείνο που θα γίνει το ίδιο του το πάθος, η ανώτατη υπομονή του, η απεριόριστη ενδιάτριψή του μέσα στο θάνατο.


Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Ο κόσμος μπορεί να κρίνει τον Ορφέα, το έργο όμως δεν τον κρίνει, δεν φωτίζει τα λάθη του. Το έργο δεν λέει τίποτα. Κι όλα γίνονται λες και ο Ορφέας, με το να δείξει ανυποακοή στο νόμο και να κοιτάξει την Ευρυδίκη, άλλο δεν έκανε από το να υπακούσει στη βαθιά απαίτηση του έργου· λες και με αυτήν την εμπνευσμένη κίνηση καταμάγεψε στον Άδη τον σκοτεινό Ίσκιο και τον έσυρε, παρά τη θέλησή του, προς τη μεγάλη μέρα του έργου.

Το να κοιτάξω την Ευρυδίκη με την απερισκεψία και την ανυπομονησία του πόθου που ξεχνά το νόμο, χωρίς να νοιάζομαι για το άσμα: αυτό ακριβώς είναι η έμπνευση. Επομένως, η έμπνευση θα μπορούσε να μετατρέψει την ομορφιά της νύχτας σε μη πραγματικότητα του κενού; Θα μπορούσε να κάνει την Ευρυδίκη έναν ίσκιο και τον Ορφέα απεριόριστα νεκρό; Θα μπορούσε η έμπνευση να είναι εκείνη η άδηλη στιγμή όπου η ουσία της νύχτας γίνεται το μη ουσιώδες, και τα υποδεκτικά μύχια της πρώτης νύχτας, η απατηλή παγίδα της άλλης νύχτας; Ναι, θα μπορούσε. Από την έμπνευση δεν προαισθανόμαστε παρά μόνο την αποτυχία της και δεν αναγνωρίζουμε παρά μόνο την παραστρατημένη βία της. Εάν όμως η έμπνευση μιλά για την αποτυχία του Ορφέα και για τη δυο φορές χαμένη Ευρυδίκη, εάν εκφράζει την ασημαντότητα και το κενό της νύχτας, προς αυτήν την αποτυχία και προς αυτήν την ασημαντότητα η έμπνευση στρέφει και εξωθεί τον Ορφέα με μια κίνηση ακατανίκητη, λες και αυτό που ονομάζουμε ασήμαντο, μη ουσιώδες και πλάνη, μπορούσε, γι’ αυτόν που αποδέχεται τον κίνδυνο και του παραδίδεται ανενδοίαστα, να αποκαλυφθεί πηγή κάθε αυθεντικότητας.

Το εμπνευσμένο και εμβρόντητο βλέμμα καταδικάζει τον Ορφέα στο να χάσει τα πάντα, κι όχι μόνο τον εαυτό του, όχι μόνο τη σοβαρότητα της μέρας, αλλά και την ουσία της νύχτας. Είναι βέβαιο αυτό, δεν επιδέχεται εξαιρέσεις. Η έμπνευση λέει για τον όλεθρο του Ορφέα, για τον βέβαιο εξολοθρεμό του, και ως αντίβαρο δεν υπόσχεται την επιτυχία του έργου, όπως και με το έργο δεν βεβαιώνει τον ιδανικό θρίαμβο του Ορφέα μήτε την επιβίωση της Ευρυδίκης. Με την έμπνευση τίθεται σε κίνδυνο το έργο, όπως απειλείται εξίσου και ο Ορφέας. Τη στιγμή αυτή το έργο αγγίζει το σημείο την υπέρτατης αβεβαιότητάς του, γι’ αυτόν το λόγο είναι τόσο συχνή και τόσο σταθερή η αντίστασή του σε αυτό που το εμπνέει, γι’ αυτόν το λόγο παίρνει τα μέτρα του λέγοντας στον Ορφέα: Δεν θα με κρατήσεις παρά μόνο εάν την κοιτάξεις. Αυτή όμως η απαγορευμένη κίνηση είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να εκπληρώσει ο Ορφέας προκειμένου να φέρει το έργο πέραν εκείνου που του δημιουργεί ασφάλεια, κι αυτό δεν μπορεί να το εκπληρώσει παρά μόνο εάν ξεχάσει το έργο, μαθητεύοντας στην άσκηση ενός πόθου που του έρχεται από τη νύχτα, που είναι συνδεδεμένος με τη νύχτα ωσάν να είναι αυτή η αρχέγονη προέλευσή του. Σε αυτό το βλέμμα το έργο βρίσκει το χαμό του. Είναι η μοναδική στιγμή όπου το έργο χάνεται απόλυτα, όπου κάτι περισσότερο σημαντικό από το έργο, κάτι μικρότερης σημασίας από το έργο, εξαγγέλλεται και επιβάλλεται. Για τον Ορφέα, το έργο είναι τα πάντα εκτός από αυτό το ποθητό βλέμμα όπου το έργο χάνεται, έτσι ώστε μόνο με αυτό το βλέμμα μπορεί επίσης το έργο να υπερβεί τον εαυτό του, να ενωθεί με την αρχέγονη προέλευσή του και να καθιερωθεί με την αδυνατότητα.

