Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Anouilh

Ευρυδίκη

Τρεις πράξεις, τέσσερις εικόνες

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

(απόσπασμα)


ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

Α΄ ΕΙΚΟΝΑ


Το καφενείο του σταθμού πάλι, αλλά άδειο και βυθισμένο στο σκοτάδι. Σε λίγο μπαίνει ο Κύριος Ανρί και πίσω του ο Ορφέας, χλωμός και κουρασμένος.


ΟΡΦΕΑΣ

κοιτάζει γύρω του χωρίς να καταλαβαίνει

Πού βρισκόμαστε;


ΑΝΡΙ

Δε θυμάσαι;


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν μπορώ να περπατήσω άλλο.


ΑΝΡΙ

Θα ξεκουραστείς τώρα.


ΟΡΦΕΑΣ

Πού βρισκόμαστε; Όλα στριφογυρίζουν μπροστά μου. Τί έγινε από χτες;


ΑΝΡΙ

Είναι «χτες» ακόμα.


ΟΡΦΕΑΣ

άξαφνα θυμάται

Μου υποσχεθήκατε πως—


ΑΝΡΙ

Ναι, σου υποσχέθηκα. Ησύχασε. Θες τσιγάρο;


ΟΡΦΕΑΣ

παίρνει μηχανικά το τσιγάρο, που του το ανάβει ο κ. Ανρί. Κοιτάει ολόγυρα

Πού βρισκόμαστε;


ΑΝΡΙ

Μάντεψε!


ΟΡΦΕΑΣ

Θέλω να μάθω πού βρισκόμαστε!


ΑΝΡΙ

Μου είπες πως δε θα φοβηθείς!


ΟΡΦΕΑΣ

Δε φοβάμαι. Θέλω μόνο να μάθω αν φτάσαμε, επιτέλους!


ΑΝΡΙ

Ναι, φτάσαμε!


ΟΡΦΕΑΣ

Πού;


ΑΝΡΙ

Κάνε λίγη υπομονή… (Του δίνει μια καρέκλα.) Κάθισε. (Το φως δυναμώνει.) Θυμάσαι τώρα;


ΟΡΦΕΑΣ

Είναι το καφενείο του σταθμού…


ΑΝΡΙ

Ναι!


ΟΡΦΕΑΣ

κάνει να σηκωθεί

Μου είπατε ψέματα, λοιπόν;


ΑΝΡΙ

τον αναγκάζει να κάτσει

Όχι, δε λέω ποτέ ψέματα. Ησύχασε, μη φωνάζεις.


ΟΡΦΕΑΣ

Γιατί μπήκατε στην κάμαρά μου, εδώ και λίγην ώρα; Ήμουνα πεσμένος στο κρεβάτι, στο κρεβάτι της Ευρυδίκης. Πονούσα. Ένιωθα σχεδόν ευτυχισμένος μέσα στον πόνο μου.


ΑΝΡΙ

υπόκωφα

Δεν μπορούσα να σε βλέπω να υποφέρεις.


ΟΡΦΕΑΣ

Και τί σας ένοιαζε αν υπέφερα εγώ;


ΑΝΡΙ

Δεν ξέρω. Είναι η πρώτη φορά που μου τυχαίνει κάτι τέτοιο… Κάτι παράξενο άρχισε να τρεμουλιάζει μέσα μου. Κι αν εξακολουθούσες να κλαις και να υποφέρεις, θα μάτωνε σαν πληγή… Ετοιμαζόμουν να φύγω από το ξενοδοχείο. Άφησα τη βαλίτσα μου και ήρθα να σε παρηγορήσω, λίγο. Και καθώς τίποτα δεν σε παρηγορούσε, σου ’δωσα εκείνη την υπόσχεση, για να ησυχάσεις… Με πιστεύεις τώρα;


ΟΡΦΕΑΣ

Θέλω να σας πιστέψω, το θέλω μ’ όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν μπορώ, όχι!


