Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

Ευανδρία


Τούτο το χρόνο τα χάσαν οι κριτές, — δεν ξέρουνε ποιόν να βραβέψουν, —
(μη και τις άλλες χρονιές δεν ήταν το ίδιο;) — σώματα έκπαγλα
να λάμπουν γυμνά μες στο λιοπύρι — κι ο ιδρώτας λάμψη και κάλλος να προσθέτει
ρέοντας στο πηγούνι απ’ τους κροτάφους, και στα σκέλη απ’ την κοιλιά και στο στήθος.
Σε ποιόν το στεφάνι και το βόδι; — τούτος ο γοφός, αυτά τα γόνατα, τα ισχύα· —
μετρούν, ζυγιάζουν, ψαύουν, αφαιρένονται οι ελλανοδίκες. Κι ο ήλιος τούτος
πολύ χτυπάει — σου θαμπώνει τα μάτια. Να προτιμήσεις τη λύση των κλήρων
ή της ισοπαλίας;
Βγάζουν σπίθες τα μάρμαρα, τα νύχια των ποδιών, οι ρώγες·
βουίζουν τα μελίγγια. Μια σπασμένη υδρία. Τ’ άνθινο στεφάνι στην έδρα
μαράθηκε κιόλας. Και το βόδι δεμένο μουγκανίζει. Πέφτει το λυκόφως.
Πολύ βραδύνουν οι κριτές.
Ωστόσο το κοινό δε δείχνει διόλου αδημονία, —
παρατηρούν σιωπηλοί, και σα θλιμμένοι. Μια στιγμή συνέρχονται — ανταλλάσσουν δυο λόγια·
ακούγεται παράταιρα ένα γέλιο βεβιασμένο — σβήνει αμέσως.

Ω, καταλάβαμε καλά: δικαιολογημένη η αμηχανία· δεν πειράζει·
τ’ άλλα γυμνάσματα ας αναβληθούνε γι’ αύριο ή μεθαύριο, ή ας μη γίνουν καθόλου—
εδώ τελειώνουν όλοι οι αγώνες.
Και θα πρέπει — α, ναι, — το δίχως άλλο
να εκδώσει η πολιτεία ένα καινούργιο διάταγμα: ν’ απαγορεύει να περνάνε
οι νεκρικές πομπές μπροστά στο Στάδιο· γιατί ο θάνατος έτσι
χάνει το κύρος του και τις σωστές του αναλογίες, — κανένας
δεν προσέχει πια τους νεκρούς· κι ίσως εκείνοι να θυμώσουν.

Λέρος, 19.X.68

Στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.