Το βλέμμα του Ορφέα είναι η ύστατη προσφορά του Ορφέα στο έργο, μια προσφορά όπου ο Ορφέας αρνείται το έργο, όπου το θυσιάζει με το να φέρεται από την υπέρογκη κίνηση του πόθου προς την αρχέγονη προέλευση του έργου.

Τότε τα πάντα για τον Ορφέα καταποντίζονται μέσα στην αβεβαιότητα της αποτυχίας όπου, ως αντίβαρο, μένει μόνο η αβεβαιότητα του έργου, διότι: υπάρχει ποτέ το έργο; Μπροστά στο πιο αναμφισβήτητο αριστούργημα, που σφύζει από την εκρηκτικότητα και την απόφαση της αρχής, τυχαίνει να βρισκόμαστε ενώπιον και αυτού που εξαλείφεται, ενώπιον δηλαδή ενός έργου που ξαφνικά γίνεται και πάλι αόρατο, δεν βρίσκεται πια εκεί, ποτέ δεν βρισκόταν εκεί. Αυτή η αιφνίδια έκλειψη είναι η μακρινή ανάμνηση του βλέμματος του Ορφέα, είναι η νοσταλγική επιστροφή στην αβεβαιότητα της αρχέγονης προέλευσης.


Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ Η ΘΥΣΙΑ

Παρόμοια στιγμή τι εξαγγέλλει για την έμπνευση; Εάν έπρεπε να επιμείνουμε σε αυτήν την ερώτηση, η απάντηση που θα δίναμε θα ήταν πως η στιγμή αυτή συνδέει την έμπνευση με τον πόθο.

Εισάγει στη μέριμνα για το έργο την κίνηση της αμεριμνησίας στην οποία θυσιάζεται το έργο: παραβιάζεται ο υπέρτατος νόμος του έργου και, για χάρη της Ευρυδίκης, για χάρη του ίσκιου, το έργο προδίδεται. Η αμεριμνησία είναι η κίνηση της θυσίας, μιας θυσίας που δεν μπορεί παρά να είναι αμέριμνη και ανάλαφρη, που είναι ίσως λάθος, που εκτίεται αυτομάτως ως λάθος που έχει ουσία της την ελαφρότητα, την αμεριμνησία και την αθωότητα: θυσία που γίνεται χωρίς ιερουργία, όπου το ίδιο το ιερό, η νύχτα με τα απροσπέλαστα βάθη της, έχει παραδοθεί, με το αμέριμνο βλέμμα που δεν είναι καν ιερόσυλο και που δεν έχει καθόλου μήτε τη βαρύτητα μήτε τη σοβαρότητα μιας βέβηλης πράξης, στο μη-ουσιώδες, το οποίο δεν είναι το βέβηλο αλλά βρίσκεται εντεύθεν όλων αυτών των κατηγοριών.