ΑΝΡΙ

μ’ ένα σιωπηλό γέλιο

Μικρέ πεισματάρη! Κλαις, θρηνείς, υποφέρεις, αλλά δε θες να με πιστέψεις. Σε συμπαθώ πολύ. Αν δε σε συμπαθούσα τόσο χτες, θα είχα φύγει αμέσως, όπως κάνω πάντα. Δε θα’μπαινα σε κείνο το δωμάτιο, όπου είχες κλειστεί κι έκλαιγες. Αντιπαθώ τους θρήνους… (Τρυφερά.) Σε λίγο, δε θα κλαις πια, μικρέ μου. Σε λίγο, δε θα χρειάζεται ν’ αναρωτιέσαι αν πρέπει να με πιστέψεις ή όχι.


ΟΡΦΕΑΣ

Θα ’ρθει;


ΑΝΡΙ

Είναι κιόλας εδώ!


ΟΡΦΕΑΣ

Εδώ; (Φωνάζει.) Μα είναι πεθαμένη! Τους είδα να την παίρνουν!


ΑΝΡΙ

Θέλεις να καταλάβεις, δεν είν’ έτσι, μικρέ μου; Δε σου φτάνει που η Μοίρα κάνει μια κολοσσιαία εξαίρεση για σένα. Εμπιστεύθηκες το χέρι σου στο δικό μου, χωρίς να τρεμουλιάσεις, μ’ ακολούθησες χωρίς ούτε ν’ αναρωτηθείς ποιός είμαι, ολόκληρη τη νύχτα, αλλά θέλεις και να καταλάβεις.


ΟΡΦΕΑΣ

Όχι! Θέλω να την ξαναδώ. Τίποτ’ άλλο!


ΑΝΡΙ

Αυτή είναι η μόνη περιέργεια που έχεις; Σ’ έφερα ώς τις πύλες του θανάτου και εσύ δε σκέφτεσαι παρά τη φιλεναδούλα σου… Έχεις δίκιο — ο θάνατος μόνο την περιφρόνησή σου αξίζει. Απλώνει τα τεράστια δίχτυα του, χτυπάει σαν τυφλός δεξιά κι αριστερά, τρομακτικός, πελώριος, γελοίος. Για όποιον σας είδε, εσάς τους ανθρώπους, να τα βγάζετε πέρα στις δύσκολες ώρες, να μη δειλιάζετε μπροστά σε τίποτα, και να ξεκάνετε ανελέητα τον εχθρό σας — πόσο πιο άγριοι είσαστε!.. (Καθίζει κοντά στον Ορφέα, κουρασμένος.) Άκουσέ με. Θα σου πω ένα μυστικό, μονάχα εσένα, επειδή σε συμπαθώ. Ο θάνατος έχει ένα και μόνο χάρισμα, που κανείς δεν το ξέρει: Είναι καλός, τρομερά καλός! Φοβάται τα δάκρυα, και τους πόνους. Κάθε που μπορεί, κάθε που η ζωή τού το επιτρέπει, τελειώνει όσο γίνεται πιο γρήγορα… Λύνει, χαλαρώνει, λευτερώνει, ενώ η ζωή επιμένει, παλεύει, γαντζώνεται σαν ζητιάνα, ακόμα κι όταν το παιχνίδι είναι χαμένο, ακόμα κι όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αντέξει άλλο, δεν μπορεί να σαλέψει, δεν είναι παρά ένας σωρός ματωμένες σάρκες! Μονάχα ο θάνατος είναι αληθινός φίλος!


ΟΡΦΕΑΣ

Μου έκλεψε όμως την Ευρυδίκη, ο «φίλος σας». Τη μικρή, τη χαρούμενη, τη γελαστή Ευρυδίκη!


ΑΝΡΙ

Θα στην ξαναδώσει πίσω!


ΟΡΦΕΑΣ

Πότε;


ΑΝΡΙ

Τώρα αμέσως… Άκουσέ με. Η ευτυχία σου, έτσι κι αλλιώς, είχε τελειώσει. Εκείνες οι είκοσι τέσσερις ώρες, εκείνη η αξιολύπητη μέρα που περάσατε μαζί — ήταν όλο κι όλο ό,τι είχε να χαρίσει στον μικρό Ορφέα και στη μικρή Ευρυδίκη η ζωή — η πολύτιμη, η αγαπημένη σας ζωή… Αν δεν έκλαιγες σήμερα επειδή πέθανε η Ευρυδίκη, θα ’κλαιγες επειδή θα στο είχε σκάσει.