Η ουσιαστική νύχτα που ακολουθεί τον Ορφέα —πριν από το αμέριμνο βλέμμα—, η ιερή νύχτα την οποία κρατά μέσα στη γοητεία του άσματος και η οποία με αυτόν τον τρόπο συγκρατείται μέσα στα όρια και στον μετρημένο χώρο του άσματος, αυτή η νύχτα είναι ασφαλώς πιο πλούσια και πιο σεπτή από την κενή μηδαμινότητα που γίνεται η νύχτα μετά το βλέμμα. Η ιερή νύχτα περικλείει την Ευρυδίκη, περικλείει μέσα στο άσμα αυτό που υπερβαίνει το άσμα. Είναι όμως κι αυτή κλεισμένη διότι είναι δέσμια, είναι η ακόλουθος, η ιερότητα που δαμάστηκε με τη δύναμη των τελετουργιών, η λέξη εκείνη που σημαίνει τάξη και ευθύτητα, το δίκαιο, την οδό του Ταό και τον άξονα του Δάρμα. Το βλέμμα του Ορφέα αποδεσμεύει την ιερή νύχτα, καταλύει τα όρια και συντρίβει το νόμο ο οποίος περιείχε και κατείχε την ουσία. Έτσι, το βλέμμα του Ορφέα είναι η έσχατη στιγμή της ελευθερίας, μια στιγμή όπου αυτός ελευθερώνεται από τον εαυτό του και, το σπουδαιότερο, ελευθερώνει το έργο από τη μέριμνα του έργου, ελευθερώνει το ιερό που εμπεριέχεται στο έργο και δίνει το ιερό πίσω στον εαυτό του, το δίνει στην ελευθερία της ουσίας του, στην ουσία του που είναι ελευθερία (γι’ αυτό και η έμπνευση είναι η κατεξοχήν προσφορά). Όλα, λοιπόν, παίζονται στην απόφαση του βλέμματος. Σε αυτήν την απόφαση, η αρχέγονη προέλευση προσεγγίζοντας με τη δύναμη του βλέμματος, που αποδεσμεύει την ουσία της νύχτας, αναιρεί τη μέριμνα και διακόπτει το αδιάκοπο ανακαλύπτοντάς το: είναι μια στιγμή του πόθου, της αμεριμνησίας και της αυτεξουσιότητας.

Με το βλέμμα του Ορφέα, η έμπνευση συνδέεται με τον πόθο. Η ανυπομονησία συνδέει τον πόθο με την αμεριμνησία. Όποιος δεν είναι ανυπόμονος, δεν θα φτάσει ποτέ στην αμεριμνησία, σ’ εκείνη τη στιγμή όπου η μέριμνα ενώνεται με την ίδια της τη διαφάνεια. Όποιος όμως αρκείται στην ανυπομονησία, δεν θα γίνει ποτέ του ικανός για το αμέριμνο και ανάλαφρο βλέμμα του Ορφέα. Γι’ αυτόν το λόγο, η ανυπομονησία πρέπει να είναι η καρδιά της μεγάλης υπομονής, η καθαρή αστραποβολή την οποία η απεριόριστη αναμονή, η σιωπή, το απόθεμα της υπομονής κάνουν να αναβλύσει μέσα από τους κόλπους της ανυπομονησίας, όχι μόνο σαν τη σπίθα που ανάβει η υπέρτατη ένταση αλλά σαν το σπινθηροβόλο σημείο που έχει διαφύγει αυτήν την αναμονή, σαν την ευτυχή συγκυρία της αμεριμνησίας.


ΤΟ ΑΛΜΑ

Το γράψιμο αρχίζει με το βλέμμα του Ορφέα, κι αυτό το βλέμμα είναι η κίνηση του πόθου που συντρίβει τη μοίρα και τη μέριμνα για το άσμα και φτάνει, με αυτήν την εμπνευσμένη και αμέριμνη απόφαση, στην αρχέγονη προέλευση και καθιερώνει το άσμα. Όμως, για να κατεβεί ο Ορφέας προς αυτήν τη στιγμή, του χρειαζόταν ήδη η δύναμη της τέχνης. Αυτό σημαίνει πως δεν γράφουμε παρά μόνο όταν φτάνουμε σ’ εκείνη τη στιγμή προς την οποία ωστόσο δεν μπορούμε να αχθούμε παρά μόνο μέσα στο χώρο τον οποίο έχει ήδη ανοίξει η κίνηση του γραψίματος. Για να γράψουμε, πρέπει ήδη να έχουμε γράψει. Μέσα στην εναντιότητα αυτή, τοποθετούνται και η ουσία της γραφής, η δυσκολία της εμπειρίας και το άλμα της έμπνευσης.


1953


Maurice Blanchot. 1994. Ο χώρος της λογοτεχνίας. Μετ. Δημήτρης Δημητριάδης. Αθήνα: Εξάντας. Τίτλος πρωτοτύπου: L'espace litteraire (1953).