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν είναι αλήθεια. Δεν πήγε να βρει εκείνον τον άνθρωπο.


ΑΝΡΙ

Όχι, αλλά ούτε και στην κάμαρά σας ξαναγύρισε. Πήρε το λεωφορείο για την Τουλόν, ολομόναχη, χωρίς λεφτά, χωρίς βαλίτσα. Πού πήγαινε; Για ποιό λόγο δραπέτευσε έτσι; Και τί ακριβώς ήταν, τέλος πάντων, αυτή η μικρή Ευρυδίκη, που νόμισες ότι μπορείς να την αγαπήσεις;


ΟΡΦΕΑΣ

Ό,τι κι αν ήταν, εγώ την αγαπώ ακόμα. Θέλω να την ξαναδώ. Ω, σας παρακαλώ, κύριε, δώστε μού την πίσω, ό,τι και να ’ναι, όπως και να ’ναι! Θέλω να πονέσω και να ντραπώ εξαιτίας της. Θέλω να την ξαναχάσω, και να την ξαναβρώ. Θέλω να παλέψω, να υποφέρω, να ταπεινωθώ… θέλω να ζήσω…


ΑΝΡΙ

ενοχλημένος

Θα ζήσεις!..


ΟΡΦΕΑΣ

Δώστε μου την Ευρυδίκη, σας παρακαλώ!


ΑΝΡΙ

τον κοιτάζει περιφρονητικά και τρυφερά μαζί. Ψιθυρίζει.

Καημένο παιδί!..

(Παύση, έπειτα σ’ άλλον τόνο.)

Σ’ αφήνω τώρα. Η ώρα ήρθε. Η Ευρυδίκη είναι εκεί έξω, στο σταθμό, στο ίδιο μέρος όπου την πρωτοείδες, χτες το βράδυ. Σε περιμένει και θα σε περιμένει αιώνια. Θυμάσαι τη συμφωνία μας;


ΟΡΦΕΑΣ

Ναι.


ΑΝΡΙ

Επανέλαβέ την. Αν την ξεχάσεις, αν την παραβείς, δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα πια για σένα!


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν πρέπει να γυρίσω να την κοιτάξω!


ΑΝΡΙ

Δε θα είναι εύκολο!


ΟΡΦΕΑΣ

Αν γυρίσω και την κοιτάξω, έστω και μια φορά, πριν έρθει η αυγή, θα τη χάσω για πάντα!


ΑΝΡΙ

Σωστά. Αν γυρίσεις και την κοιτάξεις, έστω και μια φορά πριν έρθει η αυγή, θα την χάσεις για πάντα… Δε με ρωτάς πια γιατί σου βάζω αυτό τον όρο;


ΟΡΦΕΑΣ

Όχι!


ΑΝΡΙ

χαμογελώντας

Πολύ καλά… Μπορείς ν’ αρχίσεις πάλι απ’ την αρχή… Μη μ’ ευχαριστείς. Θα ιδωθούμε αργότερα. (Βγαίνει.)


(Η Ευρυδίκη μπαίνει και στέκεται στην πόρτα.)


ΟΡΦΕΑΣ

χωρίς να την κοιτάξει, χαμηλόφωνα

Ήρθες;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι, αγάπη μου. Άργησες τόσο πολύ!


ΟΡΦΕΑΣ

Μου δώσανε την άδεια να ’ρθω και να σε πάρω πίσω. Αλλά δεν πρέπει να γυρίσω να σε κοιτάξω πριν έρθει η αυγή, γιατί τότε θα σε χάσω για πάντα.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι, αγάπη μου! Ξέρω! Μου το είπαν!


(Ο Ορφέας, χωρίς να την κοιτάξει, την παίρνει απ’ το χέρι και την πηγαίνει στο τραπέζι, όπου καθόταν πριν. Η Ευρυδίκη κάθεται, κι εκείνος σε μιαν άλλη καρέκλα, έχοντάς της γυρισμένη την πλάτη.)


ΟΡΦΕΑΣ

Έλα. Θα περιμένουμε εδώ την αυγή. Όταν θα ’ρθουν τα γκαρσόνια για το πρώτο πρωινό τρένο, θα είμαστε ελεύθεροι. Θα τους ζητήσουμε λίγο ζεστό καφέ και κάτι να φάμε! Και… θα είσαι πάλι ζωντανή… Κρύωνες πολύ;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ω! Ναι… Αυτό ήταν το χειρότερο. Το φοβερό κρύο. (Θυμάται.) Όμως, μου απαγόρευσαν να μιλήσω για οτιδήποτε. Μπορώ μονάχα να σου πω τί έγινε ώς την ώρα που ο σοφέρ χαμογέλασε μέσ’ από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου και το φορτηγό έπεσε απάνω μας σαν τρελό ζώο…


ΟΡΦΕΑΣ

Είσαι καλά εκεί;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ω, ναι, είμαι εδώ, κοντά σου. (Ακουμπάει το κεφάλι της στην πλάτη του.)


ΟΡΦΕΑΣ

Ρίξε το παλτό μου. (Της δίνει το παλτό του, κι εκείνη το ρίχνει στους ώμους της. Παύση. Είν’ ευτυχισμένοι.)


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Θυμάσαι το γκαρσόνι;


ΟΡΦΕΑΣ

Θα το ξαναδούμε αύριο.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Και την αμίλητη ταμία; Ίσως μάθουμε, επιτέλους, τί σκεφτόταν για μας… Είναι τόσο ωραία να ξαναγυρίζει κανείς στη ζωή… Σα να βλεπόμαστε για πρώτη φορά. (Ρωτάει, όπως την πρώτη φορά.) Είσαι καλός; Είσαι κακός; Πώς σε λένε;


ΟΡΦΕΑΣ

μπαίνει στο παιχνίδι, χαμογελώντας

Ορφέα. Και σένα;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ευρυδίκη… (Απαλά προσθέτει.) Μόνο που, αυτή τη φορά, ξέρουμε… (Παύση.) Συχώρεσέ με! Θα τρόμαξες τόσο…


ΟΡΦΕΑΣ

Ναι! Όταν σε είδα ξαπλωμένη στο αυτοκίνητο, το καθετί σταμάτησε μέσα μου. Δε φοβόμουν πια!


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Πόνεσες πολύ;


ΟΡΦΕΑΣ

Ναι!


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

ακουμπάει στην πλάτη του

Συχώρεσέ με.


ΟΡΦΕΑΣ

Σσσς! (Παύση.)


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Θα μ’ έφεραν στο ξενοδοχείο, επειδή κρατούσα ακόμα στα χέρια μου το γράμμα. Σ’ το είχα γράψει μέσα στο λεωφορείο, πριν ξεκινήσει! Σου το ’δωσαν;


ΟΡΦΕΑΣ

Όχι! Θα το κράτησαν στην Αστυνομία!


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Α! (Ανασηκώνεται ανήσυχη, ξαφνικά.) Λες να το διαβάσουν;


ΟΡΦΕΑΣ

Ίσως.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Δεν μπορούμε να τους εμποδίσουμε; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, τώρα αμέσως;


ΟΡΦΕΑΣ

Είναι πολύ αργά πια!


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Μα εγώ έγραφα σε σένα! Αυτά που έλεγα ήταν μονάχα για σένα! Πώς μπορεί να το διαβάσει ένας άλλος; Θα γελάσουν… Το δίχως άλλο, θα γελάσουν μαζί μου… Ω, σε παρακαλώ, εμπόδισέ τους, σε παρακαλώ! Μου φαίνεται σαν να με βλέπουν ολόγυμνη με τα βρόμικα μάτια τους…


ΟΡΦΕΑΣ

Μπορεί να μην άνοιξαν ούτε το φάκελο!


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Μα δεν πρόφτασα να τον κλείσω. Εκείνη τη στιγμή, ακριβώς, έπεσε το φορτηγό απάνω μας. Κι ίσως γι’ αυτό να με κοίταξε ο σοφέρ μέσ’ από τον καθρέφτη. Έβγαλα τη γλώσσα μου, εκείνος με κοίταξε, χαμογέλασε, χαμογέλασα κι εγώ.


ΟΡΦΕΑΣ

Χαμογέλασες και συ! Ώστε μπορούσες, λοιπόν, να χαμογελάς;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Όχι, όχι! Δεν μπορούσα. Δεν καταλαβαίνεις… Μόλις είχα τελειώσει αυτό το γράμμα, σου έλεγα πως σ’ αγαπώ, πως πονούσα, αλλά έπρεπε να φύγω… Έβγαλα τη γλώσσα μου για να κολλήσω το φάκελο — κι εκείνος, είπε: «Ελπίζω πως ο φίλος σας αξίζει το χαρτί που ξοδέψατε για να του γράψετε». Κι όλοι γύρω χαμογέλασαν. (Σταματάει, κουρασμένη.) Α, δεν είναι το ίδιο όταν τα διηγείσαι ύστερα…


ΟΡΦΕΑΣ

υπόκωφα

Τί γύρευες στο λεωφορείο της Τουλόν;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Έφευγα!


ΟΡΦΕΑΣ

Είχες πάρει το γράμμα του Ντελάκ;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι. Γι’ αυτό έφευγα!


ΟΡΦΕΑΣ

Γιατί δεν μου το ’δειξες αυτό το γράμμα, όταν γύρισα;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Δεν μπορούσα!


ΟΡΦΕΑΣ

Τί σου έγραφε;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Να τον συναντήσω στο τρένο των 8 και 12΄. Αλλιώτικα θα ’ρχόταν, λέει, να με πάρει μόνος του!


ΟΡΦΕΑΣ

Και γι’ αυτό έφυγες;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι! Δεν ήθελα να τον δεις!


ΟΡΦΕΑΣ

Δε σκέφτηκες πως θα ’ρχόταν και πως, έτσι κι αλλιώς, θα τον έβλεπα.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι, αλλά ήμουν δειλή. Δεν ήθελα να είμαι μπροστά!


ΟΡΦΕΑΣ

Ήσουν ερωμένη του;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

φωνάζει

Όχι… Έτσι σου είπε; Το ήξερα, κι ήξερα πως θα τον πίστευες. Με κυνηγάει από καιρό, με μισεί. Ήξερα πως θα σου μιλούσε για μένα. Φοβήθηκα!


ΟΡΦΕΑΣ

Γιατί δε μου τ’ ομολόγησες χτες, όταν σου ζήτησα να μου τα πεις όλα; Γιατί δε μου είπες πως ήσουν ερωμένη του;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Δεν ήμουν!


ΟΡΦΕΑΣ

Ευρυδίκη! Τώρα είναι καλύτερα να μου τα πεις όλα!


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Τί πρέπει λοιπόν να σου πω για να με πιστέψεις;


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν ξέρω! Βλέπεις, αυτό είναι το τρομερό! Δεν ξέρω πια πώς θα μπορέσω ποτέ να σε πιστέψω. (Παύση. Ρωτάει απαλά, ταπεινά.) Ευρυδίκη, για να μπορώ να μην ανησυχώ, έπειτα, όταν θα μου λες τα πιο απλά πράγματα —πως βγήκες έξω, πως ο καιρός ήταν ωραίος, πως τραγουδούσες— πες μου την αλήθεια τώρα, όσο τρομερή και αν είναι, όσο κι αν με πληγώσει. Δε θα με πληγώσει περισσότερο απ’ αυτήν την ασφυξία, που με πνίγει απ’ την ώρα που έμαθα πως μου είπες ψέματα… Αν είναι πολύ δύσκολο να ομολογήσεις, μη μου αποκριθείς, αλλά σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη μου πεις ψέματα… Αυτός ο άνθρωπος έλεγε την αλήθεια;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

ύστερα από αδιόρατο δισταγμό

Όχι!


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν ήσουν ποτέ ερωμένη του;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Όχι. (Παύση.)


ΟΡΦΕΑΣ

υπόκωφα, κοιτώντας ίσια εμπρός

Αν λες την αλήθεια, θα ήταν πολύ εύκολο να το καταλάβω. Τα μάτια σου θα είναι καθαρά σαν το νερό της πηγής. Αν λες ψέματα, ή αν δεν είσαι βέβαιη για τον εαυτό σου, ένας σκούρος, πράσινος κύκλος θα σκεπάζει τις κόρες σου.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Σε λίγο θα ξημερώσει αγάπη μου και θα μπορείς να με κοιτάξεις… (Απαλά.) Όμως, σε παρακαλώ, μη μιλάς άλλο, μη σκέφτεσαι. Άσε το χέρι σου να με χαϊδέψει. Όλα θα γίνουν τόσο απλά, αν αφήσεις το χέρι σου να μ’ αγαπήσει, μόνο του, χωρίς να μιλήσουμε άλλο!


ΟΡΦΕΑΣ

χαϊδεύοντάς την

Νομίζεις πως αυτό είναι που ο κόσμος λέγει ευτυχία;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι. Το χέρι σου είναι ευτυχισμένο, αυτή την ώρα. Δε ζητάει από μένα, παρά να είμαι εδώ, ζεστή και υπάκουη, κάτω απ’ την παλάμη του. Κι εσύ, μη μου ζητάς τίποτ’ άλλο. Αγαπιόμαστε. Είμαστε νέοι. Θα ζήσουμε. Δέξου την ευτυχία, σε παρακαλώ.


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν μπορώ!..


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Αν μ’ αγαπάς;


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν μπορώ!..


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Τότε, μη μιλάς, τουλάχιστον.


ΟΡΦΕΑΣ

σηκώνεται

Δεν το μπορώ, ούτ’ αυτό! Ένα κοπάδι λόγια φτερουγίζουν από χτες ολόγυρά μας. Τα λόγια του Ντελάκ, τα δικά σου, τα δικά μου, κι όλα τα λόγια που μας έφεραν εδώ. Τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, μα που βρίσκονται εκεί και περιμένουν μαζί με τ’ άλλα. Θα τα πούμε όλα, ένα ένα, πρέπει να τα πούμε! Πρέπει να πάμε ώς το τέλος.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

σηκώνεται και φωνάζει

Αγάπη μου!


ΟΡΦΕΑΣ

Όχι, όχι! Φτάνουν πια τα λόγια! Λασπωθήκαμε με τα λόγια από χτες! Τώρα πρέπει να σε κοιτάξω.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

τρέχει κοντά του και του κλείνει τα μάτια με τα χέρια της

Περίμενε, περίμενε, σε παρακαλώ. Το μόνο που πρέπει, είναι να βγούμε απ’ τη νύχτα! Σε λίγο ξημερώνει. Κι όλα θα γίνουν απλά πάλι!


ΟΡΦΕΑΣ

Δεν μπορώ να περιμένω ώσπου να ξημερώσει.


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

τον αγκαλιάζει, σφιχτά, ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη του. Ικετευτικά

Ω, σε παρακαλώ, αγάπη μου, μη γυρίσεις, μη με κοιτάξεις. Μπορεί να μην είμαι όπως με ήθελες, μπορεί να μην είμαι εκείνη που έπλασες με τη φαντασία σου μέσα στην ευτυχία της πρώτης μέρας… Όμως, με νιώθεις κοντά σου, δεν είν’ έτσι; Είμ’ εδώ, είμαι ζεστή, είμαι απαλή και σ’ αγαπώ. Θα σου δώσω όλη την ευτυχία που μπορώ. Αλλά μη μου ζητάς περισσότερα… Άφησέ με να ζήσω!


ΟΡΦΕΑΣ

Να ζήσεις!..


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Θέλω τόσο πολύ να ζήσω!..


ΟΡΦΕΑΣ

Να ζήσεις! Όπως η μητέρα σου κι ο ερωμένος της ίσως, με παιδιαρίσματα, με σαλιαρίσματα, με βρομιές… κι έπειτα ένα καλό φαΐ, λίγος «έρωτας» κι όλα είναι εντάξει. Α, όχι! Σ’ αγαπώ πάρα πολύ για να σ’ αφήσω να ζήσεις! (Γυρίζει απότομα, την κοιτάζει. Μια τρομακτική σιωπή τους χωρίζει. Έπειτα εκείνος ρωτάει υπόκωφα.) Σε κράτησε στην αγκαλιά του εκείνος ο απαίσιος άνθρωπος; Σ’ άγγιξε με τα χέρια του, που είναι φορτωμένα δαχτυλίδια;


ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ναι!

[...]


Jean Anouilh. 1995. Ευρυδίκη. Τρεις πράξεις, τέσσερις εικόνες. Μετ. Μάριος Πλωρίτης. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: Eurydice. (Pièces Brillantes, Paris: La Table Ronde, 1951).